Η στήλη της Σιγκαπούρης βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο της χώρας. Η επιγραφή της στήλης φέρει ένα άγνωστο σύστημα γραφής το οποίο αποδίδει μια άγνωστη γλώσσα. 

Η πινακίδα αυτή, είναι ένα θραύσμα μίας μεγαλύτερης πλάκας, η οποία κάποτε υποδεχόταν τους επισκέπτες στις εκβολές του ποταμού της Σιγκαπούρης.

Το σημείο ανατινάχθηκε, το 1843, από τον βρετανικό στρατό, προκειμένου να χτιστεί ένα οχυρό. Η στήλη της Σιγκαπούρης, ανακαλύφθηκε το 1819, αλλά μετά εξαφανίστηκε.

Ο Σκωτσέζος αξιωματικός, αντισυνταγματάρχης James Law, εν μέσω διάχυτης αδιαφορίας για την τύχη της, κατάφερε  να διασώσει τρία θραύσματά της. Στη συνέχεια, τα έστειλε στο Μουσείο της Βασιλικής Ασιατικής Εταιρείας για εξέταση.

Τα θραύσματα έφθασαν στον προορισμό τους το 1848. Εν τω μεταξύ, είχαν εξαφανιστεί και άλλα τμήματα της πέτρας.

Το 1918, το Μουσείο Raffles της Σιγκαπούρης, ζήτησε απ’ το Μουσείο στην Καλκούτα να επιστρέψει τα θραύσματα. Τελικά, μόνο ένα απ’ αυτά επιστράφηκε.

Τίποτε δεν είναι γνωστό για τα υπόλοιπα κομμάτια της, τα οποία έχουν μάλλον εξαφανιστεί για πάντα.

Παρά την ονομασία της (Singapore stone), η πέτρα από ψαμμίτη, είναι κάτι παραπάνω από μία απλή πέτρα.

Παρά το όνομά της, αυτή η πλάκα από ψαμμόλιθο δεν είναι μια απλή «πέτρα». Ήταν κάποτε μέρος ενός μνημείου, μιας αρχαίας επιγραφής διαστάσεων 3 επί 3 μέτρα, που έφερε στην επιφάνειά της περίπου 50 γραμμές κειμένου.

Πολλές επιγραφές υποκύπτουν στη φθορά του χρόνου. Είναι επίσης, συχνό φαινόμενο, υπολείμματα αρχαιολογικών ευρημάτων να χάνονται-ένα γεγονός θλιβερό, αλλά αναπόδραστο.

Η στήλη της Σιγκαπούρης ωστόσο, δεν είναι ακόμη μία επιγραφή.

Αυτό καθώς, το σύστημα γραφής της είναι μοναδικό, δεν έχει βρεθεί πουθενά αλλού, ούτε έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλο κείμενο, ενώ εξακολουθεί να μην έχει αποκρυπτογραφηθεί.

Αδυνατώντας να κατανοήσουν το κείμενο της επιγραφής, οι ειδικοί δεν μπορούν να κάνουν σενάρια και εικασίες σχετικά με το χρονικό πλαίσιο της προέλευσής της.

Οι υποθέσεις κυμαίνονται από τον 10ο έως τον 13ο αιώνα, αλλά και πάλι δεν υπάρχει ομοφωνία.

Το γραπτό κείμενο της Σιγκαπούρης, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα της αποκρυπτογράφησης και της ιστορικής γλωσσολογίας της εποχής μας.

Η δυσκολία της μπορεί να παραλληλιστεί με το μυστήριο των πιο γνωστών, μη αποκρυπτογραφημένων συστημάτων γραφής, όπως της Γραμμικής Α’ και της γραφής Rongorongo, η οποία ανακαλύφθηκε τον 19ο αιώνα στο Νησί του Πάσχα.

Σύμφωνα με την επιστήμη της κρυπτογραφίας, όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση ενός κειμένου-επιτρέποντας τις συγκρίσεις, την ανάλυση επαναλήψεων, την αναγνώριση των μοτίβων-, τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες της αποκρυπτογράφησής του.

Το αντίθετο, οδηγεί σε αποτυχία. Αυτό ισχύει στην περίπτωση της στήλης της Σιγκαπούρης.

Το άγνωστο σύστημα γραφής, το οποίο μεταφέρει μία επίσης άγνωστη γλώσσα, είναι ο χειρότερος εφιάλτης κάθε κωδικοθραύστη.

Η ανθρώπινη εφευρετικότητα ωστόσο, έχει υπερβεί παρόμοιες δυσκολίες στο παρελθόν.

Το 1952, ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, αποκρυπτογράφησε τη  Γραμμική Β’, μελετώντας μία παρόμοια περίπτωση: ένα άγνωστο σύστημα γραπτής γλώσσας, τη Γραμμική Β’ , και μία άγνωστη γλώσσα, την Μυκηναϊκή.

Σχέδιο των τριών θραυσμάτων της πέτρας αμμόλιθου που άλλοτε έστεκε στις εκβολές του ποταμού της Σιγκαπούρης

Σχέδιο των τριών θραυσμάτων της πέτρας από ψαμμίτη που άλλοτε έστεκε στις εκβολές του ποταμού της Σιγκαπούρης

 

Ο Ventris είχε βέβαια στη διάθεσή του πολλά κείμενα, όμως το έργο φαινόταν ακατόρθωτο. Και όμως, έγινε. Μέχρι τώρα, η στήλη της Σιγκαπούρης «σιωπά».

Όμως, η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Xi’ an Jiaotong-Liverpool, προσπαθεί να την κάνει να «μιλήσει».