Τα μέλη της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών (Ε.ΕΝ.Ε.) συμμετείχαν σε roundtable συζήτηση με τίτλο «Ιδέες, Θέσεις και Παραδείγματα για την Προαγωγή της Ελληνικής Επιχειρηματικότητας» στο πλαίσιο του 9ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, την Παρασκευή 12 Απριλίου. Το εναρκτήριο λάκτισμα της συζήτησης έδωσε ο Πρόεδρος της Ε.ΕΝ.Ε. κ. Κρίστιαν Χατζημηνάς, ο οποίος υποστήριξε πως κρίνεται καίριας σημασίας η συμβολή των επιχειρηματιών στον δημόσιο διάλογο, για την παρουσίαση και ανάδειξη ζωτικής σημασίας θεμάτων που αφορούν στο ελληνικό επιχειρείν.

Στη συνέχεια, ακολούθησε μια επισκόπηση της πορείας της ελληνικής οικονομίας για το έτος 2023, σε σχέση με την ΕΕ, καθώς και εκτιμήσεις για την ανάπτυξή της τα επόμενα δύο έτη. Παρατηρήθηκε ότι η Ελλάδα αναπτύχθηκε με ρυθμούς σημαντικά ταχύτερους από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, και εκτιμάται ότι θα συνεχίσει αυτή την πορεία και το 2024 και 2025. Ωστόσο, τονίστηκε η σημασία εστίασης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας με ορίζοντα πενταετίας-δεκαετίας, κάτι που η Ε.ΕΝ.Ε υποστηρίζει πως πρέπει να στηριχθεί σε μεταρρυθμίσεις που αφορούν στον τομέα της βιομηχανίας, στο upskilling και reskilling του εργατικού δυναμικού, καθώς και σε έξυπνα φορολογικά κίνητρα.

Στο πλαίσιο των θέσεων αυτών παρουσιάστηκαν στατιστικά στοιχεία που δείχνουν πως η ελληνική βιομηχανία βρίσκεται αρκετά πίσω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ. Για παράδειγμα, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της ελληνικής βιομηχανίας βρίσκεται στο 8.8% του ΑΕΠ σε σχέση με την ΕΕ των 27 που επιδεικνύει ποσοστό της τάξης του 14.7%. Επίσης η Ελλάδα φαίνεται να υπολείπεται σημαντικά, σε σχέση με χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, σε επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, ενώ οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από χώρες αντίστοιχου πληθυσμιακού μεγέθους. Παράλληλα, οι δαπάνες των ελληνικών επιχειρήσεων σε έρευνα και ανάπτυξη προσεγγίζουν το 0.73% του ΑΕΠ σε σχέση με το αντίστοιχο 1.48% της ΕΕ. Τέλος, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση από το τέλος, όσον αφορά στον αριθμό των ρομπότ που χρησιμοποιούνται ανά εργαζόμενο σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες της ΕΕ υποδεικνύοντας την υστέρησή της στον πυλώνα της αυτοματοποίησης.

Πλέον των στατιστικών που αναφέρονται στη βιομηχανία της χώρας παρουσιάστηκαν στοιχεία που δείχνουν τη θέση της Ελλάδας στα DESI scores που αφορούν στο ανθρώπινο δυναμικό και δείχνουν την Ελλάδα να βρίσκεται στην 22η θέση από τις 27, ενώ το rank που αφορά σε επιχειρήσεις που προσφέρουν στους εργαζόμενούς τους εκπαίδευση σε τεχνικές δεξιότητες ήταν 12% το 2022 σε σχέση με το 20% της ΕΕ.

Όλα τα παραπάνω καθιστούν τις θέσεις της Ένωσης πιο επίκαιρες από ποτέ. Θέσεις που επικεντρώνονται σε πυλώνες, όπως αυτός της επαναβιομηχανοποίησης με τους πιο ανταγωνιστικούς όρους, δηλαδή με σύμμαχο την τεχνολογία και με μια ευρεία έννοια που να περιλαμβάνει και τους τομείς της ναυτιλίας και του τουρισμού, οι οποίοι παράγουν υψηλή προστιθέμενη αξία. Η επαναβιομηχανοποίηση, αποτελεί κομμάτι της πυξίδας για την αντιμετώπιση του παραγωγικού ελλείματος, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων. Επιπλέον, τονίστηκε η ανάγκη δημιουργίας ενός συντονιστικού οργάνου για την εφαρμογή μιας ενιαίας εθνικής βιομηχανικής πολιτικής.

Ο πυλώνας αυτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το ανθρώπινο δυναμικό και τις ψηφιακές δεξιότητες. Συνεπώς, είναι σημαντική η επένδυση στο upskilling και reskilling του ανθρώπινου δυναμικού με όρους τεχνολογίας και ψηφιοποίησης, η οποία συνδέεται άμεσα με την επαναβιομηχανοποίηση. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι εξαιρετικά σημαντικό να δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις για την ψηφιακή κατάρτιση των υπαλλήλων τους, καθώς επίσης και να επιβραβευθούν οι εργοδότες που έχουν αυξήσει τις θέσεις εργασίας και έχουν επενδύσει στις ψηφιακές δεξιότητες, μέσω της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους. Συγκεκριμένα, η πρόταση της Ε.ΕΝ.Ε. αφορά σε μια γενναία μείωση του μη μισθολογικού κόστους, στην απασχόληση, που θα επιμερίζεται μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζομένων, με του τελευταίους να λαμβάνουν και ένα ψηφιακό πιστοποιητικό. Μια τέτοια στοχευμένη ενίσχυση του upskilling, θα είναι αποτελεσματική, καθώς αξιοποιεί κίνητρα που ξεκινούν από κάτω προς τα πάνω και όχι το αντίθετο, όπως συμβαίνει συνήθως με ευρωπαϊκά και κρατικά κονδύλια, ενώ συνδέει άμεσα τις επιχειρήσεις στη διαδικασία της κατάρτισης.

