Νέα στοιχεία για την απολογία της 37χρονης μητέρας της 12χρονης από τον Κολωνό έρχονται στο «φως». «Δεν υπάρχει περίπτωση να το ήξερα εγώ αυτό και να μην του είχα βγάλει τα μάτια. Του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη… Δεν φταίω σε τίποτα. Θα αυτοκτονήσω χωρίς τα παιδιά μου», ισχυρίστηκε στην απολογία της στην 33η ανακρίτρια η μητέρα του 12χρονου κοριτσιού από τον Κολωνό, η οποία κατηγορείται για συνέργεια σε μαστροπεία σε βάρος του παιδιού της και χθες κρίθηκε προφυλακιστέα.

Η 37χρονη γυναίκα, κατά την απολογία της φέρεται να εξαπέλυσε «μύδρους» κατά του Ηλία Μίχου, ο οποίος κατηγορείται ότι βίαζε και εξέδιδε την κόρη της, οδηγώντας την ακόμη και σε οίκο ανοχής. Όπως υποστήριξε η μητέρα του παιδιού, ο 53χρονος φρόντιζε να της ρίχνει «στάχτη στα μάτια» και με τη συμπεριφορά του είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Η ίδια, όπως ισχυρίστηκε, δεν γνώριζε τίποτα από τη φρίκη που βίωνε το παιδί της.

«Το μαγαζί του είναι σε κεντρικό σημείο της γειτονιάς, ήταν άνθρωπος της εκκλησίας, είχε πολλούς γνωστούς στη γειτονιά, ηθοποιούς, πολιτικούς, του είχα εμπιστοσύνη» φέρεται να είπε η κατηγορούμενη στην ανακρίτρια για να προσθέσει: «Όταν καμιά φορά πήγαινε το παιδί με σορτσάκι ή κολάν στο μαγαζί, μου το έστελνε στο σπίτι για να αλλάξει για να μην το βλέπει έτσι ο κόσμος. Μου έριχνε στάχτη στα μάτια. Επίσης του είχα εμπιστοσύνη γιατί έβλεπα αστυνομικούς εν ενεργεία και μη να συχνάζουν στο μαγαζί του.…».

Η γυναίκα, η οποία είναι μητέρα επτά ακόμη παιδιών, μίλησε στην ανακρίτρια και για τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της 12χρονης κόρης της. «Τον τελευταίο καιρό η κόρη μου απομακρυνόταν και τσακωνόμασταν λίγο. Πάντα ήταν ένα παιδί που δεν έδειχνε τα συναισθήματά της. Ήταν πάντα χαρούμενη και πολύ καλή μαθήτρια» είπε και συνέχισε: «Της έκανα παρατήρηση όταν έκανε επικίνδυνα πράγματα με το ποδήλατο. Τα παιδιά πήγαιναν στο κατηχητικό και πάντα τα συμβουλεύαμε. Και στο κατηχητικό έχουν πολύ καλή γνώμη για εμένα….».

Αναφερόμενη γενικότερα στην οικογένειά της, η 37χρονη, είπε: «Τα παιδιά μου δεν είναι κακοποιημένα. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τα παιδιά μου, μου λείπουν πάρα πολύ και όταν μιλάω μαζί τους και κλαίνε αυτά εγώ βασανίζομαι…. Εγώ δεν γνώριζα τι γινόταν στο παιδί μου. Πάντα προστάτευα τα παιδιά μου όποιος και αν τα πείραζε».

Καταθέτοντας για το πώς η 12χρονη ξεκίνησε να πηγαίνει στο κατάστημα του Ηλία Μίχου, η γυναίκα, φέρεται να είπε στην ανακρίτρια: «Η κόρη μου πήγαινε στο σχολείο κανονικά και το μεσημέρι την έπαιρνα εγώ από το σχολείο μαζί με τα αδέρφια της ή όταν δούλευα εγώ πήγαινε ο πατέρας της. Η κόρη μου πήγαινε στο μαγαζί του Μίχου όταν τη φώναζε μετά το ολοήμερο σχολείο, μπορεί να ήταν και τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα. Εγώ είχα πάντα επικοινωνία με το παιδί όσο ήταν στο μαγαζί του. Δεν το είχα ανεξέλεγκτο το παιδί…

Δεν υπάρχει περίπτωση να το ήξερα εγώ αυτό και να μην του είχα βγάλει τα μάτια. Του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη.. . Όλες αυτές τις ημέρες μιλάω κάθε ημέρα με τα παιδιά μου και τα παιδιά μου κλαίνε και με ζητάνε. Δε φταίω σε τίποτα, θα αυτοκτονήσω χωρίς τα παιδιά μου. Κοιμόμουν αγκαλιά με τα παιδιά μου. Όλα τα παιδιά μου τα αγαπάω και με αγαπάνε κι αυτά… Να το ήξερα ότι βιάζουν το παιδί μου και να καθόμουν με σταυρωμένα τα χέρια; Ένα μήνα κρατιέμαι να μην πάω να τον σκοτώσω…. Από το τμήμα ανηλίκων μου είχαν πει να μην κάνω τίποτα για να μην καταλάβει κάτι κανένας ότι έκανα καταγγελία για να τον παρακολουθούν. Τον είδα την ημέρα του Σταυρού που ήταν στη λιτανεία της εικόνας και ήθελα να φωνάξω είναι βιαστής, πιάστε τον. Πίστευε ότι δεν θα του έκανα τίποτα….».

«Μου ζήτησε να υπογράψω ότι δεν θα τους καταγγείλω»

Όπως ήταν αναμενόμενο, η γυναίκα, ρωτήθηκε και μίλησε κατά τη διάρκεια της απολογίας της και για τις επικοινωνίες που είχε με τη σύζυγο του Ηλία Μίχου, όταν πια έμαθε τα όσα υπέστη το παιδί της από τον 53χρονο.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η μητέρα της ανήλικης είπε στην απολογία της: «Την πρώτη μέρα που το έμαθα πήρα τηλέφωνο τη σύζυγο του Μίχου, ενώ είχα ήδη κάνει καταγγελία, η οποία δεν με πίστευε στην αρχή και της έστειλα ένα από τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει η κόρη μου με τον Μίχο. Κλείσαμε ένα ραντεβού με τη σύζυγό του να μιλήσουμε κι αυτή τότε έβγαλε μόνη της 100 ευρώ και μου τα έδωσε για να με βοηθήσει οικονομικά. Μετά από τέσσερις με πέντε ημέρες την πήρα τηλέφωνο και της ζήτησα 100 ευρώ, γιατί τα χρειαζόμουν για τα παιδιά, αλλά αυτή δεν ήξερε ότι είχα κάνει καταγγελία. Μου είπε ότι σε ό,τι χρειαζόμουν θα ήταν δίπλα μου, σε ψυχολόγους και ό,τι άλλο κι αν θέλω να της ζητήσω άλλα χρήματα για να με βοηθήσει να μη διστάσω. Μου είπε να πάμε σ’ ένα δικηγόρο να υπογράψουμε ένα χαρτί ότι δεν θα το καταγγείλω και εκείνη θα με βοηθούσε οικονομικά με το παιδί, για παράδειγμα για ψυχολόγο και για να μην καταστραφούν οικογένειές μας…».