Η ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα έπειτα από την πανδημία του κορωνοϊού ήταν οι δύο βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στη σταθερή και σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Αυτό είχε αποτέλεσμα η Ελλάδα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα από το 2023 και να συνεχίζει να αναβαθμίζεται από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Τα τελευταία στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2024 δείχνουν ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 159,8% του ΑΕΠ από 169,4% ένα χρόνο πριν και από το 207% που είχε εκτιναχθεί λόγω της πανδημίας και των μέτρων στήριξης της οικονομίας στο τέλος του 2020.
Το ελληνικό χρέος εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, αλλά έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο μετά το 2012, όταν είχε μειωθεί στο 157,2% του ΑΕΠ μετά το «κούρεμα» 53,5% που είχε γίνει στα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, στο πλαίσιο του PSI.
Ακόμα, σύμφωνα με όλους τους οίκους αξιολόγησης έχει σαφή πτωτική τροχιά, με τον Scope Ratings να προβλέπει ότι ήδη από το 2026 θα είναι χαμηλότερο από το ιταλικό χρέος, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.
Μετά το 2012, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε έως το 2014, όταν έφτασε στο 180% του ΑΕΠ, για να κυμανθεί στη συνέχεια κοντά στο επίπεδο αυτό έως το 2019. Την τετραετία 2016-2019 σημειώθηκαν δημοσιονομικά πλεονάσματα - όχι μόνο πρωτογενή αλλά και μετά τον συνυπολογισμό των τόκων του δημόσιου χρέους - που συνέβαλαν στη σταθεροποίηση του χρέους, αλλά οι πολύ χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ στην περίοδο αυτή δεν επέτρεψαν κάποια σημαντική μείωσή του ως ποσοστό στο ΑΕΠ.
Ένας επιπλέον λόγος που δεν μειώθηκε το χρέος στην παραπάνω περίοδο ήταν ότι η Ελλάδα δανείστηκε το ποσό των 15,7 δισεκατομμυρίων ευρώ από τον ESM το 2018, για να έχει ένα ισόποσο δημοσιονομικό «μαξιλάρι» που θα διευκόλυνε την έξοδό της στις αγορές μετά την έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Το 2020 το χρέος αυξήθηκε καθώς η πανδημία οδήγησε στην ανάγκη στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέστειλε την εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να αντιμετωπισθεί η έκτακτη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί.
Όμως, καθώς η πανδημία υποχωρούσε και σταδιακά εξαλείφθηκαν οι σχετικές χρηματοδοτικές ανάγκες, το χρέος επανήλθε σε πτωτική τροχιά, ιδιαίτερα από το 2022, παρά το γεγονός ότι τη χρονιά αυτή υπήρξαν νέες δαπάνες για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων από τον αντίκτυπο της ενεργειακής κρίσης.
Σε απόλυτα ποσά, το χρέος είχε μειωθεί στα 303,9 δισ. ευρώ το 2012, μετά το κούρεμα των ομολόγων, για να αυξηθεί στα 317 δισ. ευρώ το 2017 και στα 334 δισ. ευρώ το 2018. Το 2022 αυξήθηκε περαιτέρω στα 356,8 δισ. ευρώ για να μειωθεί στα 355,9 δισ. στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2024.
Καθώς ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα έπρεπε να διατηρεί το δημοσιονομικό μαξιλάρι έχει πλέον εκλείψει, μιας και η χώρα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα και δανείζεται με καλούς όρους από τις αγορές, ο ESM αναμένεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να δώσει τη συγκατάθεσή του προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση του χρέους.
Η αρχή αναμένεται να γίνει από φέτος με την πρόωρη αποπληρωμή επιπλέον δόσεων δανείων που είχε πάρει η Ελλάδα από χώρες της Ευρωζώνης (GLF) στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου.
Στην αναβάθμιση της 12ης Ιουλίου των προοπτικών του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικές από σταθερές, ο οίκος αξιολόγησης Scope προέβλεψε ότι το χρέος θα μειωθεί στο 151,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2024 και θα υποχωρήσει στο 130,7% το 2029, στο χαμηλότερο επίπεδο από την αρχή της ελληνικής κρίσης (α' τρίμηνο του 2010).
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει, όπως ανέφερε πρόσφατα ο διοικητής της Γιάννης Στουρνάρας, ότι το ελληνικό χρέος θα μειωθεί στο 60% του ΑΕΠ σε περίπου 40 χρόνια, εφόσον διατηρηθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα κοντά στο 2% του ΑΕΠ και συνεχισθούν οι μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, ώστε να εξασφαλίζεται μία κατάλληλη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αποπληρωμής του χρέους και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης.