Βασικοί δείκτες της οικονομικής δραστηριότητας (ΑΕΠ, ανεργία) εμφανίζουν ορατή βελτίωση, υποστηριζόμενοι από:
Tου Νίκου Μαγγίνα*
ι) τις θετικές επιδόσεις τόσο ενός βιώσιμου και ανταγωνιστικού τμήματος του αναδιαρθρωμένου επιχειρηματικού τομέα που επιβίωσε της κρίσης όσο και ενός τμήματος που ευνοείται από το διευρυνόμενο πλέγμα δραστηριοτήτων που συνδέονται με τον τουρισμό και
ιι) τη διστακτική, αλλά αισθητή, ανάκαμψη των ιδιωτικών δαπανών, εκ μέρους ενός τμήματος των νοικοκυριών με υγιή οικονομική θέση, που είχαν περισταλεί τα προηγούμενα χρόνια, εξαιτίας της αβεβαιότητας.
Η απασχόληση αυξάνεται με σταθερό ρυθμό, οι εξαγωγές ακολουθούν ανοδική τροχιά, η αγορά ακινήτων ανακάμπτει, η θετική ροή καταθέσεων παγιώνεται, η πρόσβαση του Δημοσίου στις αγορές σε ανταγωνιστικούς όρους έχει αποκατασταθεί και οι ελληνικοί χρηματοοικονομικοί τίτλοι, εσχάτως, εμφανίζουν εντυπωσιακή ανατίμηση.
Οι προαναφερόμενες τάσεις και ειδικά οι υποκείμενες ροές άμεσων ξένων επενδύσεων προς τη χώρα μας (9,3 δισ. ευρώ την τριετία 2016- 2018) και οι αυξανόμενες επενδύσεις κεφαλαίων από το εξωτερικό σε ελληνικά ομόλογα και μετοχές αποδεικνύουν εμπράκτως την ενίσχυση της συγκριτικής ελκυστικότητας της ελληνικής οικονομίας, σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτική, συμπιεσμένων χρηματοοικονομικών αποδόσεων, καθώς και εξασθένισης των ρυθμών ανάπτυξης διεθνώς.
Ο συνδυασμός των ανωτέρω παραγόντων δεν μπορεί ασφαλώς να δημιουργήσει εφησυχασμό, καθώς η πορεία ανάκαμψης δεν είναι ούτε αυτοτροφοδοτούμενη, ενώ και οι εξωτερικές συνθήκες παραμένουν ασταθείς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ, μετά τη σταθεροποίησή του κατά το 2016 και στις αρχές του 2017, επιταχύνθηκε στην περιοχή του 2,0% ετησίως μέχρι το 3ο τρίμηνο του 2018, υποβοηθούμενος από την υπεραπόδοση του τουρισμού, ενώ εν συνεχεία επιβραδύνθηκε στο 1,5% ετησίως το 4ο τρίμηνο του 2018 και στο 1,3% ετησίως το 1ο τρίμηνο του 2019.
Αντιστοίχως, οι επενδυτικές δαπάνες υστέρησαν, ειδικά το 2018 (μείωση 12% ετησίως και μέση ετήσια αύξηση ο,7% την τριετία 2016- 2018), επιδόσεις ασθενέστερες από ό, τι θα περίμενε κανείς σε αυτή τη φάση ανάκαμψης του οικονομικού κύκλου.
Οι ανωτέρω τάσεις αντανακλούν, εν μέρει, και ένα τίμημα που συνοδεύει την αυξημένη εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή ότι καθίσταται περισσότερο ευάλωτη στην επιβράδυνση της Ευρωζώνης.
Βασικό ζητούμενο πλέον είναι η παραγωγική εμβάθυνση στον επιχειρηματικό τομέα καθώς και η συμμετοχή μεγαλύτερου ποσοστού των νοικοκυριών στη διαδικασία ανάκαμψης.
Η διαρκής αύξηση των εισαγωγών, που συνοδεύει την ανάκαμψη, και η ήπια διεύρυνση του ελλείματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την τελευταία διετία, παρά την υπεραπόδοση του τουρισμού, υποδεικνύουν ότι η εγχώρια παραγωγική βάση παραμένει εξαιρετικά ρηχή, με τον αριθμό των βιώσιμων επιχειρήσεων που πρωταγωνιστούν στην αύξηση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας να αποτελεί ένα σχετικά μικρό ποσοστό του επιχειρηματικού τομέα.
