Όπως τον γνωρίζω, τριάντα πέντε χρόνια τώρα, ο Αλέξανδρος, αναγνώστης του Βολταίρου και του Επίκουρου, έχει συνειδητοποιήσει ότι «το ανθρώπινο είδος είναι το μόνο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει»...
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Από τον Οκτώβριο του 1982, που πρωτομιλήσαμε επί μακρόν στο Οβιέδο, πρωτεύουσα της περιοχής των Αστούριας στην Ισπανία, με την ευκαιρία της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων στην πόλη αυτή, με τον Αλέξανδρο Βέλιο είχαμε πάντα άριστες φιλικές σχέσεις. Τρέφω δε ιδιαίτερη εκτίμηση στο πρόσωπό του γιατί, από κάθε άποψη, είναι κύριος.
Ο Αλέξανδρος δεν βάζει τρικλοποδιές, γιατί τις απεχθάνεται και τις καταγγέλλει. Δεν μιλάει από πίσω, γιατί αυτό δεν αρμόζει στην κουλτούρα του. Λέει ξεκάθαρα την γνώμη του, προσπαθεί να την τεκμηριώσει και σε όποιον αρέσει. Δεν έγλυψε ποτέ, αλλά ούτε και δέχθηκε να μπει σε ομάδες αυλοκολάκων και άλλων ερπετών που συνήθως προσπαθούν να διεισδύσουν σε αρθρώσεις της εξουσίας.
Σκεπτικιστής, ενίοτε κυνικός, με βαθειά μόρφωση και αγάπη για το διάβασμα και άρα το βιβλίο, ο Αλέξανδρος μού αρέσει γιατί «συλλογάται ελεύθερα». Είναι ένας φίλος που πάντα δίνει τεράστιο βάρος στην διάπλαση του πνεύματος –γιατί αυτή είναι ο πιο ελεύθερος και διασκεδαστικός τρόπος να ζήσουμε. Υπό αυτή την έννοια, πιστεύω ότι ο Αλέξανδρος είναι ελεύθερος από φόβο και ενοχές.
Ο φόβος είναι πολύ βολικός για να επιβληθεί μία εξουσία και να λειτουργήσει ομαλά μία πειθαρχημένη κοινωνία. Ο φόβος μάς κάνει να παρατηρούμε την ζωή απ’ έξω, παρά να την ζούμε. Είμαστε έτσι θεατές, μάλλον, παρά ενεργοί συμμετέχοντες. Ο φόβος είναι ένα εργαλείο ελέγχου που οδηγεί ενίοτε στην Φωλιά του Κούκου. Η ενοχή επίσης σημαίνει αποφυγή του παρόντος. Είναι μάλλον στο πλευρό της εξουσίας, παρά της ελευθερίας. Επιβάλλει έτσι υψηλά κριτήρια στην ζωή, ώστε η μεταμέλεια για πράξεις που έγιναν στο παρελθόν να οδηγεί στην ενδυνάμωση της απόφασης για καλύτερη συμπεριφορά στο μέλλον.
Αυτή την «νοητική επιταγή», απ’ όσο γνωρίζω, ο Αλέξανδρος την έφερε στα δικά του μέτρα –και καλά έκανε. Όσο χαμηλώνουμε τον πήχη των απαιτήσεών μας, είναι ευκολότερο να αγκαλιάσουμε την χαρά και να δώσουμε μία θετική διάσταση στην αταξία. Η τελειότητα δεν υπάρχει και αυτοί που την επιβάλλουν σαν ιδέα άλλα πράγματα έχουν κατά νουν.
Από αυτά που προηγούνται, έχω την εδραία πεποίθηση ότι, για μιαν ακόμη φορά, ο Αλέξανδρος Βέλιος θέλησε να ξεφύγει από την πεπατημένη. Έτσι, μέσω της Οδύσσειας, διάλεξε ένα ιδιόμορφο εκφραστικό μονοπάτι, το ποιητικό, για να εκφράσει οργή και απογοήτευση. Δύο συναισθήματα που προκαλεί η σημερινή ελληνική πραγματικότητα, η οποία και προσβάλλει κάθε ευαίσθητη ψυχή.
Όπως είπε ο κοινός μας φίλος Παναγιώτης Γεννηματάς παρουσιάζοντας τον τολμηρό ποιητικό λόγο του Αλέξανδρου, «ο Βέλιος διαβάζει και μεταγράφει ποιητικά την αβίωτη σημερινή πραγματικότητα της χώρας μας με την μορφή ενός lamento, ενός ελεγειακού πεζοτράγουδου απογοήτευσης και διαμαρτυρίας που αγγίζει τα κράσπεδα της ποιητικής έκφρασης ενός Ezra Pound και ενός T.S.Eliot.
