Σχεδόν έναν χρόνο μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων σε ουκρανικό έδαφος και την εκρηκτική αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, η αξία του μαύρου χρυσού εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης, παραμένοντας τους τελευταίους τρεις μήνες κάτω από το φράγμα των 90 δολαρίων/βαρέλι.
Μάλιστα το τελευταίο διάστημα παρουσιάστηκε μια σημαντική αποκλιμάκωση και στις τιμές των υγρών καυσίμων με την αμόλυβδη βενζίνη στα αστικά κέντρα της χώρας μας να υποχωρεί στο 1,7 ευρώ/λίτρο και το πετρέλαιο κίνησης να πέφτει ακόμα και κάτω από το ψυχολογικό όριο του 1,5 ευρώ/λίτρο.
Βέβαια, η πτώση αυτή θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ήταν παροδική βλέποντας σήμερα την τιμή της αμόλυβδης βενζίνης να προσφέρεται στα περισσότερα πρατήρια της Ελλάδας σε τιμές που προσεγγίζουν πλέον το 1,9 ευρώ.
Το ευτύχημα στην προκειμένη περίπτωση είναι το γεγονός ότι το diesel ή αν προτιμάτε το πετρέλαιο κίνησης δεν ακολούθησε την ίδια πορεία, με την τιμή του ναι μεν να αυξάνεται μερικά λεπτά του ευρώ, παραμένοντας ωστόσο πολύ κοντά στο χαμηλό των τελευταίων 12 μηνών.
Η σταθεροποίηση του diesel στα σημερινά επίπεδα έχει διαμορφώσει μια αξιοσέβαστη διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους καυσίμου, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνει ακόμα και τα 20 λεπτά του ευρώ/λίτρο.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το φαινόμενο αυτό δεν εμφανίζεται μόνον στην ελληνική αγορά υγρών καυσίμων αλλά και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Γερμανία, όπου για πρώτη φορά η τιμή το diesel υποχώρησε κάτω από αυτή της αμόλυβδης βενζίνης.
Το ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι γιατί η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης φλερτάρει ξανά με το 1,9 ευρώ/λίτρο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ το diesel δείχνει να ανθίσταται στις… αυξητικές τάσεις των τελευταίων ημερών.
Ο σημαντικότερος λόγος που η τιμή του πετρελαίου παραμένει σε χαμηλά, τηρουμένων των αναλογιών επίπεδα, σχετίζεται με τον γνωστό στους περισσότερους κανόνα προσφοράς και ζήτησης.
Μολονότι οι προβλέψεις για τις διαθέσιμες ποσότητες πετρελαίου στην Ευρώπη ήταν δυσοίωνες, ειδικά μετά και την επιβολή εμπάργκο στη Ρωσία, η πτώση της ζήτησης εξαιτίας και των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν στη γηραιά ήπειρο τον φετινό χειμώνα, περιόρισαν τη ζήτηση του πετρελαίου έως και 15% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα της περσινής χρονιάς με αποτέλεσμα τα διυλιστήρια να αναγκαστούν να διατηρήσουν χαμηλά την τιμή της διάθεσής του.
Μάλιστα αν συνυπολογίσει κανείς ότι οι προμηθευτές πετρελαίου είχαν προετοιμαστεί για το χειρότερο δυνατό σενάριο, προσβλέποντας ακόμα και σε συνθήκες έλλειψης πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης στην Ευρώπη, τότε μπορεί να αντιληφθεί ότι η πίεση που δέχθηκαν από τις αδιάθετες ποσότητες ήταν ακόμα μεγαλύτερη.
Η πτώση της ζήτησης diesel έχει μία ακόμα εξήγηση, καθώς με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία εγκαταλείπει οριστικά τη λύση των πετρελαιοκινητήρων, προετοιμάζοντας το έδαφος για την πολυδιαφημισμένη ενεργειακή μετάβαση.
Η μείωση του στόλου των πετρελαιοκίνητων οχημάτων είναι δεδομένο ότι περιορίσει την κατανάλωση diesel, κάτι που με τη σειρά του θα πιέσει την τιμή του συγκεκριμένου καυσίμου σε χαμηλότερα επίπεδα.
Την ίδια πορεία πρόκειται ακολουθήσει και η αμόλυβδη βενζίνη, με δεδομένο ωστόσο ότι ο στόλος των βενζινοκίνητων αυτοκινήτων είναι πολύ μεγαλύτερος και ότι τα plug-in υβριδικά οχήματα κατά κανόνα εφοδιάζονται με κινητήρες βενζίνης, η πτώση της τιμής του συγκεκριμένου καυσίμου θα επέλθει με πιο αργούς ρυθμούς.
Με δεδομένο, πάντως, το γεγονός ότι μια πετρελαιοπαραγωγός χώρα με τη δυναμική της Ρωσίας παραμένει εκτός παιχνιδιού, ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι η τιμή του αργού πετρελαίου θα διατηρηθεί στα επίπεδα των 80 δολαρίων/βαρέλι και ότι δεν θα ζήσουμε ξανά στο μέλλον μια εκρηκτική αύξηση στις τιμές των υγρών καυσίμων.