Γεγονός είναι από την Πέμπτη (6.6.2024) η πρώτη μείωση επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) από το 2019, επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες των αγορών και ανοίγοντας νέους δρόμους για την οικονομία.

Αν και η μείωση κατά 25 μονάδες βάσης είναι ένα μικρό μέγεθος μπροστά στο ράλι που ακολούθησε η ΕΚΤ την προηγούμενη διετία καθώς ακόμα το επίπεδο των επιτοκίων παραμένει υψηλό, είναι μία αφετηρία για την σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους του χρήματος, γεγονός που αναμένεται να έχει ευεργετικά επακόλουθα για τους πολίτες.

Μια βασική συνέπεια της μείωσης των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας είναι η διευκόλυνση της πρόσβασης των πολιτών στην πίστωση. Και αυτό γιατί μειώνονται τα επιτόκια με τα οποία οι τράπεζες αντλούν χρήμα από την ΕΚΤ, και κατά συνέπεια οι ίδιες διαμορφώνουν πιο ευνοϊκούς όρους πίστωσης προς τους δανειολήπτες.

Όπως έχει επισημάνει πρόσφατα σε ομιλία του και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης δεν θα μεταβληθεί αυτόματα καθώς σε πρώτη φάση θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις προγενέστερες αυξήσεις των δανειακών επιτοκίων.

Παρόλ’ αυτά, στη συνέχεια, η μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επιδράσει θετικά στην πιστωτική επέκταση σε μια προοδευτική βάση, λόγω των εκτιμώμενων χρονικών υστερήσεων.

Επιπλέον, όπως εκτιμά ο κ. Στουρνάρας, η αναμενόμενη επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας και η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού η οποία εκτιμάται πως θα συνεχιστεί, σε συνδυασμό με την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις και τον μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης των αυξημένων επιτοκίων πολιτικής στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων, θα συμβάλλουν σε περαιτέρω αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων.

Πρακτικά αυτό σημαίνει πως καθώς το χρήμα «φτηναίνει» και διοχετεύεται πιο εύκολα στην οικονομία και στους δανειολήπτες, αυξάνεται και το διαθέσιμο εισόδημά τους διευρύνοντας τις δυνατότητες αποταμίευσης.

Τι σημαίνει η αύξηση της αποταμίευσης για την ελληνική οικονομία

Όπως επισημαίνει και πάλι ο κ. Στουρνάρας, η αντιμετώπιση του «κενού αποταμίευσης», που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην ισχνή αποταμίευση των νοικοκυριών, αναμένεται θα έχει θετική αναπτυξιακή επίδραση στην οικονομία, καθώς σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης επενδύσεων πρέπει να προέλθει από τις εγχώριες αποταμιεύσεις, διαφορετικά επιβαρύνεται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Και αυτό γιατί, με δεδομένο το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των εξαγωγών, της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, ο διαθέσιμος χώρος για χρηματοδότηση επενδύσεων από ξένες αποταμιεύσεις χωρίς να επιστρέψει η χώρα σε υπερβολικά ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι σχετικά περιορισμένος.

Όπως μάλιστα συμπεραίνουν μελέτες η Ελλάδα χρειάζεται να αυξήσει το ποσοστό εθνικής αποταμίευσής της κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, ή περί τα 20 δισ. ευρώ, για να είναι δημοσιονομικά βιώσιμη.

Ως εκ τούτου, καθώς η μείωση των επιτοκίων μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό του «κενού αποταμίευσης», ενισχύοντας τις επενδύσεις, την παραγωγικότητα και την εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, ταυτόχρονα απομακρύνει δημοσιονομικούς «μπελάδες» που κόστισαν στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία.