Επιτακτική ανάγκη ένα εθνικό σχέδιο θεσμικής ανασυγκρότησης για κράτος δικαίου.

Ύστερα από τόσες αποτυχίες, από την εμμονή στο δόγμα της αέναης διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και δανειστές της χώρας, η κυβέρνηση επιχειρεί να εστιάσει τις προσπάθειές της στην αναθέρμανση της οικονομικής ανάπτυξης και στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.

Toυ Μιχάλη Καρχιμάκη*

Δεν χρειάζεται μεγάλη διανοητική προσπάθεια για να αντιληφθεί κανείς ότι οι μεγάλες θυσίες των Ελλήνων δεν θα φέρουν αποτέλεσμα, αν δεν κατακτηθεί μια βιώσιμη και ισχυρή ανάπτυξη για πολλές δεκαετίες.

Αυτό προϋποθέτει ότι θα εισρεύσουν στη χώρα μεγάλου ύψους ξένες επενδύσεις, οι οποίες θα κατευθυνθούν σε σοβαρά επενδυτικά σχέδια και θα συμβάλουν καταλυτικά στη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, με κεντρικά στοιχεία την υψηλή παραγωγικότητα και την εξωστρέφεια.

Στο περιβάλλον του διεθνοποιημένου ανταγωνισμού και καθώς η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ήδη στην Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση (Οικονομία της Γνώσης), μια υπερχρεωμένη χώρα με αναποτελεσματικό παραγωγικό μοντέλο είναι καταδικασμένη σε υποβαθμισμένο βιοτικό επίπεδο και νέα επεισόδια οικονομικής κατάρρευσης, αν δεν αναχαιτίσει τη δυναμική του χρέους με μια αναπτυξιακή διαδικασία που θα έχει δυναμισμό και διάρκεια.

Η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να εστιάσει την πολιτική της στην οικονομική αναθέρμανση με προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων αντιλαμβάνεται ότι έχει στενά όρια.

Επιχειρούν σχεδόν σε καθημερινή βάση να προβάλουν τη χώρα ως ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, αξιοποιώντας ένα κλίμα που θεωρούν ότι αρχίζει να διαμορφώνεται μετά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και την πρώτη, από το 2014, έξοδο στη διεθνή αγορά ομολόγων.

Όμως, ισχυρές αντίρροπες δυνάμεις δεν επιτρέπουν την προσπάθεια αυτή να ευδοκιμήσει.

Ένα μικρό επεισόδιο, στη διάρκεια της επίσκεψης του Γάλλου προέδρου Μακρόν, δείχνει με αρκετά καθαρό τρόπο γιατί οι ξένοι επενδυτές εξακολουθούν να φοβούνται την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό: ο επικεφαλής του γαλλικού πετρελαϊκού κολοσσού, Total, που πρωτοστατεί στις έρευνες για πετρέλαιο στην Κύπρο και, ευρύτερα, στην Ανατολική Μεσόγειο, εξέφρασε ανοικτά τη δυσφορία του προς τον πρωθυπουργό για την αναίτια καθυστέρηση της υπογραφής σύμβασης με το Ελληνικό Δημόσιο για γεώτρηση σε περιοχή του Ιονίου.

Όπως έγινε γνωστό, το κείμενο της σύμβασης, που είναι παρόμοιο με άλλα ήδη εγκεκριμένα αντίστοιχα συμβατικά κείμενα, για απροσδιόριστους λόγους παραμένει μπλοκαρισμένο.

Για τους ελληνικούς θεσμούς, για την ελληνική γραφειοκρατία, μια καθυστέρηση μηνών μπορεί να φαίνεται συνηθισμένη υπόθεση, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για επιχειρηματικούς κολοσσούς που κινητοποιούν μεγάλους πόρους για να φέρουν σε πέρας σύνθετα επιχειρηματικά και επενδυτικά εγχειρήματα.

Ένας χαμένος μήνας μπορεί να είναι ασήμαντος για την ελληνική γραφειοκρατία, αλλά αντιστοιχεί σε σοβαρή οικονομική απώλεια για ένα διεθνή ενεργειακό όμιλο.

Το επεισόδιο αυτό φωτίζει καλά ένα παράδοξο που δεν μας είναι άγνωστο: όχι μόνο ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά όλοι οι πρωθυπουργοί των τελευταίων δεκαετιών –και κυρίως όσοι κλήθηκαν να διαχειρισθούν την οικονομική κρίση από το 2009 και μετά- διακαώς επιθυμούν την προσέλκυση ξένων επενδυτών και είναι έτοιμοι να ρίξουν όλο το πολιτικό βάρος τους σε αυτή την προσπάθεια.

