Αρχαίο ναυάγιο του 1ου αιώνα π.Χ. ανακαλύφθηκε από ψαράδες. Η εποπτεύουσα τον θαλάσσιο πλούτο αρχή, η Soprintendenza del Mare, σε συνεργασία με το Capo Murro Diving Center στις Συρακούσες, με επικεφαλής τον Fabio Portella, έχει τεκμηριώσει μία από τις σπουδαιότερες υποθαλάσσιες αρχαιολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων ετών στην Μεσόγειο. 

Χάρη σε μια αναλυτική, τρισδιάστατη φωτογραμμετρική μελέτη, έχει καταγράψει με ακρίβεια έναν βυθισμένο αρχαιολογικό χώρο, που βρίσκεται περίπου 5 χιλιόμετρα έξω από τις ακτές της Σικελίας, στα βαθιά νερά του φυσικού καταφυγίου Oasi Faunistica di Vendicari, στην επαρχία των Συρακουσών.

Το εύρημα αυτό αποτελείται από περίπου σαράντα αμφορείς, που αναπαύονται στον αμμώδη βυθό, οι περισσότεροι ευθυγραμμισμένοι στην αρχική διάταξη του φορτίου ενός αρχαίου πλοίου, πιθανώς εμπορικού τύπου. Πιστεύεται ότι τα λείψανα αυτού του πλοίου, μαζί με το υπόλοιπο φορτίο του, είναι ακόμη θαμμένα κάτω από την άμμο.

Η σημαντική αυτή αρχαιολογική ανακάλυψη δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη βοήθεια δύο ψαράδων από την Άβολα, οι οποίοι, τον Ιανουάριο του 2022 ανέφεραν την παρουσία αυτών των αντικειμένων στον βυθό της θάλασσας.

Οι πληροφορίες που παρείχαν οι ψαράδες, έδωσαν τη δυνατότητα στους αρχαιολόγους να εντοπίσουν την ακριβή τοποθεσία του αρχαίου ναυαγίου, σε βάθος 70 μέτρων, το οποίο απαιτούσε εξειδικευμένο καταδυτικό εξοπλισμό και την τεχνική εξειδίκευση της ομάδας του προσωπικού από το  Καταδυτικό Κέντρο Κάπο Μούρο, για την πραγματοποίηση μιας ασφαλούς και ενδελεχούς εξερεύνησης του χώρου.

Η κατάσταση διατήρησης των αμφορέων, του τύπου που είναι γνωστός ως Richborough 527, είναι αξιοσημείωτη και παρέχει μια σπάνια ευκαιρία για τη μελέτη των αρχαίων εμπορικών οδών της Μεσογείου.

Αυτός ο τύπος αμφορέα χαρακτηρίζεται από τη στιβαρή δομή του και τη συχνή χρήση του για τη μεταφορά διαφόρων αγαθών στην αρχαιότητα, καθιστώντας το ένα ουσιαστικό κομμάτι της μελέτης για τους αρχαιολόγους.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν

Η παρουσία αυτών των αμφορέων στα ιταλικά νερά, εγείρει συναρπαστικά ερωτήματα σχετικά με τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των αρχαίων μεσογειακών πολιτισμών, ιδιαίτερα όσον αφορά το ρόλο που διαδραματίζει το νησί Λίπαρι στην εξόρυξη και διανομή στυπτηρίας, ενός ορυκτού που είχε ιδιαίτερη αξία στην αρχαιότητα, ειδικά στην κλωστοϋφαντουργία ως σταθεροποιητής χρωμάτων, στις βαφές.

Η αναφορά στο Λίπαρι δεν είναι αυθαίρετη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι ανασκαφές στην περιοχή Πορτινέτι αποκάλυψαν επίσης αμφορείς αυτού του τύπου, μαζί με υπολείμματα στο εσωτερικό τους, τα οποία θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τη στυπτηρία.

Αυτό το ορυκτό είχε μεγάλη ζήτηση σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου, αλλά και πέρα από αυτήν, γεγονός που ενθάρρυνε την εξόρυξή της στο Λίπαρι και τη διανομή της μέσω ενός δικτύου θαλάσσιων εμπορικών οδών.

Ο Διόδωρος, ο Σικελός ιστορικός, αναφέρει στα γραπτά του τη δραστηριότητα της εξόρυξης στυπτηρίας στο Λίπαρι, μια λεπτομέρεια που επιβεβαιώνει την ιστορική και οικονομική σημασία αυτής της δραστηριότητας στην περιοχή.

Ερευνητές από το Soprintendenza del Mare ανέλαβαν μία ακόμη έρευνα για να επιβεβαιώσουν αν οι αμφορείς που βρέθηκαν στο ναυάγιο του Βεντικάρι μπορούν να συσχετιστούν με αυτούς που βρέθηκαν στο Λίπαρι και χρονολογούνται από τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. έως την εποχή του Αυγούστου.

Αυτή η συγκριτική ανάλυση θα μπορούσε να δώσει πολύτιμες απαντήσεις για την αρχαιότητα και τις θαλάσσιες οδούς, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι έμποροι για να μεταφέρουν στυπτηρία από το Λίπαρι σε διάφορα σημεία της Μεσογείου.