Ιστορική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώνει δανειολήπτη σε ελβετικό φράγκο σε μια κίνηση η οποία αναμένεται να επηρεάσει χιλιάδες Ευρωπαίους, ανάμεσα τους και ελληνικά νοικοκυριά, που έχουν «εγκλωβιστεί» στα συγκεκριμένα ενυπόθηκα δάνεια. Συγκεκριμένα δικαιώνει Πολωνό δανειολήπτη, ο οποίος άσκησε αγωγή εναντίον της τράπεζας και ανοίγει το δρόμο για αποζημιώσεις από τις πολωνικές τράπεζες.

Ήδη ερωτηθείσα η επικεφαλής της οικονομικής διεύθυνσης της Commerzbank, η οποία έχει εκτεταμένες δραστηριότητες στην Πολωνία μέσω της mBank, Bettina Orlopp, είπε ότι  ενδέχεται «να έχει αντίκτυπο» στο δεύτερο τρίμηνο της τράπεζας. Η Commerzbankέχει ήδη σχηματίσει προβλέψεις ή έχει προβεί σε πληρωμές ύψους περίπου 1,7 δισ. ευρώ (1,84 δισ. δολάρια) για την αντιμετώπιση του ζητήματος.

Η απόφαση για την Πολωνία τώρα μπορεί να αποτελέσει οδηγό και για τέτοια δάνεια που έχουν ληφθεί και στην Ελλάδα.

Η Πολωνία είναι μια από τις χώρες της Ευρώπης, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, όπου τα προηγούμενα χρόνια δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες είχαν λάβει στεγαστικά σε ελβετικό φράγκο, όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά και όταν η ισοτιμία με το ευρώ και άλλα εθνικά νομίσματα ήταν πολύ πιο ευνοϊκή. Στη συνέχεια όμως τα δεδομένα άλλαξαν, η ισοτιμία του φράγκου εκτοξεύτηκε, με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες αυτοί να κληθούν να πληρώνουν υπέρογκες δόσεις και πολλοί από αυτούς να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, με τις δικαστικές διαμάχες να κρατάνε πολλά χρόνια. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα στην Πολωνία δανειολήπτες δικαιώνονται επικαλούμενοι καταχρηστικούς όρους, με υποθέσεις να έχουν φτάσει έως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Ο γενικός εισαγγελέας του CJEU Άντονι Μάικλ Κόλινς έχει εκδώσει ήδη από το Φεβρουάριο μη δεσμευτική γνωμάτευση, σύμφωνα με την οποία έκρινε ότι σε περιπτώσεις όπου οι αμφισβητούμενες συμβάσεις στεγαστικών δανείων ακυρώνονται από τα τοπικά δικαστήρια, οι δανειστές δεν μπορούν να διεκδικήσουν πληρωμές πέρα από την επιστροφή του κεφαλαίου του δανείου.

Το ιστορικό της απόφασης

Το 2008, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του  δικαστηρίου «ένας καταναλωτής και η σύζυγός του συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με την Bank M. Το δάνειο ήταν συνδεδεμένο με το ελβετικό φράγκο  και οι μηνιαίες δόσεις ήταν καταβλητέες σε πολωνικά ζλότι  κατόπιν μετατροπής βάσει της τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου σύμφωνα με τον πίνακα συναλλαγματικών ισοτιμιών της Bank M. κατά την ημερομηνία καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης.

Εκτιμώντας ότι οι ρήτρες μετατροπής που καθορίζουν τη συναλλαγματική ισοτιμία είναι καταχρηστικές και ότι η σύμβαση αυτή η οποία τις περιέχει καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ο καταναλωτής άσκησε αγωγή κατά της Bank M. ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Βαρσοβίας. Ζητεί την καταβολή χρηματικού ποσού το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του κέρδους που αποκόμισε η Bank M., κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, χρησιμοποιώντας τα ποσά των μηνιαίων δόσεων του δανείου που είχαν καταβληθεί σε εκτέλεση της σύμβασης.

Προς στήριξη της αγωγής του, ο καταναλωτής προβάλλει ότι η Bank M. εισέπραξε τα ποσά αυτά χωρίς νόμιμη αιτία.

Το πολωνικό δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν η οδηγία που αφορά τις καταχρηστικές ρήτρες 1 καθώς και οι αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας παρέχουν στους συμβαλλομένους, στην περίπτωση σύμβασης ενυπόθηκου δανείου που ακυρώνεται διότι δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση επιπλέον της επιστροφής των ποσών που έχουν καταβληθεί βάσει της συμβάσεως αυτής και της καταβολής νόμιμων τόκων υπερημερίας από την

ημερομηνία όχλησης.

Η απόφαση του δικαστηρίου

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-520/21 | Bank M. (Συνέπειες της ακυρώσεως της σύμβασης)

«Σε περίπτωση» όπως αναφέρεται «ακυρώσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε αίτημα των καταναλωτών για την καταβολή αποζημίωσης από την τράπεζα, επιπλέον της επιστροφής των ποσών των μηναίων δόσεων που κατέβαλαν.

Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην προβολή από την τράπεζα ανάλογων αξιώσεων σε βάρος των καταναλωτών.