Μια μεγάλη επιτυχία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ένας σημαντικός σταθμός για τη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία, επιστρέφει στη σκηνή. Η φόνισσα, η όπερα του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Γιώργου Κουμεντάκη, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 2014 σημειώνοντας ιδιαίτερη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία, έρχεται στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στις 3, 5, 28 και 30 Δεκεμβρίου 2021.

Το ποιητικό κείμενο του Γιάννη Σβώλου βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Διευθύνει ο Βασίλης Χριστόπουλος, σκηνοθετεί ο Αλέξανδρος Ευκλείδης, ενώ τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει η Μαίρη-Έλεν Νέζη.

Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

 

Με τη σύνθεση της Φόνισσας το 2014, ο Γιώργος Κουμεντάκης δημιούργησε έναν απρόσμενο μουσικό κόσμο, εξελίσσοντας το προσωπικό μουσικό του ιδίωμα. Με τη μουσική του δεν επιχείρησε την αναβίωση της εποχής του έργου του Παπαδιαμάντη, αλλά μια «εσωτερική αναβίωση» του ψυχογραφήματος της ίδιας της Φραγκογιαννούς. H σύνθεση της όπερας ακολουθεί κάθε βήμα της Φόνισσας – άλλοτε εξωτερικεύει τον ψυχισμό της και άλλοτε βυθίζεται στους σκοτεινούς και ανήλιαγους διαδρόμους της ψυχής της. Είναι στιγμές που κυριαρχεί η απέραντη μοναξιά που βιώνει η Φραγκογιαννού και άλλοτε αναδύεται ο σαρκασμός που αποσυμπιέζει τη φορτισμένη πλοκή. «Άφησα τη μουσική να περιπλανηθεί και να εκφράσει αβίαστα και ελεύθερα τον ψυχισμό της Φραγκογιαννούς, φτάνοντας εκεί που δεν μπορεί να φτάσει η λογική», σημειώνει ο συνθέτης. Και συνεχίζει: «Προσπάθησα να πλησιάσω τις κρυφές πτυχές μιας ψυχοπαθολογικής (;), ψυχονευρωτικής (;), δυναμικής (;), αυταρχικής (;), σίγουρα σύνθετης προσωπικότητας που παίρνει μορφή μέσα από τη συγκλονιστική λογοτεχνική προσέγγιση του μέγιστου Παπαδιαμάντη. Πολύ συχνά μάλιστα, σβήνει η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πρωταγωνίστριας και συγγραφέα και γίνονται μέσα μου ένα και μόνο πρόσωπο. Όσο καιρό έγραφα τη Φόνισσα, προσπάθησα να ξεχάσω την εξωτερική της εμφάνιση, την ηλικία, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και να στραφώ να φτάσω τον νου που, όπως λέει ο Παπαδιαμάντης, “ψηλώνει”».

Η Φόνισσα εντάσσεται στην κατηγορία της Literaturoper, καθώς πρόκειται για όπερα απευθείας βασισμένη σε ένα λογοτεχνικό έργο. Ο Γιάννης Σβώλος, που υπογράφει το ποιητικό κείμενο, συμπύκνωσε την ιστορία της Φόνισσας στα ουσιώδη, κρατώντας ατόφιο τον λόγο του Παπαδιαμάντη. Η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, μια βασανισμένη μεσόκοπη γυναίκα που έχει αναλώσει τη ζωή της υπηρετώντας τους άλλους –γονείς, σύζυγο, παιδιά, εγγόνια–, απαυδισμένη και αντιλαμβανόμενη τη δυσμενή θέση των γυναικών σε φτωχές, αγροτικές κοινωνίες όπως η δική της, καταλήγει να πιστέψει ότι είναι αποστολή της να απαλλάξει τον κόσμο από τα κορίτσια. Ξεκινά στραγγαλίζοντας τη νεογέννητη εγγονή της και επαναλαμβάνει το φονικό, πνίγοντας και άλλα κορίτσια. Καταδιωκόμενη στα βουνά από τις αρχές, η Φραγκογιαννού αποφασίζει να εξομολογηθεί, αλλά χάνεται στη θάλασσα καθώς προσπαθεί να φτάσει στο ερημητήριο του Αγίου Σώστη.