Ανακυκλώνοντας μάλιστα με παρόμοια προς την δική τους τόλμη όλες τις δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας, από τις ομηρικές καταβολές της μέχρι την λαϊκότερη σημερινή συμβατική πεζότητα, εμπλουτισμένη με ευρωγλωσσικές προεκτάσεις που αντιστοιχούν στην σύγχρονη μειξοπολιτισμική πραγματικότητα ενός παρακμιακού ευρωπαϊκού momentum. Η Οδύσσεια του Βέλιου αξίζει να διαβαστεί σαν μία τολμηρή απόπειρα διάνοιξης ενός νέου για την ελληνική ποίηση εκφραστικού τρόπου».
Στο βιβλίο του περί ευθανασίας, ο Αλέξανδρος προαναγγέλλει και το τέλος του δρόμου του –εν ελευθερία. Μού έφερε στον νου τα λόγια του Επίκουρου: «Εξοικειώσου με την ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μάς εφ’ όσον κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στις αισθήσεις, που όταν πεθάνουμε χάνονται. Ως εκ τούτου, η συνειδητοποίηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτε, μάς επιτρέπει να απολαμβάνουμε την θεότητα του βίου.
Όχι προσδίδοντας σε αυτήν ατελείωτη διάρκεια, αλλά απαλλάσσοντάς την από τον πόθο της αθανασίας … Ιδού γιατί λέμε ότι η ευχαρίστηση είναι η αρχή και ο στόχος μίας ευτυχισμένης ζωής. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται τον θάνατο. Όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έλθει, αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου».
Κλείνοντας, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον επικούρειο Λατίνο ποιητή Λουκρήτιο, που στο ποίημά του De Rerum Natura (Για την Φύση των Πραγμάτων) έγραψε: «…Και τελικά, πες πως η ίδια η φύση ξαφνικά παίρνει τον λόγο και επιπλήττει έναν από εμάς. Γιατί, θνητέ, αφήνεσαι να βυθιστείς σε ένα τόσο αρρωστημένο πένθος; Τί βαρυγκωμάς και κλαίγεσαι για τον θάνατο;
Αν ήταν ευχάριστη η ζωή σου που πέρασε και πάει και αν όλες οι χαρές της δεν πήγαν χαμένες σαν να χάθηκαν μέσα από ένα τρύπιο πιθάρι, τότε γιατί δεν αποσύρεσαι σαν χορτάτος συνδαιτυμόνας από το συμπόσιο της ζωής και δεν προτιμάς, ανόητε, μία γαλήνη δίχως έγνοιες; Μα αν όσα αποκόμισες σκόρπισαν και χάθηκαν και σού είναι βάρος η ζωή, τί γυρεύεις να τής προσθέσεις κι άλλα, για να χαθούν κι αυτά και όλα άχαρα να σβήσουν; Δεν είναι καλύτερα να δώσεις ένα τέλος στην ζωή και στα βάσανα; Γιατί εγώ δεν μπορώ να μηχανευτώ και να επινοήσω τίποτα πια που να σε ευχαριστήσει, όλα τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα…».
Το μεγάλο πρόβλημα για τον άνθρωπο σχετικά με τον θάνατο είναι ο φόβος τον οποίο νοιώθει στην προοπτική του φυσικού του τέλους. «Το ανθρώπινο είδος είναι το μόνο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει», έλεγε ο Βολταίρος. Η γνώση του θανάτου του, δημιουργεί στον άνθρωπο φόβο από τον οποίο ορισμένοι φιλόσοφοι προσπάθησαν να τον βοηθήσουν να απαλλαγεί.
Ένας από αυτούς ήταν ο Επίκουρος ο Αθηναίος, ο ιδρυτής της Σχολής του Κήπου. Ο βασικός σκοπός της ηθικής διδασκαλίας του Επίκουρου ήταν να κάνει ευτυχισμένα άτομα, ήταν να δώσει στους ανθρώπους την δυνατότητα να κατανοήσουν τα όρια του ανθρώπινου βίου και μέσα σε αυτά να απολαύσουν την χαρά της ζωής. Ένα από τα σημαντικότερα βήματα που πρέπει λοιπόν να κάνει το ανθρώπινο είδος για να πετύχει την ποθητή χαρά της ζωής, είναι να απαλλαγεί από τον φόβο του θανάτου.
Ο Αλέξανδρος Βέλιος προφανώς θήτευσε στην Σχολή του Κήπου. Και αυτό λέει πολλά.