Mία εκπληκτική ανακάλυψη έκαναν αρχαιολόγοι με τη χρήση της τεχνικής LIDAR (Light Detection And Ranging). Συγκεκριμένα, ανακάλυψαν μία αρχαία χαμένη πόλη σε ένα πυκνό δάσος. 

Οι νέες τεχνολογίες λέιζερ που αξιοποιούνται από την αρχαιολογία προσφέρουν μοναδικές δυνατότητες για λεπτομερή ανάλυση και κατανόηση των ευρημάτων στα σημεία ανασκαφών. Η τεχνολογία LIDAR χρησιμοποιείται πλέον ευρέως στις αναλύσεις σημαντικών ευρημάτων και η τεχνολογία της, βασίζεται στην παλμική ακτινοβολία λέιζερ για τη δημιουργία τρισδιάστατων ψηφιακών αναπαραστάσεων. 

Όπως κάθε πρωτοποριακή τεχνολογία, η χρήση του LIDAR έχει οδηγήσει στην αμφισβήτηση ή την ανατροπή δεδομένων ή αντιλήψεων που κυριαρχούσαν έως σήμερα.

Αρχαιολόγοι από το Εθνικό Ινστιτούτο Ανθρωπολογίας και Ιστορίας (INAH), έφεραν στο φως αρχαίους οικισμούς των Μάγια στα πυκνά δάση της πολιτείας Καμπέτσε του Μεξικού, χρησιμοποιώντας προηγμένη τεχνολογία LIDAR.

Το έργο με τίτλο “Επέκταση του Αρχαιολογικού Πανοράματος των Κεντρικών Πεδινών Περιοχών των  Μάγια (Expanding the Archaeological Panorama of the Central Mayan Lowlands)”, εστίασε σε μια περιοχή στον δήμο Calakmul, όπου η ομάδα ανακάλυψε μέτριων διαστάσεων οικισμούς.

Με επικεφαλής τον  Ivan Šprajc, από το Κέντρο Ερευνών της Σλοβένικης Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, η ομάδα εξερεύνησε μια τεράστια, ακατοίκητη περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από υγρότοπους, γνωστούς τοπικά ως «bajos», και βραχώδη εδάφη.

Το δύσβατο περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από διακοπτόμενα κανάλια νερού και λεπτά στρώματα του εδάφους, κρίθηκε ακατάλληλο για εκτεταμένη γεωργική καλλιέργεια, η οποία πιθανώς συνέβαλε στον αραιό πληθυσμό και το μέτριο μέγεθος των οικισμών.

«Τα χαρακτηριστικά αυτής της περιοχής, με τα bajos και το βραχώδες ανάγλυφο της, δεν ευνοούν τη γεωργία, ενώ είναι υπεύθυνα για την αρχαία, αραιή της κατοίκηση, σε σύγκριση με τις γύρω περιοχές. Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου βαθμίδες εδάφους με καλλιέργειες  ή κανάλια στα bajos, ενώ οι οικισμοί που βρέθηκαν είναι μέτριοι, με λίγα σημαντικά κτίρια», ανέφερε ο Šprajc.

Η αρχαιολογική έρευνα, που κάλυψε περίπου 140 τετραγωνικά χιλιόμετρα μέσα στον προστατευόμενο βιότοπο “Balam Kú”, έφερε στο φως οικισμούς που χρονολογούνται από την Ύστερη και Tελική Κλασική Περίοδο (600-1000 K.E.).

Η φυσική εξερεύνηση ανέδειξε κάποιους εναπομείναντες τοίχους ή αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία, ενισχύοντας την εντύπωση που λέει ότι  η πολιτιστική ανάπτυξη ήταν λιγότερο περίτεχνη σε σύγκριση με άλλες περιοχές των Μάγια, όπως η Πετέν (Petén) στα νότια, και οι περιοχές Τσενές (Chenes) και Τσαττούν (Chactún) στα βόρεια και ανατολικά.

Παρά την έλλειψη μεγάλων αστικών κέντρων, η έρευνα του LIDAR εντόπισε ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένων ενδείξεων από ισοπέδωση, καθώς και την ύπαρξη πλατειών και πυραμιδικών κατασκευών.

Μια αξιοσημείωτη τοποθεσία, που ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1990, περιλάβανε μια πλατεία και μια πυραμιδική δομή, με ένα κανάλι κοντά της, το οποίο αποστράγγιζε το συσσωρευμένο νερό από την πλατεία.

Ένας άλλος χώρος περιλάμβανε ένα πολιτικό-τελετουργικό κέντρο με κτίρια ύψους μέχρι 13 μέτρα και ένα γήπεδο στον ανατολικό τομέα του, πιθανώς χρονολογούμενο από την Πρώιμη Κλασική περίοδο.