Η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί έκπληξη μετά από μία παρατεταμένη περίοδο σωρευτικής αποεπένδυσης που εξάλειψε σε μια δεκαετία σχεδόν το 20% του παραγωγικού κεφαλαίου και ενδεχομένως να έχει ήδη καταδικάσει σε αχρησία και αργό θάνατο άλλο ένα 10%- 15% που συνδέεται με, μη ιάσιμα, κόκκινα δάνεια.
Αντιστοίχως, ο χαμηλός λόγος παραγωγικού κεφαλαίου προς την απασχόληση συνεπάγεται ασθενέστερη παραγωγικότητα και μικρότερες αμοιβές για την εργασία.
Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε πολιτική στοχεύει σε ενίσχυση των επενδύσεων και της επενδυτικής ελαστικότητας της χώρας γενικότερα, θα πρέπει να ξεκινά, εκ των πραγμάτων, από τη χαρτογράφηση και στάθμιση των βασικών μεταβλητών, στις οποίες η ελληνική οικονομία υστερεί συστηματικά στις διεθνείς κατατάξεις ανταγωνιστικότητας.
Γραφειοκρατία, ανταγωνιστικότητα του φορολογικού, θεσμικού, διοικητικού και εποπτικού πλαισίου και συστήματος απονομής δικαιοσύνης, προστασία πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς και διασύνδεση παιδείας, έρευνας, παραγωγής και καινοτομίας, βρίσκονται συστηματικά ανάμεσα στα βασικά σημεία υστέρησης της χώρας.
Επίσης, η διαχρονική συνέχεια, συνέπεια και προβλεψιμότητα των πολιτικών, ώστε να σπάσει ο φαύλος κύκλος της αποσπασματικότητας και προχειρότητας που συνοδεύει τη φήμη του οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος στη χώρα, αποτελεί μία ακόμη πρόκληση.
Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε συνεκτική δέσμη άμεσα εφαρμόσιμων παρεμβάσεων, που εισάγει πάσης φύσης βελτιώσεις σε ορισμένους από τους ανωτέρω τομείς, θα αποτελέσει ένα ισχυρό σήμα αξιοπιστίας που θα συμπληρώσει την υφιστάμενη δημοσιονομική αξιοπιστία.
Αν μια τέτοια κίνηση συνδυαστεί με διατήρηση συνέχειας και ενίσχυσης υφιστάμενων πρωτοβουλιών, που έχουν ήδη στεφθεί με επιτυχία, ή είναι ώριμες ή βρίσκονται σε φάση υλοποίησης (λ.χ. φορολογική αποτελεσματικότητα, πλαίσιο προσέλκυσης στρατηγικών επενδύσεων, θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση μη εξυπηρετούμενων δανείων, επανεξέταση δομής και στόχευσης δημοσίων επενδύσεων κ.ά.), θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ισχυρό σήμα για τους επενδυτές που θεωρούν την αποσπασματικότητα και ασυνέχεια των οικονομικών και θεσμικών παρεμβάσεων ως αποτρεπτική για τον οικονομικό σχεδιασμό τους.
Σε ένα περιβάλλον διεθνούς οικονομικής και γεωπολιτικής αστάθειας η ελληνική οικονομία- ως ισότιμο μέλος της ΕΕ που επίσης επιχειρεί να μετασχηματιστεί για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες προκλήσεις- μπορεί, με κατάλληλους χειρισμούς, να κεφαλαιοποιήσει τα επιτεύγματά της, σε όρους οικονομικής προσαρμογής, και να εκπλήξει θετικά αγγίζοντας τον πυρήνα παθογενειών που προκάλεσαν και παρέτειναν την κρίση.
Αυτό θα αποτελούσε και το σταθερότερο εφαλτήριο για υγιή και βιώσιμη ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.
* Ph.D, Eπικεφαλής οικονομολόγος Εθνικής Τράπεζας