Στη διαπίστωση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει άλλες καθυστερήσεις στην εφαρμογή του τρίτου προγράμματος, αλλά ούτε και μια νέα περίοδο «υπερβολικής πολιτικής αβεβαιότητας», καταλήγει η ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ- ESM) για το 2015, όσον αφορά την ελληνική οικονομία.
Στο εξασέλιδο κεφάλαιο για την Ελλάδα, η έκθεση του ΕΜΣ επισημαίνει ότι η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή του τρίτου προγράμματος θα βοηθήσουν τη χώρα να επιστρέψει στην οικονομική ανάπτυξη.
«Η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει άλλες καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος ή μια νέα περίοδο υπερβολικής πολιτικής αβεβαιότητας, εάν επιθυμεί η οικονομία της να επωφεληθεί πλήρως από τις βελτιώσεις που έχουν ήδη επιτευχθεί στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος προσαρμογής.
Η ελληνική κυβέρνηση και οι επίσημοι πιστωτές πρέπει να συνεχίσουν να χτίζουν τη σχέση εμπιστοσύνης και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει την πλήρη κυριότητα του προγράμματος», αναφέρει η έκθεση.
Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Αναγκαία μέτρα είναι, μεταξύ άλλων, η αναθεώρηση του φόρου εισοδήματος και η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, η μείωση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και ο εκσυγχρονισμός του τραπεζικού τομέα. Όσον αφορά το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, επισημαίνεται ότι θα πρέπει να προχωρήσει «χωρίς αδικαιολόγητες πολιτικές παρεμβάσεις».
Στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης, ο διευθυντής του ΕΜΣ, Κλάους Ρέγκλινγκ, τονίζει ότι το 2015 ήταν μια δύσκολη αλλά και επιτυχημένη χρονιά για τον ΕΜΣ, με την Ελλάδα να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση.
«Ενώ η Κύπρος βγήκε ενισχυμένη από το δανειακό πρόγραμμα του ΕΜΣ τον Μάρτιο του 2016 και οι άλλες πρώην μνημονιακές χώρες έλαμψαν ως οικονομικά φωτεινά σημεία, η Ελλάδα παραμένει εξαίρεση», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κ. Ρέγκλινγκ.
Συνεχίζοντας, ο διευθυντής του ΕΜΣ υπενθυμίζει ότι τον Ιανουάριο του 2015 η νέα ελληνική κυβέρνηση εξελέγη με την εντολή να βρει ένα εναλλακτικό τρόπο αντιμετώπισης των χρηματοοικονομικών προβλημάτων της χώρας.
«Αυτή η προσπάθεια κατέρρευσε τον Ιούνιο με τη λήξη του δεύτερου προγράμματος, χωρίς να πραγματοποιηθεί η τελική εκταμίευση και χωρίς να ακολουθήσει αμέσως ένα άλλο πρόγραμμα.
Αυτή η άκαρπη επιδίωξη να αναζητηθούν άλλες επιλογές κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 ήταν μια σοβαρή οπισθοδρόμηση για την ελληνική οικονομία που οδήγησε στο κλείσιμο των τραπεζών και στους ελέγχους κεφαλαίων, αλλά και στην ανατροπή πολλών από αυτά που είχαν επιτευχθεί με τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις σταμάτησαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ενώ κάποιες οπισθοχώρησαν.
Για παράδειγμα, η Ελλάδα απέτυχε να νομοθετήσει τους αναγκαίους νόμους για την εφαρμογή της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος και αποδυνάμωσε τις μεταρρυθμίσεις στη φορολογική διοίκηση.
Η θετική τάση όσον αφορά το δημοσιονομικό ισοζύγιο ανατράπηκε και το έλλειμμα μεγάλωσε και πάλι. Όλα αυτά απαίτησαν αργότερα νέα επώδυνα βήματα. Επιπλέον, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν πάνω από 50% μεταξύ Δεκεμβρίου 2014 και Ιουλίου 2015, επιβαρύνοντας περαιτέρω την ελληνική οικονομία».