Τα μυστικά μίας αρχαίας φυλής πολεμιστών που έζησε πριν από 1.500 έτη αποκαλύπτονται μέσω ανάλυσης DNA. 

Οι ερευνητές ανακάλυψαν τα λείψανα του όγδοου αιώνα ενός αλόγου και ενός νεαρού άνδρα, ο οποίος είναι ένας από τους γιους του ιδρυτή της συγγενικής του μονάδας. 

Ερευνητές ανασκεύασαν τις σχέσεις μεταξύ σχεδόν 300 Αβάρων, δηλαδή των ατόμων μίας μυστηριώδους φυλής που έζησε πριν 1.500 έτη στην λεκάνη των Καρπαθίων.

Εκατοντάδες σκελετοί που βρέθηκαν σε νεκροταφεία στη Μεγάλη Πεδιάδα της Ουγγαρίας αποκαλύπτουν στοιχεία για εννέα γενιές Αβάρων, ενός μυστηριώδους πολιτισμού. Μια νέα ανάλυση των σκελετών δείχνει ότι οι άνδρες κατάγονταν από την φυλή, ενώ οι γυναίκες εισέρχονταν στην κοινότητα μέσω του γάμου. Επιπλέον ήταν σύνηθες για τους ανθρώπους της φυλής να έχουν αρκετούς συντρόφους παράλληλα.

H ανάλυση DNA

Σε έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature μία διεθνής ομάδα ερευνητών διενήργησε ανάλυση DNA σε 424 σκελετούς που βρίσκονται σε τέσσερα κοιμητήρια Αβάρων, στη σημερινή Ουγγαρία. Τα αποτελέσματα βοήθησαν τους ερευνητές να εντοπίσουν 298 άτομα που ήταν στενά συνδεδεμένα βιολογικά και χαρτογράφησαν οικογενειακά «δέντρα» έκτασης σχεδόν τριών αιώνων.

Οι Άβαροι εγκαταστάθηκαν στη λεκάνη των Καρπαθίων ξεκινώντας από τα μέσα του 6ου αιώνα. Ο πολιτικός πυρήνας αυτής της ομάδας περιελάμβανε έναν Χαγάνο, δηλαδή έναν πολιτικό ηγέτη, ο οποίος περιβαλλόταν από μία ελίτ ιππέων πολεμιστών και τις οικογένειές τους.

Ποιοι ήταν οι Άβαροι πολεμιστές

Αρχικά οι Άβαροι υπήρξαν νομάδες. Ωστόσο στις αρχές του 7ου αιώνα δημιούργησαν σταθερούς οικισμούς και έθαβαν τους νεκρούς τους σε μεγάλα νεκροταφεία, μερικές φορές σε εντυπωσιακούς τάφους γεμάτους όπλα, κοσμήματα και άλογα.

Οι Άβαροι είχαν υπό τον έλεγχο τους ένα μεγάλο βασίλειο που εκτεινόταν περίπου από την σημερινή Ουγγαρία έως τη Βουλγαρία. Η κυριαρχία τους έληξε γύρω στο 800 μ.Χ. όταν στο βασίλειο τους εισέβαλε ο Καρλομάγνος με τον στρατό του.

Οι Άβαροι δεν άφησαν γραπτή ιστορία και η γλώσσα τους διατηρείται μόνο από κάποιες λέξεις που έχουν περάσει σε λατινικά και ελληνικά κείμενα. Ωστόσο, έξι προηγούμενες έρευνες την τελευταία δεκαετία, προσπάθησαν να καθορίσουν την προέλευση των Αβάρων μέσω του DNA τους, βρίσκοντας τελικά σημαντικές γενετικές επιρροές από τον πληθυσμό της Ευρώπης, της Ευρασίας και της Βορειοανατολικής Ασίας.

Στη νέα μελέτη, η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε λογισμικό για τον υπολογισμό της γενετικής συγγένειας από τα αποτελέσματα του DNA. Διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σχετίζονταν με άλλους στο ίδιο νεκροταφείο και ότι η καταγωγή των γυναικών ήταν διαφορετική από αυτή των ανδρών, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι γυναίκες παντρεύτηκαν Αβάρους για να εισέλθουν στην κοινότητα.

Οι Άβαροι μοιράζονταν την ίδια σύντροφο

Συγκεκριμένα, οι γονείς των γυναικών δεν βρέθηκαν στα νεκροταφεία, ενώ οι άνδρες κατάγονταν από άλλους άνδρες που ήταν ιδρυτικά μέλη των οικογενειακών «δέντρων» τους. Συγγενικά άτομα ήταν σχεδόν πάντα θαμμένα μαζί.

«Αυτό υποδηλώνει ότι οι γυναίκες των Αβάρων έφυγαν από τα σπίτια τους για να ενωθούν με τις κοινότητες των συζύγων τους, κάτι που μπορεί να παρείχε κάποια κοινωνική συνοχή μεταξύ ξεχωριστών πατρογονικών φατριών», ανέφερε η Lara Cassidy, βοηθός έρευνας στο Τμήμα Γενετικής στο Trinity College του Δουβλίνου, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη.

Η γενετική ανάλυση αποκάλυψε ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες είχαν συνήθως παιδιά με περισσότερους από έναν συντρόφους. Η μελέτη επίσης παρείχε σαφή στοιχεία για μια πρακτική που ονομάζεται levvirate, όταν δηλαδή στενά συνδεδεμένοι άνδρες είχαν παιδιά με την ίδια γυναίκα, συχνά μετά το θάνατο ενός από τους άνδρες. Η ομάδα βρήκε τρία ζεύγη πατέρων και γιων, δύο ζεύγη αδελφών, και έναν θείο και έναν ανιψιό που είχαν μοιραστεί την ίδια σύντροφο.

«Όλα τα προαναφερθέντα φαινόμενα μας οδηγούν στο να υποθέσουμε ότι το τμήμα της κοινωνίας των Αβάρων που ερευνήσαμε είχε δομή συγκρίσιμη με αυτή των ευρασιατών κτηνοτρόφων της στέπας», ιδίως όσον αφορά την πατρογονικότητα ή την αρσενική καταγωγή, έγραψαν οι ερευνητές στη μελέτη τους.

Η κοινωνία των Αβάρων διατηρούσε την μνήμη των προγόνων της

Μελετώντας τις συγκεκριμένες γενεαλογίες, ή πατρικές οικογένειες, η ομάδα ανακάλυψε επίσης ότι, στο μεγάλο νεκροταφείο Rákóczifalva, υπήρχαν αλλαγές στη γενετική, στους διατροφικούς πόρους και στους τύπους τάφων κατά το δεύτερο μισό του 7ου, γεγονός που υποδηλώνει μια πολιτική μετάβαση, καθώς ο μία πατρική οικογένεια έπαιρνε την εξουσία από την άλλη.

«Αυτή η αντικατάσταση της κοινότητας αντικατοπτρίζει τόσο μια αρχαιολογική και διατροφική αλλαγή που ανακαλύψαμε στην ίδια την περιοχή, αλλά και μια μεγάλης κλίμακας αρχαιολογική μετάβαση που συνέβη σε ολόκληρη τη λεκάνη των Καρπαθίων», ανέφερε σε δήλωσή της η πρώτη συγγραφέας της μελέτης Zsófia Rácz, αρχαιολόγος στο Πανεπιστήμιο Eötvös Loránd της Βουδαπέστης.