Ετήσια ανάπτυξη 2,3%, παρόμοια με το 2023, αναμένει φέτος το ΙΟΒΕ, αποδίδοντάς την ώθηση στην ενίσχυση των επενδύσεων (+19,2%, πάγιες επενδύσεις +8,8%) και την ανθεκτική στις πληθωριστικές πιέσεις κατανάλωση των νοικοκυριών (+2,2%, συνολική κατανάλωση +1,3%). Για το 2025 εκτιμά παρόμοια με φέτος σε μέγεθος ετήσια ανάπτυξη, της τάξης του 2,4%.

Το ΙΟΒΕ, στις αναθεωρημένες του εκτιμήσεις, προβλέπει επίσης επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με την αύξηση των εισαγωγών κατά +5,8% να υπεραντισταθμίζει την αύξηση των εξαγωγών κατά +1,8%. Τονίζει ότι σημαντικοί κίνδυνοι απορρέουν από μία πιθανή μεγάλη αύξηση των διεθνών τιμών ενέργειας με αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής και την αποκλιμάκωση των επιτοκίων, το διευρυμένο έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, τη διατήρηση του πληθωρισμού και της αβεβαιότητας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, για το 2025 εκτιμά ανάπτυξη της τάξης του 2,4%. Ως προς τις συνιστώσες, οι πάγιες επενδύσεις αναμένεται να υπερβούν την φετινή τους επίδοση, με υψηλότερη ετήσια διεύρυνση το 2024 (+11,0%) ενώ η κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί (+1,2%).

Το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο αναμένεται να μειωθεί, αν και σε υψηλά επίπεδα, με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να αυξάνονται ετησίως το 2024 κατά +4,0% και +2,9% αντιστοίχως.

Κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο νέος Πρόεδρος του ΙΟΒΕ, κ. Γιάννης Ρέτσος, καλωσορίζοντας τους παρευρισκόμενους στην παρουσίαση της Έκθεσης, αναφέρθηκε στη «μεγάλη ευθύνη που ανέλαβε, για τη συνέχιση της παράδοσης αριστείας που χαρακτηρίζει το Ίδρυμα. Υπό τη συνεπή ηγεσία του Νίκου Βέττα, στόχος είναι η συνέχιση της σημαντικής δουλειάς που γίνεται και η περαιτέρω ενίσχυση του ΙΟΒΕ σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Ό,τι παράγει το ΙΟΒΕ, δεν είναι απλώς αριθμοί και στατιστικά δεδομένα, είναι εργαλεία τεράστιας αξίας για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία συνολικά», κατέληξε.

Παράλληλα, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Καθηγητής Νίκος Βέττας, επεσήμανε την ενίσχυση των ρυθμών μεγέθυνσης βραχυχρόνια σε Ελλάδα και Ευρώπη, αλλά και των ανησυχιών  μεσοπρόθεσμα.

Μεταξύ άλλων, σημείωσε:

  • Η παγκόσμια οικονομία μεγεθύνεται με σταθερό ρυθμό, ο οποίος ωστόσο είναι ήπιος και

    παρουσιάζει υψηλή ετερογένεια μεταξύ χωρών. Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται επιτάχυνση στην

    Ευρώπη, από σημαντικά χαμηλότερο όμως τρέχοντα ρυθμό μεγέθυνσης.
  • Ο πληθωρισμός και τα επιτόκια υποχωρούν σταδιακά, με ταχύτερο ρυθμό από ότι αναμενόταν. Οι εμπορικές ροές εμφανίζονται ανθεκτικές στους διεθνείς κλυδωνισμούς.
  • Παρά την αποφυγή της «απότομης προσγείωσης» της διεθνούς οικονομίας, οι διεθνείς εστίες αβεβαιότητας εντείνονται. Κλιμακώνονται οι γεωπολιτικές εντάσεις και παραμένουν εμπόλεμες ζώνες στην ευρύτερη περιοχή ανατολικά της Ευρώπης, ελλοχεύει ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης σε αγορές ενέργειας και κεφαλαίων, ενώ καταγράφεται αύξηση δημοσίου χρέους και ελλειμμάτων σε ανεπτυγμένες οικονομίες και χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης.
  • Η ελληνική οικονομία καταγράφει σημαντικά θετικές επιδόσεις. Βραχυχρόνια, οι ρυθμοί μεγέθυνσης συνεχίζουν να είναι υψηλότεροι των μέσου όρου στην Ευρώπη, και παράλληλα επιτυγχάνονται συστηματικά οι δημοσιονομικοί στόχοι.
  • Μεσοπρόθεσμα, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με κρίσιμες προκλήσεις. Υπάρχει

    ανάγκη για ισχυρότερη δυναμική των παραγωγικών επενδύσεων, επαναφορά της ισορροπίας

    στο εξωτερικό ισοζύγιο, όπως μέσα από ενίσχυση των εξαγωγών και της εγχώριας αποταμίευσης, καθώς θα παραμένει διασφαλισμένη η δημοσιονομική σταθερότητα μεσοπρόθεσμα.
  • Η ελληνική οικονομία καλείται να προσαρμοστεί σε κεντρικές διεθνείς τάσεις, στην κατανάλωση, στις επενδύσεις και στο διεθνές εμπόριο. Η ανθεκτικότητα κατανάλωσης υπήρξε

    διεθνής τάση που σταδιακά φθίνει. Υπάρχει πίεση σε Ελλάδα και Ευρώπη για τόνωση των επενδύσεων (π.χ. προτάσεις έκθεσης Draghi), με έμφαση σε τεχνολογίες αιχμής. Παράλληλα, το διεθνές εμπόριο έχει αυξήσει τον βαθμό συσχέτισης και εξάρτησης των οικονομιών μεταξύ τους. Ανάγεται σε άμεση προτεραιότητα για την ελληνική οικονομία η εξειδίκευση της παραγωγής σε περιοχές υψηλής αξίας και καινοτομίας, προκειμένου να καταστεί λιγότερο ευάλωτη σε επόμενες διεθνείς αναταράξεις.