Εκατομμύρια φορολογούμενοι που κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους αποκτούν εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματικές δραστηριότητες και εκμετάλλευση ακινήτων πρέπει και φέτος να εξοφλούν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, δηλαδή με τραπεζικές κάρτες ή μέσω e-banking, δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών ώστε έως το τέλος του έτους, οι ηλεκτρονικές αυτές πληρωμές να καλύψουν το 30% των ετησίων εισοδημάτων τους από τις συγκεκριμένες πηγές.
Εάν έως τις 31-12-2023 δεν έχουν καλύψει το 30% του ετησίου εισοδήματος από τις πηγές αυτές με ηλεκτρονικές πληρωμές δαπανών θα κληθούν να καταβάλουν το 2024, με τα εκκαθαριστικά των δηλώσεων φόρου εισοδήματος για το 2023, επιπλέον φόρο ίσο με το 22% της ακάλυπτης διαφοράς.
Εξαίρεση από τον κανόνα του 30% ισχύει για ορισμένες ειδικές περιπτώσεις φορολογουμένων που είναι υπερχρεωμένοι. Οι φορολογούμενοι αυτοί θα πρέπει να καλύψουν μικρότερα ποσοστά, της τάξεως του 20% ή και χαμηλότερα.
Επίσης, για φορολογούμενους που ανήκουν σε ορισμένες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, όπως οι ηλικιωμένοι, οι ανάπηροι και μακροχρονίως νοσηλευόμενοι, καθώς και για ορισμένες άλλες ομάδες πολιτών ισχύει πλήρης εξαίρεση από την υποχρέωση εξόφλησης δαπανών συνολικού ύψους 30% του ετησίου εισοδήματος με κάρτες ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Αναλυτικά, οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 15 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013), που ισχύουν και για το φορολογικό έτος 2023, προβλέπουν τα εξής:
Κάθε φορολογούμενος που είναι μισθωτός, συνταξιούχος, κατά κύριο επάγγελμα αγρότης ή αυτοαπασχολούμενος, καθώς και κάθε φορολογούμενος με εισοδήματα από ενοίκια ακινήτων πρέπει να έχει πραγματοποιήσει έως το τέλος του τρέχοντος έτους δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών συνολικού ύψους ίσου με ποσοστό 30% του ετησίου ατομικού πραγματικού εισοδήματός του. Οι δαπάνες αυτές για να αναγνωριστούν θα πρέπει να εξοφληθούν με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (προπληρωμένες κάρτες,πληρωμές μέσω e-banking κ.λπ.) και να έχουν εκδοθεί γι’ αυτές και οι σχετικές αποδείξεις λιανικών συναλλαγών.
To ανώτατο όριο του ποσού των δαπανών που πρέπει να έχουν εξοφληθεί έως το τέλος του τρέχοντος έτους με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ανέρχεται σε 20.000 ευρώ.
Όσοι φορολογούμενοι θα έχουν πραγματοποιήσει εντός του 2023 δαπάνες για πληρωμές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και ΕΝΦΙΑ, για τοκοχρεωλυτικές δόσεις δανείων και για ενοίκια, οι οποίες υπερβαίνουν αθροιστικά το 60% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος πρέπει να καλύψουν ποσοστό όχι 30% αλλά 20% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος με δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Προϋπόθεση όμως για να ισχύσει αυτό το μειωμένο ποσοστό είναι οι δαπάνες για φόρους, δάνεια και ενοίκια να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Σε κάθε φορολογούμενο του οποίου έχει κατασχεθεί τραπεζικός λογαριασμός, το απαιτούμενο όριο δαπανών περιορίζεται κατ’ ανώτατο όριο στις 5.000 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση φορολογουμένου ο οποίος δεν θα καταφέρει να πραγματοποιήσει το απαιτούμενο συνολικό ποσό ηλεκτρονικών πληρωμών δαπανών, το «ακάλυπτο» ποσό θα φορολογηθεί με 22%, το 2024 όταν θα γίνει η εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης για τα εισοδήματα του 2023. Π.χ. σε περίπτωση που το ετήσιο ατομικό εισόδημα ανέρχεται σε 10.000 ευρώ, το απαιτούμενο ποσό δαπανών έτους 2023 ανέρχεται σε 3.000 ευρώ (30% των 10.000 ευρώ). Αν ο φορολογούμενος που έχει αυτό το εισόδημα πραγματοποιήσει συνολικό ποσό ηλεκτρονικών πληρωμών δαπανών 1.000 ευρώ, τότε θα χρεωθεί με επιπλέον φόρο 22% επί της «ακάλυπτης» διαφοράς των 2.000 ευρώ, δηλαδή θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον φόρο 440 ευρώ (2.000 ευρώ Χ 22%).
