Σε αναβάθμιση των εκτιμήσεών της για την πορεία της ελληνικής οικονομίας φέτος προχωρά και η HSBC, ανεβάζοντας σε 7,5% από 4,5% πριν την αύξηση του ΑΕΠ, και ο λόγος δεν είναι άλλος από τις ισχυρές επιδόσεις που σημείωσε η Ελλάδα στο πρώτο εξάμηνο του έτους, επιστρέφοντας πλέον σε προ πανδημίας επίπεδα.

Η βρετανική τράπεζα μειώνει παράλληλα την εκτίμησή της για την ανάπτυξη το 2022, σε 5% από 6% λόγω της ισχυρότερης βάσης του 2021, επισημαίνοντας ωστόσο πως οι ισχυροί ρυθμοί της ελληνικής οικονομίας θα διατηρηθούν και το 2023 και θα κινηθούν πάνω από το 4% χάρη στην ώθηση από τον τουρισμό και τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.

    

Η Ελλάδα συνεχίζει να εντυπωσιάζει, όπως επισημαίνει, υπογραμμίζοντας την ισχυρή ανάπτυξη στο β’ τρίμηνο. Έτσι, το ΑΕΠ της Ελλάδας έχει ήδη ξεπεράσει το επίπεδο πριν από την κρίση, μια από τις πρώτες χώρες της ευρωζώνης που το πέτυχε αυτό, όπως τονίζει.

Βεβαίως, το ΑΕΠ της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι σχεδόν 20% χαμηλότερο από ό,τι στις αρχές του 2010, προτού η κρίση δημόσιου χρέους εξαφανίσει το ένα πέμπτο της παραγωγής της χώρας και η χαμηλότερη βάση θα μπορούσε να βοηθήσει στην ταχύτερη ανάκαμψη. Λαμβάνοντας όμως υπόψη την εξάρτηση της ανάπτυξης από τον τουρισμό ο οποίος ανακάμπτει αργά - το 2019 ο τομέας αντιπροσώπευε το 10% του ΑΕΠ σε εισπράξεις από το εξωτερικό και το 20% μετά την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της εγχώριας κατανάλωσης και επενδύσεων - ο άθλος της χώρας είναι ακόμα πιο εντυπωσιακός, τονίζει η HSBC.

    

Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, τον Ιούλιο, οι εισπράξεις ήταν 3,4 φορές υψηλότερες από πέρυσι, φτάνοντας το 61% του επιπέδου του 2019 (ο Ιούνιος ήταν 31%). Τον Αύγουστο, η διεθνής επιβατική κίνηση στα ελληνικά αεροδρόμια ήταν στο 77% του 2019, με τα πιο δημοφιλή νησιά να είναι σε ακόμα καλύτερα επίπεδα. Ωστόσο, ο Αύγουστος μπορεί να δει την ισχυρή ορμή να ξεθωριάζει λίγο.

Η Ελλάδα βίωσε σοβαρές πυρκαγιές στη νότια ηπειρωτική χώρα, οι οποίες, πέρα από την επανεισαγωγή ορισμένων περιορισμών COVID-19 σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς (Ζάκυνθος, Κρήτη), θα μπορούσαν να αποθαρρύνουν τους τουρίστες. Πράγματι, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες ανέφεραν ακυρώσεις μεγάλης κλίμακας για τον Σεπτέμβριο.

    

Πέρα από τον τουρισμό, τα πράγματα φαίνονται ελπιδοφόρα για την υπόλοιπη οικονομία. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ESI) επιταχύνθηκε σε υψηλό 18 μηνών τον Αύγουστο (113,0), πριν χαλαρώσει ελαφρώς τον Σεπτέμβριο (σε 109,5), ενώ ο δείκτης μεταποίησης PMI σηματοδότησε τον Αύγουστο την ισχυρότερη επέκταση στον εδώ και 20 χρόνια (59,3) και μειώθηκε ελαφρώς τον Σεπτέμβριο (58,4). Εν τω μεταξύ, ο πληθωρισμός παραμένει σχετικά συγκρατημένος (1,2% ετησίως τον Αύγουστο), επομένως δεν θα πρέπει να επηρεάσει πολύ την εγχώρια κατανάλωση.

