Οι Έλληνες, ακόμη και κατά την περίοδο των γιορτών του Πάσχα έχουν υιοθετήσει την τελευταία διετία, εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων και ακρίβειας νέες συνήθειες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Το πασχαλινό τραπέζι γίνεται μικρότερο, οι αγορές περιορίζονται ενώ μειωμένο εμφανίζεται και το ποσοστό όσων επιλέγουν να ταξιδέψουν εκτός των αστικών κέντρων, όπως προκύπτει από την έρευνα που πραγματοποίησε το ΙΕΛΚΑ.
Το πασχαλινό τραπέζι
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας το 43% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι θα συμμετέχει σε μεγάλα οικογενειακά τραπέζια άνω των 10 ατόμων. Το ποσοστό είναι αυξημένο σε σχέση με το 40% του 2023, αλλά σαφώς μειωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο 67% που καταγράφηκε το 2019. Το 33% δηλώνει ότι θα σουβλίσει αρνί έναντι 32% το 2023, όταν το 2019 το ποσοστό ήταν στο 67%. Αντίθετα το ψήσιμο στο φούρνο καταγράφεται αυξημένο από 40% σε 46%.
Μειωμένο είναι και το ποσοστό που δηλώνει ότι θα κάνει πασχαλινό γεύμα σε κάποιο εστιατόριο(9% έναντι 12% το 2023). Την ίδια στιγμή αυξάνεται το ποσοστό των καταναλωτών που επιλέγουν να φτιάξουν μόνοι τους γλυκά και πασχαλινά εδέσματα< αντί να τα αγοράσουν. Το ποσοστό που θα φτιάξει γλυκά στο σπίτι ανεβαίνει από το 43% στο 50% και το βάψιμο αυγών ανεβαίνει από το 62% στο 79%.
Αγορές και ταξίδια
Όσον αφορά στις συνολικές δαπάνες του Πάσχα, μεσοσταθμικά εκτιμάται ότι ανά νοικοκυριό θα ανέλθουν φέτος σε 190 ευρώ και συγκεκριμένα, 120 ευρώ για είδη παντοπωλείου και 70 ευρώ για άλλα είδη, όπως π.χ. δώρα.
Με βάση τις απαντήσεις των καταναλωτών αναμένεται να παραμείνουν σταθερές με μία τάση μείωσης. Συγκεκριμένα το 40% εκτιμά ότι θα μειώσει τις αγορές του, ενώ το 34% ότι θα τις αυξήσει. Το 26% θεωρεί ότι θα μείνει αμετάβλητη. Η πλειονότητα των αγορών θα γίνει τη Μεγάλη Εβδομάδα και μόνο το 35% θα κάνει τις αγορές νωρίτερα. Το 4% θα κάνει τις αγορές του ερχόμενο Σαββατοκύριακο, το 53% την Μεγάλη εβδομάδα και το 9% την τελευταία στιγμή.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα τέλος, 1 στα 4 νοικοκυριά (26%) δηλώνει ότι θα ταξιδέψει το Πάσχα εκτός των αστικών κέντρων σε χωριό ή νησί. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό την προηγούμενη δεκαετία έφτανε ακόμα και το 53%.