Ακόμη, αναφέρθηκε ότι, όπως επανειλημμένα έχει εκφράσει η Ε.ΕΝ.Ε, είναι καλοδεχούμενες οι επενδύσεις ξένων πολυεθνικών εταιριών, όπως αυτές των tech giants, στη χώρα μας, όμως πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι σπουδαίο εργατικό δυναμικό θα απορροφηθεί από αυτές τις εταιρείες και κατά συνέπεια οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα στερηθούν των υπηρεσιών αυτού του ελληνικού ταλέντου. Είναι σημαντικό, λοιπόν, οι ξένες αυτές πολυεθνικές να επιστρέψουν στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέσω «αντισταθμιστικών» πρωτοβουλιών, την αντίστοιχη τεχνολογική εκπαίδευση άλλων εργαζομένων (που δεν προσλαμβάνουν) σε έστω απλές ψηφιακές δεξιότητες.

Επιπρόσθετα, συζητήθηκε η ανάγκη άρσης ορισμένων αντικινήτρων για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, επιτακτική θεωρείται η ανάγκη της μείωσης της προκαταβολής φόρου καθώς αυτό το μέτρο τιμωρεί την ανάπτυξη. Ακόμη σημαντική θεωρείται η δυνατότητα αύξησης του ρυθμού αποσβέσεων στον μηχανολογικό εξοπλισμό από 10% στο 20% ετησίως. Τέλος, ως κίνητρο ανάπτυξης, παρουσιάστηκε η θέση της Ένωσης αναφορικά με τους οριακούς φόρους. Πιο συγκεκριμένα, σε ένα προσδιορισμένο αναπτυξιακό πλαίσιο μπορεί να υπάρξει ένας μειωμένος του γενικότερου φόρου των κερδών των επιχειρήσεων (π.χ. στο 10%) για τα επιπλέον κέρδη που σημειώνονται από τη μία χρονιά στην άλλη, χρησιμοποιώντας, πιθανώς, τον μέσο όρο των τελευταίων τριών ή πέντε χρόνων.

Εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων,  οι κ. Μανώλης Κεφαλογιάννης, κ. Μανώλης Χριστοδουλάκης και Ορέστης Ομραν, έδωσαν το παρόν και αναφέρθηκαν σε πληθώρα ζητημάτων. Ο κ. Κεφαλογιάννης αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις νέες τεχνολογίες και την τεχνητή νοημοσύνη τονίζοντας ακόμη πως η Ελλάδα κινείται με άξονες τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα και την ελεύθερη οικονομία. Ο κ. Χριστοδουλάκης αναφέρθηκε στο γεγονός πως σύμφωνα με έρευνα, οι ελληνικές επιχειρήσεις αναφέρουν ως βασικά προβλήματα τη δυσκολία εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού με τεχνικές και ψηφιακές δεξιότητες, το υψηλό κόστος παραγωγής και εργασίας, καθώς και το έλλειμα στη δυνατότητα πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία. Ακόμη, μεταξύ άλλων, ανέφερε πως για να παρέχει κίνητρα η φορολογία θα πρέπει αυτά να έχουν αντίκρισμα μακροοικονομικό και να συνδέονται με την απασχόληση. Στο σημείο αυτό δίνοντας ένα παράδειγμα σύνδεσης των φορολογικών κινήτρων με την απασχόληση, μίλησε για την προοπτική του αντί ο εργοδότης να εκπίπτει το 100% του εργοδοτικού του κόστους, να εκπίπτει το 150%, υπερθεματίζοντας της θέσεως της Ε.ΕΝ.Ε για την ανάγκη σύνδεσης τέτοιων μέτρων ειδικά με επενδύσεις σε ψηφιακές δεξιότητες. Τέτοια κίνητρα αποτελούν έμμεσες μειώσεις του μη-μισθολογικού κόστους, και βρίσκουν την Ε.ΕΝ.Ε σύμμαχο και ένθερμο υποστηρικτή. Ο κ. Χριστοδουλάκης, υποστήριξε, επίσης, πως μέσω τις ενίσχυσης της απασχόλησης, δημιουργείται περιθώριο για την περαιτέρω μείωση του μη εργοδοτικού κόστους. Τέτοιες συγκεκριμένες προτάσεις που συνάδουν και αντανακλούν την έμφαση που δίνει η Ε.ΕΝ.Ε στην ανάγκη άμεσης μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, βρίσκουν την Ε.ΕΝ.Ε σύμμαχο και πολλαπλασιαστή φωνής. Τέλος, αναφέρθηκε στην ανάγκη μεταρρύθμισης της δικαιοσύνης, στην ανάγκη σύνδεσης του ακαδημαϊκά παραγόμενου έργου με την αγορά εργασίας και στην ανάγκη δημιουργίας δομών επανακατάρτισης του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και στην ανάγκη στροφής του μοντέλου της ελληνικής οικονομίας προς τον κλάδο της βιομηχανίας. Θέσεις που επίσης συνδέονται στενά με αυτές της Ε.ΕΝ.Ε και τις οποίες χαιρετίζει και καλωσορίζει η Ένωση.