    

Η HSBC αναφέρεται και στην πρόσφατη 11η αξιολόγηση της Κομισιόν, η οποία κατέληξε ότι η Ελλάδα έκανε τις απαραίτητες ενέργειες για να εκπληρώσει τις μεταρρυθμιστικές της δεσμεύσεις. Ωστόσο, η έκθεση σημειώνει καθυστερήσεις σε τομείς όπως η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους, που έχουν αυξηθεί ελαφρώς, και η επεξεργασία των εκκρεμοτήτων των υποθέσεων αφερεγγυότητας των νοικοκυριών.

Η επόμενη αξιολόγηση (που συνδέεται με 0,7 δισ. ευρώ για μέτρα ελάφρυνσης του χρέους) αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους. Το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας (αντίστοιχα 9,7% και 205,6% του ΑΕΠ το 2020), αυξήθηκαν μέσα από την κρίση.

    

Μέχρι στιγμής φέτος, παρά την ισχυρή ανάκαμψη, το έλλειμμα ήταν 2% υψηλότερο από πέρυσι (5,2% του ΑΕΠ τον Ιανουάριο-Ιούνιο, από 3,2%) λόγω των υψηλότερων δαπανών. Αυτό αντανακλά εν μέρει τα μέτρα ανακούφισης από τις πυρκαγιές (0,3% του ΑΕΠ) και την περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση που ανακοινώθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου.

Η HSBC εκτιμά πως φέτος το έλλειμμα θα ανέλθει στο 10,5% του ΑΕΠ και το 6,5% το επόμενο. Εάν το έλλειμμα παραμείνει μόνιμα υψηλότερο από ό, τι πριν από την κρίση, αυτό θα μπορούσε να απαιτήσει ορισμένα μέτρα εξυγίανσης για την επίτευξη των μεταμνημονιακών στόχων, όπως επισημαίνει.

    

Παράλληλα η HSBC αναφέρει πως η Ελλάδα έχει ήδη λάβει μία πρώτη προπληρωμή 4 δισ. Ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, με την κυβέρνηση να επιβεβαιώνει πρόσφατα ότι σκοπεύει να ολοκληρώσει και τα 15 ορόσημα μεταρρύθμισης που απαιτούνται για να ξεκλειδώσει την επόμενη δόση 4,1 δισ. ευρώ. Συνολικά, η χώρα λάβει 31 δισ. ευρώ από το ταμείο έως το 2026, κάτι που η κυβέρνηση πιστεύει ότι θα μπορούσε να ωθήσει το ΑΕΠ κατά 7% μέχρι τότε.

    

Σε ό,τι αφορά τους κινδύνους γύρω από την Ελλάδα, η HSBC αναφέρει πως συμμετέχει στο PEPP της ΕΚΤ παρά το γεγονός ότι δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, οπότε εάν το PEPP λήξει τον επόμενο Μάρτιο, όπως αναμένει, πιθανότατα θα χάσει την πρόσβαση στο QE. Η ΕΚΤ χορήγησε επίσης στην Ελλάδα προσωρινό waiver (μέχρι τον Ιούνιο του 2022), ώστε τα ελληνικά κρατικά ομόλογα να είναι επιλέξιμα ως εγγύηση στις πράξεις χρηματοδότησης της ΕΚΤ.

    

Αν η Ελλάδα μπορεί να κλείσει γρήγορα το έλλειμμά της, και λαμβάνοντας υπόψη τα υψηλά ταμειακά της αποθέματα, η HSBC δεν θεωρεί ότι η απώλεια πρόσβασης στο QE θα πρέπει απαραίτητα να αποτελεί ανησυχία για τις αγορές. Αλλά η απώλεια του waiver από την πίστωση θα μπορούσε δυνητικά να είναι πιο προβληματική, καθιστώντας πιο δύσκολο για τις τράπεζες να αξιοποιήσουν τα δάνεια TLTRO και επηρεάζοντας τη ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς για τα ελληνικά ομόλογα.

Μέχρι στιγμής ο αντίκτυπος της πανδημίας στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών ήταν περιορισμένος, αλλά η Κομισιόν έχει προειδοποιήσει ότι ο πλήρης αντίκτυπος μπορεί να μην είναι σαφής πριν από το 2022, όταν λήξουν οι εγγυήσεις του δημόσιου τομέα. Στα θετικά, οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται και τώρα είναι στα 166,7 δισ. ευρώ, σχεδόν 30 δισ. ευρώ υψηλότερα από ό, τι πριν από δύο χρόνια, καταλήγει η HSBC.