Περισσότερες από 1.000 σοροί μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα, δεν έχουν ταυτοποιηθεί τα τελευταία 20 χρόνια.
Η απουσία ολοκληρωμένης βάσης δεδομένων για τους νεκρούς, αλλά και το μέγεθος των προσφυγικών ροών που έχει επιβαρύνει σημαντικά τις ιατροδικαστικές υπηρεσίες της χώρας σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνικό εξοπλισμό, δυσχεραίνουν την ταυτοποίηση νεκρών, μια διαδικασία σημαντική, τόσο για νομικούς, όσο και για ανθρωπιστικούς λόγους.
Τα παραπάνω διαπιστώθηκαν σε ημερίδα που συνδιοργάνωσαν σήμερα στην Αθήνα, η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας και η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ICRC), με θέμα «Ορθές πρακτικές ταυτοποίησης σορών αγνώστων στοιχείων, με έμφαση στη διαχείριση δεδομένων».
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο ανθυπασπιστής του Λιμενικού Σώματος, Βλάσιος Καρυώτης, κατά το πρώτο οκτάμηνο του 2016, σε 51 περιστατικά, το Λιμενικό εντόπισε 142 νεκρούς πρόσφυγες και μετανάστες, ενώ σε πέντε περιστατικά υπήρξαν 27 αγνοούμενοι.
Κατά το 2015, σε 77 περιστατικά περισυνελέγησαν 272 νεκροί, ενώ σε 21 περιστατικά υπήρξαν 152 αγνοούμενοι. Συνολικά, το Λιμενικό διέσωσε 103.372 πρόσφυγες και μετανάστες το 2015 και 54.315 το πρώτο οκτάμηνο του 2016 .
Από το τέλος του 2014 μέχρι σήμερα, στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό υπάρχουν 817 ενεργές αιτήσεις αναζήτησης μεταναστών και προσφύγων, που αντιστοιχούν σε περίπου 900 άτομα.
Την ίδια ώρα, στην κεντρική βάση DNA της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας, υπάρχουν περισσότεροι από 650 γενετικοί τύποι σορών που δεν έχουν ταυτοποιηθεί. Από αυτούς, το 80% αφορά σε πρόσφυγες και μετανάστες. Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης, περισσότεροι από 150 συγγενείς αγνοουμένων ψάχνουν τους δικούς τους ανθρώπους.
Όπως επισήμανε η διευθύντρια της συγκεκριμένης υπηρεσίας, υποστράτηγος Πηνελόπη Μηνιάτη, η βάση δεδομένων θα πρέπει να εμπλουτιστεί με προθανάτια στοιχεία (φυσική περιγραφή του ατόμου) και μεταθανάτια δεδομένα (στοιχεία κατά την εξέταση της σορού).
Άλλα προβλήματα που εντόπισε η κ. Μηνιάτη στη διαδικασία ταυτοποίησης του νεκρού, είναι η μη οριοθέτηση του ρόλου του κάθε φορέα που ασχολείται με το συγκεκριμένο αντικείμενο, η μη εναρμόνιση των διαδικασιών που ακολουθεί ο κάθε φορέας και η έλλειψη κεντρικού συντονισμού. Όλα τα παραπάνω δυσχεραίνουν ή κάνουν αδύνατη την ταυτοποίηση των σορών. Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, εντόπισε, εξάλλου, έλλειμμα σε νομοθετικό επίπεδο για την ταυτοποίηση και αναγνώριση των σορών.
Την επιτακτική ανάγκη δημιουργίας μιας πλήρους βάσης DNA, σε εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο, υπογράμμισε και η προϊσταμένη Επιτελείου του Αρχηγείου της ΕΛΑΣ, αντιστράτηγος Ζαχαρούλα Τσιριγώτη. Επίσης, η κ. Τσιριγώτη πρόσθεσε ότι «χρειάζεται διεθνής καμπάνια ενημέρωσης που να παροτρύνει τους μετανάστες και πρόσφυγες να δίνουν δείγματα DNA στη σχετική βάση».
Σε χαιρετισμό του, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ευτύχης Φυτράκης, παρατήρησε ότι στόχος είναι η υιοθέτηση πρωτοκόλλων για την άσκηση του συγκεκριμένου έργου, «ώστε να ξέρουμε ποιος χάθηκε. Είναι μια ανθρώπινη οφειλή». Ο κ. Φυτράκης ανακοίνωσε επίσης ότι είναι υπό σύσταση ιατροδικαστική υπηρεσία στη Λέσβο.
Είναι δύσκολο το εγχείρημα ταυτοποίησης των σορών, αλλά πρέπει να υλοποιηθεί, επισήμανε από την πλευρά του ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Τζανέτος Φιλιππάκος.