Η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη επιχειρεί να αποδώσει με ποιητικό τρόπο το ψυχικό τοπίο της ηρωίδας. Η παράσταση ισορροπεί ανάμεσα στη μεγάλη κλίμακα που επιβάλλει η παρουσία χορωδιακών σχημάτων και πρωταγωνιστών και τη μικροκλίμακα του εσωτερικού μονολόγου της Φραγκογιαννούς. Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης σημειώνει: «Η όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη εστιάζει στον χαρακτήρα της Φόνισσας και αναδεικνύει, με τη χρήση της μουσικής, αυτό που είναι πολύ δύσκολο να αποδοθεί σε μια απλή σκηνική απόδοση του μυθιστορήματος: το ψυχικό τοπίο της ηρωίδας. Το στοίχημα της παράστασης είναι να αποδώσει αυτό ακριβώς το στοιχείο, υλοποιώντας επί σκηνής τον εφιαλτικό κόσμο της Φραγκογιαννούς. Έτσι, η όπερα αποδίδεται ως μονόδραμα, μέσα από το υποκειμενικό και διαταραγμένο βλέμμα της πρωταγωνίστριας. Άλλωστε, η Φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη ισορροπεί ανάμεσα στη μεγάλη και τη μικρή κλίμακα: χρησιμοποιεί τέσσερα χορωδιακά σχήματα και μεγάλη ορχήστρα για να αποδώσει τις λεπτές, εσωτερικές αποχρώσεις του ψυχισμού της ηρωίδας, που είναι το απόλυτο επίκεντρο της δράσης».

Το σκηνικό και τα κοστούμια του Πέτρου Τουλούδη συνθέτουν έναν σκοτεινό, υπόγειο, ενοχικό και γήινο κόσμο, όπου τα «πάθια» της Φραγκογιαννούς συνομιλούν με την υποβλητική φύση της Σκιάθου. Στη σκηνή αποτυπώνεται με μια ιδιαίτερη ματιά η ελληνικότητα και ο ανοιχτός ορίζοντας. Στη Β΄ Πράξη του έργου κατά την καταδίωξη τα πάντα αναποδογυρίζουν. Έτσι, αντί να τρέχει η Φόνισσα προς τα βουνά, όπως περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, στην παράσταση συμβαίνει το αντίθετο. Η Φόνισσα μένει ακίνητη και η φύση είναι αυτή που γυρίζει γύρω της, την περικυκλώνει και την πνίγει. Τους φωτισμούς υπογράφει ο Βινίτσιο Κέλι.

Διευθύνει ο διακεκριμένος αρχιμουσικός και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Βασίλης Χριστόπουλος. Την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής πλαισιώνουν τρεις μουσικοί επί σκηνής, καθώς και τέσσερα χορωδιακά σύνολα. Η ανδρική χορωδία στο βάθος της σκηνής, σε ρόλο ισοκράτη, εστιάζει στα δεινά της ανθρώπινης φύσης, ενώ μια πολυπληθής γυναικεία χορωδία λειτουργεί ως καθρέφτης της καθημερινότητας. Ένα ακόμα ολιγομελές γυναικείο φωνητικό σύνολο με τέσσερις μοιρολογίστρες ερμηνεύει χορωδιακά που βασίζονται στα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου. Η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ έχει τον ρόλο του παιδικού χορού που τροφοδοτεί την εγκληματική φύση της Φραγκογιαννούς. Τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ η Κωνσταντίνα Πιτσιάκου.

Τον εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο του τίτλου θα ερμηνεύσει η διακεκριμένη Ελληνίδα μεσόφωνος με τη διεθνή σταδιοδρομία Μαίρη-Έλεν Νέζη, η οποία έχει ερμηνεύσει πάνω από 40 πρωταγωνιστικούς ρόλους σε κορυφαία λυρικά θέατρα Ευρώπης, Αμερικής και Ασίας, παράλληλα με σημαντική πορεία στη δισκογραφία. Συμμετέχουν διακεκριμένοι και νεότεροι Έλληνες μονωδοί, όπως οι Άννα Στυλιανάκη, Τάσος Αποστόλου, Μυρτώ Μποκολίνη, Βαγγέλης Μανιάτης, Σοφία Κυανίδου, Φύλλη Γεωργιάδου, Γιάννης Χριστόπουλος, Γιάννης Γιαννίσης, Νίκος Στεφάνου, Μαριλένα Στριφτόμπολα, Στελίνα Αποστολοπούλου, Μιράντα Μακρυνιώτη, Γιώργος Παπαδημητρίου.