Τα κέρδη του ομίλου της Εθνικής μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες αυξήθηκαν κατά 42,5% σε ετήσια βάση, σε €828 εκατ. το 2021, σύμφωνα με την ανακοίνωση της τράπεζας. Η ενίσχυση της κερδοφορίας μας αντανακλά τη βελτίωση των οργανικών εσόδων (+4,7% σε ετήσια βάση), τα ισχυρά κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις (€461 εκατ.), επωφελούμενα από την ανταλλαγή και πώληση κυρίως Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), τη σημαντική αποκλιμάκωση των λειτουργικών εξόδων (-6,4% σε ετήσια βάση), καθώς και την αποκλιμάκωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου.
Παύλος Μυλωνάς: Πολιτική συνετούς διανομής μερισμάτων στο εγγύς μέλλον
«Τα αποτελέσματα της πολυετούς προσπάθειας μετασχηματισμού της Εθνικής Τράπεζας είναι πιο εμφανή από ποτέ», δηλώνει ο CEO του ομίλου.
«Αξιοποιώντας την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη της χώρας, πετύχαμε υψηλή οργανική κερδοφορία, εντυπωσιακά αποτελέσματα στη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, καθώς και ανάπτυξη του ισολογισμού μας σε συνδυασμό με ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια, αντανακλώντας την επιτυχή μετάβαση της Τράπεζας σε ένα πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό μοντέλο λειτουργίας.
Ξεκινώντας με την ποιότητα του δανειακού μας χαρτοφυλακίου, η έκθεσή μας σε Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα στην Ελλάδα μειώθηκε σε €2,1 δισ. ή μόλις €0,5 δισ. μετά από προβλέψεις. Ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 6,9%, μειωμένος κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες σε ετήσια βάση, φέρνοντάς μας κοντά στον στόχο του 6% για το τέλος του 2022, ένα ολόκληρο χρόνο νωρίτερα από τον αρχικό σχεδιασμό.
Ταυτόχρονα, παρά τη συνεχιζόμενη ομαλοποίηση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021, οι οποίες διαμορφώθηκαν στις 68 μονάδες βάσης το Δ’ τρίμηνο 2021, ο εγχώριος δείκτης κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων από σωρευμένες προβλέψεις αυξήθηκε στο επίπεδο του 78%. Το χαμηλότερο κόστος προβλέψεων αντανακλά τις θετικές τάσεις στο ρυθμό μείωσης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, ως αποτέλεσμα του υψηλού ρυθμού επαναφοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ενήμερα (curings) και του χαμηλού ποσοστού νέων αθετήσεων δανείων (defaults), λαμβάνοντας υπόψη και τους πελάτες που είχαν ενταχθεί σε προγράμματα διευκόλυνσης καταβολής οφειλών (moratoria).
Σε επίπεδο κερδοφορίας, τα κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες σε επίπεδο Ομίλου ανήλθαν σε €833 εκατ., αυξημένα κατά 41% ετησίως, αποτυπώνοντας τις θετικές τάσεις σε όλους τους βασικούς τομείς κερδοφορίας της Τράπεζας.
Τα οργανικά κέρδη αυξήθηκαν κατά 40% περίπου ετησίως, στα €450 εκατ., υπερβαίνοντας τον στόχο, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των οργανικών εσόδων, της δραστικής περιστολής του κόστους και της αποκλιμάκωσης των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια, θέτοντας ισχυρές βάσεις για την επίτευξη του στόχου μας για οργανικά κέρδη ύψους €0,5 δισ. σε επίπεδο Ομίλου για το 2022.
Η αποφασιστική μείωση του κόστους, με τις δαπάνες προσωπικού να μειώνονται κατά 12% ετησίως, καθώς και η ανθεκτικότητα των καθαρών εσόδων από τόκους, τα οποία αυξήθηκαν κατά 3% ετησίως, αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που συνέβαλαν στη βελτίωση της κερδοφορίας, η οποία επωφελήθηκε και από την αύξηση των ενήμερων δανείων κατά €1,4 δισ. ετησίως.
Τέλος, όσον αφορά στην κεφαλαιακή επάρκεια, ο δείκτης CET1 αυξήθηκε κατά περίπου 120μ.β. σε ετήσια βάση, σε 16,9%, με τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας να ανέρχεται σε 17,5%, αποτυπώνοντας το όφελος τόσο από τη συναλλαγή Frontier που ενίσχυσε τα κεφάλαια της Τράπεζας κατά +150μ.β., όσο και από την ισχυρή κερδοφορία μας.
Η ολοκλήρωση της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής και η στρατηγική συνεργασία με την Evo Payments, με την πρώτη να αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός των προσεχών εβδομάδων και τη δεύτερη το Δ’ τρίμηνο 2022, θα ενισχύσουν τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας περαιτέρω κατά 160μ.β. περίπου, δημιουργώντας ισχυρά κεφαλαιακά αποθέματα στρατηγικής σημασίας.
Με το βλέμμα στραμμένο στο 2022 και τη μετέπειτα περίοδο, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εμφανίζονται ιδιαιτέρως ενθαρρυντικές, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες έχουν αυξηθεί σημαντικά λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας είναι ισχυρά και ακόμη και μέσα στη σημερινή διεθνή συγκυρία, η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει αξιοσημείωτη ανάπτυξη το 2022 και ακόμα καλύτερα αποτελέσματα το 2023 και το 2024. Ως εκ τούτου, οι στόχοι της ΕΤΕ παραμένουν φιλόδοξοι.
Ειδικότερα, φιλοδοξούμε να προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ποσοστό Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων ύψους 3% περίπου και να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε τον ρυθμό δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου, τόσο μέσω της περαιτέρω βελτίωσης των εσόδων, όσο και μέσω της μείωσης του λειτουργικού κόστους και της ομαλοποίησης των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια.
Στόχος μας η Απόδοση Ενσώματων Ιδίων Κεφαλαίων (RoTE) να αγγίξει διψήφιο ποσοστό. Η βελτιούμενη κερδοφορία μας και οι ισχυροί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αναμένεται να μας επιτρέψουν να υλοποιήσουμε μια πολιτική συνετούς διανομής μερισμάτων στο εγγύς μέλλον.
Η επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων προϋποθέτει ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές καθώς και από αυξανόμενες ανάγκες πελατών. Το Πρόγραμμα Μετασχηματισμού μας θα συνεχίσει να μας δίνει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την επίτευξη αυτής της αναγκαίας αλλαγής. Οι επενδύσεις μας στον τομέα της τεχνολογίας και οι άνθρωποί μας αποτελούν τα κρίσιμα συστατικά για την επιτυχή υλοποίηση του στόχου μας, να γίνουμε η Τράπεζα Πρώτης Επιλογής. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα, και ειδικότερα αυτά του 2021, επιβεβαιώνουν την ικανότητα και την αφοσίωσή μας στην επίτευξη των στόχων αυτών.»
Οπως ανακοίνωσε η τράπεζα
Τα οργανικά κέρδη ενισχύθηκαν σημαντικά κατά 49,6% σε ετήσια βάση, σε €465 εκατ., θέτοντας ισχυρές βάσεις για την επίτευξη του στόχου μας για οργανικά κέρδη ύψους €490 εκατ. περίπου σε επίπεδο Ομίλου το 2022.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 3,4% σε ετήσια βάση, στα €1,145 εκατ. το 2021, αντανακλώντας την αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και το όφελος από την ανατιμολόγηση του κόστους καταθέσεων (-15μ.β. σε ετήσια βάση το Δ’ τρίμηνο 2021) και την αυξημένη χρήση του Προγράμματος TLTRO III της ΕΚΤ. Η αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα επιταχύνθηκε το Δ’ τρίμηνο 2021 (+€1,0 δισ. σε τριμηνιαία βάση) και διαμορφώθηκε συνολικά σε €1,4 δισ. για το 2021, αντανακλώντας νέες εκταμιεύσεις δανείων ύψους €4,9 εκατ. (€2,1 δισ. το Δ’ τρίμηνο 2021), εκ των οποίων €4,0 δισ. αφορούν δάνεια Εταιρικής Τραπεζικής.
Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες διαμορφώθηκαν σε €269 εκατ. το 2021, ενισχυμένα κατά 10,4% σε ετήσια βάση, ως αποτέλεσμα της ισχυρής ανάκαμψης των προμηθειών στον τομέα Λιανικής (+9,7% σε ετήσια βάση) και Εταιρικής τραπεζικής (10,4% σε ετήσια βάση), καθώς και στις μη παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες (+13,8% σε ετήσια βάση). Τα ισχυρά αποτελέσματα της ΕΤΕ αντανακλούν την έντονη ανάκαμψη που σημειώθηκε στις εκταμιεύσεις δανείων αλλά και στην οικονομική δραστηριότητα γενικότερα, με αιχμή του δόρατος τις προμήθειες από τα ψηφιακά κανάλια (+25,8% σε ετήσια βάση), τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης (+15,4% σε ετήσια βάση) και τις κάρτες (+9,2% σε ετήσια βάση).
Τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα διαμορφώθηκαν σε €398 εκατ. το 2021, επωφελούμενα από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη σχετιζόμενα με την ανταλλαγή υφιστάμενων ΟΕΔ, καθώς και την πώληση χρεογράφων (κυρίως ΟΕΔ) και το κλείσιμο θέσεων σε παράγωγα προϊόντα το Α’ τρίμηνο 2021.
Οι λειτουργικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 6,4% σε ετήσια βάση, σε €719 εκατ. το 2021, αντικατοπτρίζοντας την εντυπωσιακή μείωση των δαπανών προσωπικού (-12,1% σε ετήσια βάση), η οποία απορρόφησε την αύξηση των αποσβέσεων, ως αποτέλεσμα των στρατηγικών επενδύσεων της Τράπεζας στον τομέα της πληροφορικής. Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης κόστους προς οργανικά έσοδα σημείωσε βελτίωση και διαμορφώθηκε σε 50,8% το 2021 σε σύγκριση με 56,8% το 2020.
Οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις διαμορφώθηκαν σε €27 εκατ. το Δ’ τρίμηνο 2021 (39μ.β. επί του μέσου όρου δανείων μετά από προβλέψεις), οδηγώντας τις προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις σε €230 εκατ. για το 2021, ήτοι 88μ.β. επί του μέσου όρου δανείων μετά από προβλέψεις.
Τα ΜΕΑ στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν σε €2,1 δισ. το Δ’ τρίμηνο 2021 από €3,7 δισ. το προηγούμενο τρίμηνο, αντανακλώντας την ταξινόμηση του χαρτοφυλακίου Frontier ΙΙ ως περιουσιακό στοιχείο προοριζόμενο προς πώληση και λοιπές πωλήσεις συνολικού ύψους €1,0 δισ., οργανικές ενέργειες (-€0,3 δισ. σε τριμηνιαία βάση) και λογιστικές διαγραφές (-€0,3 δισ. σε τριμηνιαία βάση).
Οι συνεχιζόμενες προσπάθειες της Τράπεζας για αναδιάρθρωση δανείων (restructurings), σε συνδυασμό την καλύτερη του αναμενομένου κατάσταση πληρωμών των πελατών που είχαν ενταχθεί σε προγράμματα διευκόλυνσης καταβολής οφειλών (ποσοστό κάτω του 4% βρίσκεται σε καθεστώς αθέτησης πληρωμών στο τέλος Φεβρουαρίου 2021), συντέλεσε στη διατήρηση ισχυρών ρυθμών αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (curings), η οποία διαμορφώθηκε σε €0,6 δισ. το 2021 από €0,3 δισ. το 2020. Η συνολική οργανική μείωση ΜΕΑ διαμορφώθηκε σε €0,7 δισ. το 2021, επιβεβαιώνοντας τον στόχο που έχει θέσει η Τράπεζα για σωρευτική οργανική μείωση ΜΕΑ ύψους €0,8 δισ. το 2021-2022.
Ο δείκτης ΜΕΑ στην Ελλάδα μειώθηκε σε 6,9% το Δ’ τρίμηνο 2021 από 11,9%2 το Γ’ τρίμηνο 2021. Ο δείκτης κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις ενισχύθηκε περαιτέρω σε 77,5% από 70,1% το προηγούμενο τρίμηνο.
Ο δείκτης CET1 ενισχύθηκε κατά 120μ.β. σε ετήσια βάση σε 16,9%3, ή 14,93 με πλήρη επίπτωση του ΔΛΠΧ9 (+210μ.β. σε ετήσια βάση), αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή κερδοφορία και τη θετική επίπτωση των συναλλαγών στα κεφάλαια της Τράπεζας. Ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (CAD) διαμορφώθηκε σε 17,5%3. Λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική συνεργασία με την EVO Payments, καθώς και την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής, ο δείκτης CET1 διαμορφώνεται σε 18% περίπου, με το Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας της Τράπεζας να ανέρχεται σε 19% περίπου.
Οι καταθέσεις του Ομίλου διαμορφώθηκαν σε €53,5 δισ. το Δ’ τρίμηνο 2021, ενισχυμένες κατά €1,9 δισ. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, αποτελώντας σχεδόν το 81% των συνολικών πηγών χρηματοδότησης της Τράπεζας. Στην Ελλάδα, οι καταθέσεις ανήλθαν σε €51,5 δισ. (+€2,0 δισ. σε τριμηνιαία βάση), αντανακλώντας τις ισχυρές εισροές των καταθέσεων όψεως και ταμιευτηρίου. Οι καταθέσεις στις διεθνείς δραστηριότητες διαμορφώθηκαν σε €1,9 δισ., σημειώνοντας μείωση €0,1 δισ. σε τριμηνιαία βάση. Σε σχέση με το 2020, οι καταθέσεις του Ομίλου ενισχύθηκαν κατά 9,0% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας τις εισροές καταθέσεων ύψους €4,6 δισ. στην Ελλάδα, παρά τη διαμόρφωση των επιτοκίων σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα.
Ο δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις το Δ’ τρίμηνο 2021 διαμορφώθηκε σε 56,1% στην Ελλάδα και σε 56,9% σε επίπεδο Ομίλου, ενώ οι δείκτες Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) και Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (NSFR) υπερβαίνουν κατά πολύ το ελάχιστο εποπτικό όριο του 100%.
Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα ύψους €11,6 δισ. το Δ’ τρίμηνο 2021 αντικατοπτρίζει τη συμμετοχή μας στο Πρόγραμμα TLTRO III. Επωφελούμενο από τους ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης του Προγράμματος TLTRO III της ΕΚΤ και τη συνεχή ανατιμολόγηση των καταθέσεων προθεσμίας, το κόστος χρηματοδότησης της Τράπεζας διαμορφώθηκε σε ελαφρώς αρνητικά επίπεδα το Δ’ τρίμηνο 2021, επιδρώντας θετικά στα καθαρά έσοδα από τόκους και το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο.