Μία αρχαία πόλη, η οποία επί 1.500 χρόνια παρέμενε εγκαταλειμμένη, ανακαλύφθηκε Κεντρική Ιταλία. Ήταν μια πόλη που άκμασε στην Κεντρική Ιταλία, και η οποία χρονολογείται από την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα.

Η Interamna Lirenas, που βρίσκεται περίπου στα μισά του δρόμου μεταξύ Ρώμης και Νάπας, ήταν μια «ακμάζουσα» ρωμαϊκή πόλη που θα μπορούσε να φιλοξενήσει 2.000 ανθρώπους στην ακμή της, λένε οι ειδικοί. 

Παρά το γεγονός ότι οι αρχαιολόγοι τη δεκαετία του 1980 θεωρούσαν λανθασμένα ότι επρόκειτο απλώς για έναν μικρό οικισμό, τώρα ανακάλυψαν ότι ήταν μια μεγάλη πόλη με κατοικίες, ναό, λουτρά και με στεγασμένο θέατρο.

Σε αντίθεση με την Πομπηία και το Ηράκλειο, δεν καταστράφηκε από κάποια φυσική καταστροφή και εγκαταλείφθηκε μόνο τον 6ο αιώνα μ.Χ. λόγω της απειλής για επικείμενη εισβολή.

Οι ειδικοί επικεντρώθηκαν στην κεραμική και στα θεμέλια των κτιρίων που βρέθηκαν από τις ανασκαφές, καθώς και στα αποτελέσματα των γεωφυσικών ερευνών που έκαναν στο έδαφος. 

Οι ανασκαφές στην περιοχή ξεκίνησαν το 2010, αλλά μόλις τώρα δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα.

Ο δρ Alessandro Launaro της Σχολής Κλασικών Σπουδών, του Πανεπιστημίου του Cambridge ανέλαβε να καταγράψει τα αποτελέσματα της έρευνας που έχει διαρκέσει 13 χρόνια τώρα.

«Η Interamna Lirenas βρισκόταν σε στρατηγική θέση μεταξύ ενός ποταμού και ενός μεγάλου οδικού άξονα και ήταν ένας ακμάζων κόμβος στο περιφερειακό αστικό δίκτυο», είπε και πρόσθεσε «Θα ήταν πολύτιμη καθώς προσπαθούσε να εδραιώσει την υποστήριξη από όλη την Ιταλία, κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων».

«Η πόλη αυτή έπαιζε συνεχώς τα χαρτιά της σωστά, δημιουργούσε πάντα σχέσεις με κοινότητες μεταξύ Ρώμης και νότιας Ιταλίας, ενώ παράλληλα ευημερούσε ως εμπορικός κόμβος», ανέφερε ο καθηγητής.  Η Interamna Lirenas ιδρύθηκε το 312 π.Χ., κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (την εποχή πριν από την πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία).

Η πόλη κέρδισε την προστασία του Ρωμαίου στρατηγού Ιούλιου Καίσαρα το 46 π.Χ., δύο χρόνια πριν από τη δολοφονία του (η οποία οδήγησε στη δημιουργία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 27 π.Χ.). Αλλά η Interamna Lirenas εγκαταλείφθηκε τον 6ο αιώνα – περίπου 100 χρόνια μετά την παρακμή της αυτοκρατορίας.  Σύμφωνα με τον Δρ Launaro, η πόλη αυτή κατάφερε να “αντισταθεί στην τάση” της παρακμής της αυτοκρατορίας, αλλά το πώς ακριβώς, δεν είναι σαφές.

«Πιστεύουμε ότι τα τοπικά και περιφερειακά δίκτυα (πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά) αποδείχθηκαν πολύ ανθεκτικά και επέτρεψαν τη συνέχιση της ζωής», δήλωσε ο καθηγητής στην MailOnline.

Η Interamna Lirenas είχε μια σειρά από υπέροχα κτίρια που δεν υπάρχουν πλέον. Υπάρχουν μόνο τα θεμέλιά τους, που είναι πλέον ορατά μετά τις ανασκαφές.

Συγκεκριμένα, ένα στεγασμένο θέατρο, χτισμένο με μάρμαρο που εισήχθη από πολλές περιοχές της Μεσογείου. Είχε διαστάσεις περίπου 46 επί 26 μέτρα και εκτιμάται ότι ήταν αρκετά μεγάλο για να φιλοξενήσει 1.500 άτομα.

Τα στεγασμένα θέατρα ήταν αρκετά σπάνια στη ρωμαϊκή Ιταλία και θεωρούνταν σημαντική αναβάθμιση των υπαίθριων κατασκευών, σύμφωνα με τον Δρ Launaro. 

Δίπλα στο θέατρο βρισκόταν ένα δημόσιο κτίριο που ονομαζόταν βασιλική και συνήθως χρησιμοποιούνταν για κυβερνητικούς ή νομικούς σκοπούς. Η πόλη διέθετε επίσης τρία λουτρικά συγκροτήματα, το μεγαλύτερο από τα οποία διέθετε μια μεγάλη πισίνα που περιβαλλόταν από κάτι σαν στοά , σαν μία περίτεχνη βεράντα.

Όπως η Πομπηία και το Ηράκλειο, η Interamna Lirenas δεν παρουσιάζει σημάδια κοινωνικών διαστρωματώσεων ούτε διαχωρισμούς με βάση την κοινωνική θέση. Ήταν πυκνοκατοικημένη με σπίτια διαφόρων μεγεθών.  Συνολικά, 190 από τα κτίρια της πόλης (ή το 84%) ήταν μικρά (κάτω από 500 τετραγωνικά), 25 ήταν μεγαλύτερα (μέχρι 994 τετραγωνικά μέτρα και μόνο πέντε κτίρια ήταν πάνω από 994 τετραγωνικά.

Η αρχαιολογική ομάδα βρήκε επίσης 19 «κτίρια με αυλή», τα οποία πιστεύουν ότι μπορεί να χρησίμευαν ως κτίρια κλειστής αγοράς, συντεχνίες, πολυκατοικίες και δημόσιες αποθήκες.

Ο Δρ Launaro και οι συνεργάτες του δεν βρήκαν στρώμα τέφρας ή άλλα στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η πόλη καταστράφηκε βίαια όπως η Πομπηία και το Ηράκλειο (το σημερινό Ερκολάνο).

Αντιθέτως, οι κάτοικοι πιθανώς εγκατέλειψαν την πόλη τον 6ο αιώνα λόγω αυξανόμενης ανασφάλειας.