«Η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο των επαφών στο περιθώριο της συνεδρίασης του G7 και επομένως αναμένω μία λύση» δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών στο περιθώριο της Συνόδου -υπουργών Οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών- του G7 στο Μπάρι της Ιταλίας.

Χειροπιαστό αποτέλεσμα; Κανένα!

Με τη συμφωνία κυβέρνησης – δανειστών και τις απώλειες των 2,5 ετών διαπραγμάτευσης, η Ελλάδα ξεκινά με γκολ από τα αποδυτήρια.

Ξέρει πως ούτε το χρέος της μπορεί να κουρευτεί, ούτε έχει τα εργαλεία να απογειώσει την ανάπτυξή της, ούτε στις αγορές να επιστρέψει τουλάχιστον με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί τις χρηματοδοτικές ανάγκες της συστηματικά και με βιώσιμο (φτηνό) τρόπο.

Η κυβέρνηση που επεδίωκε «εδώ και τώρα λύση για το χρέος» με χαμηλά πλεονάσματα για να μην πάρει καθόλου μέτρα, υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει για το ακριβώς αντίθετο.

Πήρε 4 δισ. ευρώ νέα μέτρα έναντι διατήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% μέχρι το 2022, και τίποτα ακόμη για το χρέος.

Ακόμη και αν επιτευχθεί τώρα μια πρώτη συμφωνία μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης, αυτή θα τελεί υπό την διαρκή απειλή αναστολής.

Στην πολύ πιθανή περίπτωση μάλιστα που οι δύο πλευρές επιβάλουν ως όρο εφαρμογής των μεσοπρόθεσμων μέτρων την εκπλήρωση συγκεκριμένων στόχων κάθε φορά, η Ελλάδα θα είναι έρμαιο της δημοσιονομικής αβεβαιότητας που προκαλεί αφενός το υφεσιακό πακέτο μέτρων των 4,6 δισ. ευρώ για την περίοδο 2018-2020, και αφετέρου η δέσμευση διατήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ για μια πενταετία (2018-2022).

Αν η οικονομία δεν καταφέρει να ανακάμψει, όχι μόνο της ελάφρυνσης του χρέους και της δυνατότητας εξόδου στις αγορές δεν θα επωφεληθεί η Ελλάδα από τη στιγμή που εκτροχιαστούν οι στόχοι, αλλά θα υποχρεωθεί να λαμβάνει διαρκώς περισσότερα μέτρα ή να καταφύγει στην υπογραφή νέου μνημονίου χρηματοδότησης.

Σύμφωνα με το Liberal.gr, οι δύο πλευρές των δανειστών καλούνται αυτές τις μέρες στο πλαίσιο της συνεδρίασης των επτά ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη (G7) να καταλήξουν σε μια συμβιβαστική φόρμουλα που θα λύνει τα δικά τους προβλήματα, και όχι της Ελλάδας.

Παρότι οι θέσεις μεταξύ ΔΝΤ και ευρωζώνης βρίσκονται σε τεράστια απόσταση, ο «πολιτικός» συμβιβασμός έχει πιθανόν βρεθεί: θα είναι μια λίστα από εναλλακτικές ενέργειες αναδιάρθρωσης χρέους που θα είναι διαθέσιμες για μετά το 2018, αλλά δεν θα «ποσοτικοποιηθούν» αναλυτικά.

Τα εργαλεία αυτά εξαντλούνται κατά κύριο στην αξιοποίηση των 20 δισ. ευρώ που έχουν περισσέψει από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είτε ως «εγγυήσεις» του ESM προς το ΔΝΤ, είτε ως κεφάλαιο εξαγοράς των δανείων του Ταμείου προς την Ελλάδα, είτε επίσης ως χρήματα που θα χρησιμοποιηθούν για να χρηματοδοτήσουν την επέκταση του τρίτου μνημονίου για άλλον έναν χρόνο.

Στο πακέτο μπαίνουν και οι επιστροφές κερδών από τη διακράτηση ομολόγων των κεντρικών τραπεζών που δεν κουρεύτηκαν, αλλά ο μεγάλος άγνωστος Χ θα είναι το ύψος εκείνο των δανείων που θα επιμηκυνθούν, η ενδεχόμενη αναβολή πληρωμής τόκων και το κλείδωμα των επιτοκίων για ένα μέρος του χρέους σε χαμηλά επίπεδα.

Το ΔΝΤ θα μπορεί να κάνει τους δικούς του «υπολογισμούς» ώστε να εκδώσει πιστοποιητικό βιωσιμότητας για μερικά χρόνια, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε ο Γερμανός ψηφοφόρος να μην μάθει πριν τις εκλογές στη Γερμανία, αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να ελαφρυνθεί σε βάρος του, το χρέος της Ελλάδας.

Η όποια συμφωνία επίσης, θα κινείται στα πολύ στενά όρια της απόφασης του περσινού Μαϊου με βάση την οποία οποιαδήποτε αναδιάρθρωση στην Ελλάδα δεν μπορεί να προκαλεί ζημιά στους δανειστές, τα πρωτογενή πλεονάσματα θα παραμείνουν υψηλά για τουλάχιστον 5 χρόνια (2022) ενώ οι ελαφρύνσεις που θα αποφασιστούν δεν θα μπορούν να εφαρμοστούν πριν το 2018 και αφού κριθούν απαραίτητες.

Οι αναδιαρθρώσεις θα είναι, παράλληλα, συνδεδεμένες με την επίτευξη συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων από την Ελλάδα.

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι δεν πρέπει να περιμένουμε θεαματικές αποφάσεις από τη συμφωνία για το χρέος, ακόμη κι αν δημοσίως το ΔΝΤ εξακολουθεί να ζητά «χαρτιά με νούμερα».