Στις δαπάνες που λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη ποσοστού έως 30% του ετησίου πραγματικού εισοδήματος περιλαμβάνονται τα περισσότερα από τα καθημερινά, μηνιαία και ετήσια έξοδα κάθε νοικοκυριού, όπως οι δαπάνες για αγορές τροφίμων, ποτών, ρούχων, παπουτσιών, κλινοσκεπασμάτων, χαρτικών ειδών, τσιγάρων, ειδών υγιεινής και καθαριότητος, για αγορές ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών συσκευών, επίπλων και άλλων διαρκών ειδών οικιακής χρήσης, οι δαπάνες για παντός είδους υπηρεσίες επισκευών, καθώς και τα έξοδα για πληρωμές λογαριασμών ΔΕΚΟ και κοινοχρήστων, για δίδακτρα, νοσήλια και ασφάλιστρα. Εξαιρούνται οι πληρωμές για ενοίκια, δάνεια, φόρους και τέλη υπέρ του Δημοσίου, καθώς και οι δαπάνες για αγορές ακινήτων, αυτοκινήτων, δικύκλων (πλην ποδηλάτων), σκαφών, αεροπλάνων, αεροσκαφών, αποταμιευτικών και επενδυτικών προϊόντων (μετοχών, ομολόγων κ.λπ.). Ειδικά οι δαπάνες για ιατρικές επισκέψεις υπολογίζονται εις διπλούν για την κάλυψη του 30% του εισοδήματος. Συγκεκριμένα, λαμβάνονται υπόψη στο 200% της αξίας τους οι δαπάνες για την καταβολή αμοιβών σε ιατρούς, οδοντίατρους, ορθοδοντικούς, οστεοπαθητικούς, χειροπράκτες, οφθαλμίατρους, χειροποδιστές και ποδολόγους.
Πρόσθετη έκπτωση φόρου σε 20 κατηγορίες επιτηδευματιών
Από το ετήσιο συνολικό ατομικό εισόδημα που αποκτά φέτος κάθε φυσικό πρόσωπο θα αφαιρεθεί το 30% των δαπανών που θα πραγματοποιήσει φέτος μέσω ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής (πιστωτικών ή χρωστικών καρτών ή καρτών πληρωμών κ.λπ.) για να εξοφλήσει τις αμοιβές σε 20 συγκεκριμένες κατηγορίες επιτηδευματιών: σε κτηνιάτρους, υδραυλικούς, ψυκτικούς, συντηρητές θέρμανσης, ηλεκτρολόγους, σοβατζήδες, πλακάδες, λοιπά οικοδομικά επαγγέλματα, εκμεταλλευτές ταξί, κομμωτές, γραφεία κηδειών, ινστιτούτα αισθητικής, καθαρίστριες, φωτογράφους, σχολές χορού, γυμναστήρια, δικηγόρους, παιδαγωγούς, οικιακές βοηθούς και γυμναστήρια.
Το συνολικό ποσό που εκπίπτει δεν μπορεί να υπερβεί τα 5.000 ευρώ.
Ως εκ τούτου, με δεδομένο ότι ο ανώτατος συντελεστής του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων παραμένει και για τα εισοδήματα του 2023 στο 44%, το ποσό έκπτωσης φόρου που μπορούν να καρπωθούν οι φορολογούμενοι από την εφαρμογή του μέτρου αυτού δεν μπορεί να υπερβεί τα 2.200 ευρώ.
Ωστόσο, η έκπτωση αυτή που δόθηκε ως κίνητρο στους φορολογούμενους για να υποχρεώνουν τους παραπάνω επιτηδευματίες να τους εκδίδουν αποδείξεις, δεν λειτουργεί, δεν αποδίδει. Αναμένεται δε να αναθεωρηθεί, καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων οι φορολογούμενοι προτιμούν να γλιτώνουν τον αναλογούντα ΦΠΑ 24% αποδεχόμενοι τη μη έκδοση αποδείξεων που τους «προτείνουν» πολλοί εκ των συγκεκριμένων κατηγοριών επιτηδευματιών.