Στο σύμπαν του ωφελιμισμού, ένα σφυρί αξίζει περισσότερο από μία μουσική συμφωνία, ένα μαχαίρι περισσότερο από ένα ποίημα, ένα γαλλικό κλειδί περισσότερο από έναν πίνακα...
Τώρα πια η Ευρώπη μοιάζει με θέατρο στην σκηνή του οποίου εμφανίζονται καθημερινά κυρίως πιστωτές και οφειλέτες.
Tου Nuccio Ordine*
Δεν υπάρχει πολιτική συγκέντρωση ή συνάντηση κορυφής όπου η εμμονή των ισολογισμών να μην είναι το μοναδικό θέμα της ημερήσιας διάταξης. Σε έναν στρόβιλο που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, οι λογικές ανησυχίες για την αποπληρωμή των δανείων μεγεθύνονται σε τέτοιο σημείο ώστε να προκαλούν συνέπειες διαμετρικά αντίθετες από τις επιθυμητές.
Ναι, είναι πολύ πιο εύκολο να καταλάβει κανείς την αποτελεσματικότητα ενός εργαλείου ενώ είναι δυσκολότερο να κατανοήσει σε τί μπορεί να χρησιμεύσουν η μουσική, η λογοτεχνία ή η τέχνη. Έτσι, όταν έγραψα το «Χρησιμότητα του αχρήστου», σε μία πολύ πιο οικουμενική προοπτική, θέλησα να βάλω στο επίκεντρο των στοχασμών μου την ιδέα της χρησιμότητας εκείνων των γνώσεων των οποίων η ουσιαστική αξία είναι παντελώς ελεύθερη από οποιονδήποτε ωφελιμιστικό στόχο.
Υπάρχουν γνώσεις οι οποίες –ακριβώς λόγω της αφιλοκερδούς φύσης τους, που είναι μακρυά από κάθε εμπορικό και πρακτικό περιορισμό– μπορούν να παίξουν βασικό ρόλο στην καλλιέργεια του πνεύματος και της πολιτισμικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ χρήσιμο ό,τι μάς βοηθά να γίνουμε καλύτεροι.
Η λογική όμως του κέρδους ναρκοθετεί τις βάσεις των θεσμών (σχολεία, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, εργαστήρια, μουσεία, βιβλιοθήκες, αρχεία) και εκείνους τους κλάδους (ουμανιστικούς και επιστημονικούς) των οποίων η αξία θα έπρεπε να ταυτίζεται με αυτήν καθαυτή την γνώση, ανεξάρτητα από το γεγονός αν παράγουν άμεσα κέρδη ή πρακτικά οφέλη. Βεβαίως, πολύ συχνά τα μουσεία ή οι αρχαιολογικοί χώροι μπορούν να είναι και πηγές μεγάλων εσόδων.
Όμως η ύπαρξή τους, αντίθετα απ’ ό,τι μερικοί θα ήθελαν να μάς κάνουν να πιστέψουμε, δεν μπορεί να καθορίζεται από την επιτυχία των εισπράξεων. Η ζωή ενός μουσείου ή μίας αρχαιολογικής ανασκαφής, όπως επίσης και αυτή ενός αρχείου ή μίας βιβλιοθήκης, είναι ένας θησαυρός που η κοινότητα οφείλει να συντηρεί με κάθε κόστος.
Ιδού λοιπόν γιατί δεν είναι αλήθεια ότι σε καιρούς οικονομικής κρίσης όλα επιτρέπονται. Έτσι όπως για τους ίδιους λόγους δεν είναι αλήθεια ότι οι ταλαντεύσεις των spread μπορούν να δικαιολογήσουν την συστηματική καταστροφή κάθε πράγματος που θεωρείται άχρηστο με τον οδοστρωτήρα της ακαμψίας και της γραμμικής περικοπής των εξόδων.
