Η είσπραξη μεγαλύτερου ποσού από την φορολογία, χωρίς να υπάρχουν επιπλέον φόροι, αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό της ΑΑΔΕ. Και η διαφορά αυτή θα πρέπει να καλυφθεί με εισπράξεις από την σύλληψη μέρους της φοροδιαφυγής.
Στο πλαίσιο αυτό οι εισπρακτικοί και ελεγκτικοί μηχανισμοί της ΑΑΔΕ ανεβάζουν ταχύτητα προκειμένου να εισπράξουν φόρους που συνολικά θα φτάσουν σε ύψος 60,76 δισ. ευρώ, εκ των οποίων επιπλέον 4,25 δισ. ευρώ θα είναι από μη φορολογικά έσοδα και έσοδα «υπολόγου».
Παράλληλα, η ΑΑΔΕ θα πρέπει να επιστρέψει στους φορολογούμενους φόρους συνολικού ύψους 6,588 δισ. ευρώ.
Έτσι λοιπόν με απόφαση του υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Χάρη Θεοχάρη καθορίζονται οι ποσοτικοί στόχοι εσόδων για είσπραξη από ΑΑΔΕ για το 2024, όπως αυτοί έχουν αποτυπωθεί στον προϋπολογισμό.
Συγκεκριμένα όπως ορίζεται στην απόφαση οι στόχοι είσπραξης εσόδων αλλά και επιστροφών φόρου θα πρέπει να υλοποιηθούν σωρευτικά και στο ακέραιο (ποσοστό επίτευξης 100%). Οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ θα πρέπει να εισπράξουν:
ΦΠΑ: Ποσό ύψους 24,391 δισ. ευρώ θα προέλθει από ΦΠΑ. Οι εισπράξεις προβλέπεται να είναι αυξημένες κατά 1,16 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2023 λόγω της αυξημένης κατανάλωσης, της ακρίβειας που επιμένει ειδικά στα τρόφιμα αλλά και των μέτρων περιορισμού της φοροδιαφυγής με την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS.
Φόρος εισοδήματος: Ποσό συνολικού ύψους 19,69 δισ. ευρώ από φόρο εισοδήματος. Στα 11,408 δις. ευρώ έχει υπολογιστεί ο φόρος εισοδήματος που θα πληρώσουν φέτος τα φυσικά πρόσωπα με τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους να καλούνται να καταβάλουν περισσότερους φόρους σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια λόγω του νέου τεκμαρτού τρόπου υπολογισμού των εισοδημάτων που απέκτησαν το 2023. Ο φόρος εισοδήματος για τις επιχειρήσεις προβλέπεται να ανέλθει φέτος σε 6,779 δις ευρώ.
ΕΝΦΙΑ: Συνολικό ποσό ύψους 2,453 δισ. ευρώ θα προέλθει από τον ΕΝΦΙΑ. Τα νέα εκκαθαριστικά του φόρου ακίνητης περιουσίας θα φτάσουν σε 7 εκατ. ιδιοκτήτες ακινήτων τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου. Ο ΕΝΦΙΑ φέτος θα μπορεί να εξοφληθεί σε 11 μηνιαίες δόσεις με την πρώτη να καταβάλλεται έως τις 30 Απριλίου 2024.
ΕΦΚ: Έσοδα 7,065 δισ. ευρώ θα προέλθει από Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης εκ των όποιων 4,102 δις. ευρώ θα προέλθουν από τα ενεργειακά προϊόντα, 2,237 δις. ευρώ από καπνικά προϊόντα.
Οι πιο «δυνατοί» μήνες από θέμα εισπράξεων και οι πιο δύσκολοι για τους φορολογούμενους, είναι ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Τον Ιούλιο θα πρέπει να εισπραχθούν 6,7 δις. ευρώ και 6,4 δις. ευρώ τον Αύγουστο. Αντίθετα ο μήνας με τις χαμηλότερες φορολογικές εισπράξεις αλλά και τις λιγότερες φορολογικές υποχρεώσεις είναι ο Μάρτιος καθώς προβλέπεται η είσπραξη περίπου 3,79 δισ. ευρώ.
Όπως σημειώνεται στην απόφαση Θεοχάρη:
Κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της επίτευξης των παραπάνω στόχων θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τυχόν παράγοντες που θα επηρεάσουν την εν γένει υλοποίηση. Ειδικότερα, η λήψη μέτρων ή η διαφοροποίηση φορολογικής ή δημοσιονομικής πολιτικής μετά την κατάρτιση του Προϋπολογισμού, καθώς και τυχόν εξωγενείς παράγοντες, θα ποσοτικοποιηθούν και θα εκτιμηθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών.
Ποσά εσόδων από μέτρα, παρεμβάσεις που δεν έχουν συνυπολογισθεί αφαιρούνται από το ποσό των εισπραχθέντων εσόδων (σε περίπτωση αύξησης των εσόδων) ή προστίθεται σε αυτό (σε περίπτωση μείωσης των εσόδων), κατόπιν ποσοτικοποιήσεων που θα εκτιμηθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών. Συγκεκριμένα:
(α) σε περίπτωση μέτρων, παρεμβάσεων αύξησης των εσόδων, από τα εισπραχθέντα έσοδα θα αφαιρείται κατά περίπτωση το χαμηλότερο ποσό μεταξύ της αρχικής εκτίμησης και της τελικής ποσοτικοποίησης της απόδοσης των παρεμβάσεων που ελήφθησαν μετά την κατάρτιση του προϋπολογισμού, δεδομένου ότι τυχόν υπεραπόδοση αυτών οφείλεται σε ενέργειες και δράσεις της ΑΑΔΕ, ενώ τυχόν αστοχίες και υποεκτέλεση της πραγματικής απόδοσης έναντι των αρχικών εκτιμήσεων δεν αποδίδεται στην ΑΑΔΕ,
(β) σε περίπτωση μέτρων, παρεμβάσεων ή παραγόντων μείωσης των εσόδων σε σχέση με τα προϋπολογισθέντα έσοδα θα προστίθεται κατά περίπτωση το υψηλότερο ποσό μεταξύ της αρχικής εκτίμησης και της τελικής ποσοτικοποίησης της.