Σε ύψη-ρεκόρ αναμένεται να παραμείνουν οι τιμές των τροφίμων το 2022 λόγω των αυξημένων τιμών ενέργειας, του αυξημένου κόστους ναυτιλίας, των καιρικών συνθηκών και της υψηλής ζήτησης συνδυασμένης με το ισχυρό δολάριο, σύμφωνα με τη Rabobank.
«Ο πληθωρισμός στον τομέα των τροφίμων δεν είναι παροδικός», ανέφερε η ομάδα αναλυτών του Carlos Mera. «Το 2022 θα έχει, πιθανώς, λιγότερες αναταραχές οφειλόμενες στον κορωνοϊό αλλά τα προβλήματα θα συνεχιστούν λόγω των αυξημένων τιμών γεωργίας. Οι τιμές δεν πρόκειται να επιστρέψουν στην κανονικότητα σύντομα», επισημαίνεται στη νέα έκθεση της δανικής τράπεζας που τιτλοφορείται «Hell in the Handbasket».
Ο ανάλογος δείκτης του ΟΗΕ βρίσκεται σε υψηλό δεκαετίας λόγω των καιρικών συνθηκών, των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδας και της έλλειψης εργατικού δυναμικού. Όλα αυτά τα προβλήματα έχουν δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις ανά τον πλανήτη, προκαλώντας ανησυχίες σε κεντρικούς τραπεζίτες και κυβερνήσεις.
Το αυξανόμενο κόστος ενέργειας και το πώς έχουν επηρεάσει τις τιμές λιπασμάτων, ώθησε επίσης στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων να προβούν σε προειδοποιήσεις για τους κινδύνους που διατρέχουν οι αναπτυσσόμενες χώρες λόγω του αυξημένου κόστους τροφίμων.
Τον Νοέμβριο, ο CEO της νορβηγικής εταιρείας λιπασμάτων Yara International ανέφερε ότι το ενεργειακό κόστος έγινε τόσο δυσβάσταχτο ώστε η εταιρεία αναγκάστηκε να μειώσει την παραγωγή αμμωνίας που είναι βασικό συστατικό για την παρασκευή λιπασμάτων, έως και 40%. Το κόστος παρασκευής ενός τόνου αμμωνίας ανέβηκε από τα 110 δολάρια το καλοκαίρι του 2020 στα 1.000 δολάρια το καλοκαίρι του 2021. Σύμφωνα με τον ίδιο, «θα βιώσουμε μια επισιτιστική κρίση».
Σύμφωνα με τη Rabobank πάντως, τα προβλήματα των υψηλών τιμών τροφίμων ενδέχεται να οδηγήσουν σε κοινωνικές αναταραχές: «Υπάρχει ήδη κοινωνικός αναβρασμός σε αρκετές χώρες, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί και να αυξηθεί το 2022».
Η Rabobank θεωρεί το κακάο, το καλαμπόκι και τη ζάχαρη ως προϊόντα άξια επενδύσεων. Παράλληλη αύξηση τιμών θα καταγράψει και ο σίτος, ενώ και η τιμή του καφέ βρίσκεται στα ύψη, καταγράφοντας ήδη υψηλό δεκαετίας.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση, αν υπάρχει ένα commodity που αντανακλά τις πιέσεις που ασκούνται στις παγκόσμιες τιμές τροφίμων και τους κινδύνους που ενέχουν αυτές οι πιέσεις, αυτό είναι το σιτάρι. Το προθεσμιακό συμβόλαιο σίτου στο Σικάγο βρίσκεται κοντά στα υψηλά εννέα ετών, ενώ παγκοσμίως, υπάρχει το μεγαλύτερο έλλειμμα σίτου από το 2012, αναφέρει ο Μέρα. Πρόκειται για το δεύτερο συνεχόμενο έτος έλλειψης, ενώ τα προηγούμενα χρόνια παραγόταν περισσότερος σίτος από αυτό που απαιτείτο με αποτέλεσμα να σχηματιστεί απόθεμα.
Η έλλειψη είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των καιρικών συνθηκών, με την ξηρασία και τις υψηλές θερμοκρασίες να πλήττουν τις χώρες που κρατούν τα ηνία στην παραγωγή σίτου, όπως ΗΠΑ, Καναδάς και Ρωσία.
Λόγω του ότι ο σίτος αποτελεί βασικό προϊόν που στηρίζει την επισιτιστική ασφάλεια, η αύξηση των τιμών του σιταριού μπορεί να έχει σοβαρές γεωπολιτικές συνέπειες.
«Είναι ένα εμπόρευμα όπου ο πληθωρισμός ή οι πολύ υψηλές τιμές προκαλούν τη μεγαλύτερη ανησυχία», ανέφερε ο Μέρα, τονίζοντας τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να περιορίσουν την έκθεση του αγοραστικού κοινού στις υψηλές τιμές. Η Ρωσία, ένας σημαντικός παραγωγός σιταριού, αύξησε τον φόρο εξαγωγής της στο σιτάρι, ώστε δώσει κίνητρα να παραμείνουν οι προμήθειες σίτου στη χώρα.
Η Rabobank προβλέπει ότι θα υπάρξει ένα μικρό πλεόνασμα σιταριού κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022, δεν θα σταθεί ωστόσο αρκετό για να αντισταθμίσει το έλλειμμα με το οποίο είναι φέτος αντιμέτωπος ο πλανήτης.