Τώρα πια η Ευρώπη μοιάζει με θέατρο στην σκηνή του οποίου εμφανίζονται καθημερινά κυρίως πιστωτές και οφειλέτες. Δεν υπάρχει πολιτική συγκέντρωση ή συνάντηση κορυφής όπου η εμμονή των ισολογισμών να μην είναι το μοναδικό θέμα της ημερήσιας διάταξης.
Σε έναν στρόβιλο που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, οι λογικές ανησυχίες για την αποπληρωμή των δανείων μεγεθύνονται σε τέτοιο σημείο ώστε να προκαλούν συνέπειες διαμετρικά αντίθετες από τις επιθυμητές.
Το φάρμακο της σκληρής λιτότητας, όπως έχουν παρατηρήσει και πολλοί οικονομολόγοι, αντί να θεραπεύσει τον ασθενή, μοιραία τον αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο.
Χωρίς να αναρωτιούνται για ποιους λόγους οι επιχειρήσεις και τα κράτη χρεώνονται (η λιτότητα, περιέργως, δεν καταπολεμά την διαφθορά αλλά, αντίθετα, διευρύνει τους μυθικούς μισθούς πρώην πολιτικών, μάνατζερ, τραπεζιτών και μεγαλοσυμβούλων!), οι πολλαπλοί σκηνοθέτες αυτής της ύφεσης ουδόλως ενοχλούνται από το γεγονός ότι εκείνοι που πληρώνουν είναι κυρίως η μεσαία τάξη και οι οικονομικά πιο αδύναμοι, εκατομμύρια αθώα ανθρώπινα όντα που χάνουν την αξιοπρέπειά τους.
Το θέμα δεν είναι να αγνοήσει κανείς ανοήτως τις ευθύνες των λογαριασμών που παραμένουν ανοιχτοί. Αλλά επίσης δεν είναι δυνατόν να μην λάβει υπ’ όψιν του την συστηματική καταστροφή οποιασδήποτε μορφής ανθρωπισμού και αλληλεγγύης: οι τράπεζες και οι χρεώστες απαιτούν χωρίς οίκτο, όπως ο Σάϋλοκ στον Έμπορο της Βενετίας, τις λίβρες ζωντανής σάρκας όποιου δεν μπορεί να αποπληρώσει το δάνειο.
Έτσι, με σκληρότητα, πολλές επιχειρήσεις (που για δεκαετίες εκμεταλλεύτηκαν την ιδιωτικοποίηση των κερδών και την κοινωνικοποίηση των ζημιών) απολύουν τους εργάτες, ενώ οι κυβερνήσεις περιορίζουν τις θέσεις εργασίας, την παιδεία, την κοινωνική μέριμνα για τους ανήμπορους και για την δημόσια υγεία.
Το «δικαίωμα να έχουμε δικαιώματα» –για να θυμηθούμε ένα σημαντικό δοκίμιο του Στέφανο Ροντοτά, του οποίου ο τίτλος αναφέρεται σε μία φράση της Χάννα Άρεντ– υποτάσσεται ντε φάκτο στην κυριαρχία της αγοράς, με τον κίνδυνο να διαγραφεί σιγά-σιγά οποιαδήποτε μορφή σεβασμού για το άτομο.
Μεταμορφώνοντας τους ανθρώπους σε εμπόρευμα και σε χρήμα, ο αρρωστημένος αυτός οικονομικός μηχανισμός γέννησε ένα τέρας, χωρίς πατρίδα και οίκτο, που θα καταλήξει να αρνηθεί και στις μέλλουσες γενιές κάθε μορφή ελπίδας.
Και τότε, όταν η απερήμωση του πνεύματος θα μάς έχει πλέον εξαντλήσει, θα είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστούμε ότι ο ανόητος homo sapiens θα μπορούσε ακόμα να παίξει έναν ρόλο για να κάνει πιο ανθρώπινη την ανθρωπότητα.
*Καθηγητής ιταλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας, συγγραφέας του βιβλίου «Η χρησιμότητα του αχρήστου» (εκδόσεις Άγρα)
ΠΗΓΗ: http://www.europeanbusiness.gr