Όμως, όσο και αν οι ίδιοι έχουν τη βούληση να διαμορφώσουν ένα ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον, οι προσπάθειές τους υπονομεύονται και, σε πολλές περιπτώσεις, ακυρώνονται από τις δομικές αδυναμίες των θεσμών και των κρατικών μηχανισμών.

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ

Είναι κοινός τόπος για τους οικονομολόγους που μελετούν το αναπτυξιακό φαινόμενο παγκοσμίως ότι για την προσέλκυση επενδύσεων και την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης απαιτούνται δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επαρκείς υποδομές και, το σπουδαιότερο ίσως, κράτος δικαίου (rule of law).

Δηλαδή, πριν αποδεσμεύσουν κεφάλαια για μια επένδυση, θέτουν ως βασική προϋπόθεση να υπάρχει σε μια χώρα ένα σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο εγγυάται ότι οι νόμοι εφαρμόζονται ισότιμα και δίκαια προς όλους και όχι με βάση την αυθαίρετη βούληση κάθε αξιωματούχου ή υπαλλήλου.

Δυστυχώς, η Ελλάδα καθημερινά προκαλεί ανασφάλεια στους επενδυτές, που αδυνατούν να καταλάβουν πώς εφαρμόζονται στην Ελλάδα οι νόμοι, πώς λειτουργούν οι θεσμοί μας και ποιες μπορεί να είναι οι προθέσεις ανίκανων ή επίορκων λειτουργών.

Δεν μπορούν να υπολογίσουν πόσο χρόνο θα χρειασθεί μια αδειοδότηση, αν και πόσο θα καθυστερήσει η επένδυσή τους από μια δικαστική εμπλοκή, αν κάποιος επίορκος υπάλληλος ή αξιωματούχος θα επιχειρήσει να τους εκβιάσει για κάποιο «γρηγορόσημο», αν ένας ανταγωνιστής θα αποσπάσει με αθέμιτο τρόπο ευνοϊκή μεταχείριση από τις αρχές, αν οι αρχές θα τους αφήσουν απροστάτευτους όταν θα βρεθούν μπροστά σε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις τοπικών συμφερόντων κ.ο.κ.

Σε μια ακραία, πρόσφατη περίπτωση, μεγάλη τουριστική επένδυση πέρασε δια πυρός και σιδήρου για να αδειοδοτηθεί, αλλά επιχείρησε να την μπλοκάρει δήμαρχος του κυβερνώντος κόμματος (που, κατά τα άλλα, αγωνίζεται για την προσέλκυση επενδύσεων), σταματώντας τις μπουλντόζες για να μην αρχίσουν τα έργα!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα επίσης και η αποχώρηση της εταιρείας χρυσού Eldorado, αντιδρώντας στην παρεμπόδιση υλοποίησης επενδύσεων.

Το 2014, διενεργήθηκε μια μεγάλη έρευνα από το Economist Intelligence Unit, στο πλαίσιο της οποίας εκπρόσωποι κορυφαίων πολυεθνικών, που αποφασίζουν κάθε χρόνο για επενδύσεις άνω του 1 τρισ. δολ. σε όλο τον κόσμο, κλήθηκαν να απαντήσουν σε ποιο βαθμό οι αντιλήψεις τους για το κράτος δικαίου σε κάθε χώρα επηρεάζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις.

Η έρευνα έδειξε ότι το κράτος δικαίου είναι ένας από τρεις σοβαρότερους παράγοντες που εξετάζουν, μαζί με την ευκολία στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την πολιτική σταθερότητα.

Στα χρόνια μετά την οικονομική κατάρρευση του 2009, διαδοχικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν συνταγές οικονομικής σταθεροποίησης αλλά οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν ήταν εστιασμένες κατά κύριο λόγο στη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθεροποίηση και λιγότερο στη βελτίωση των θεσμών και των κρατικών λειτουργιών.

Μόνο η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ/Γιώργου Παπανδρέου είχε ειλικρινή βούληση για σοβαρές μεταρρυθμίσεις και τις προώθησε, αντιμετωπίζοντας αντιδράσεις κατεστημένων συμφερόντων («Διαύγεια», ηλεκτρονική διακυβέρνηση, κλπ).

Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν απλώς εφάρμοσαν με απροθυμία και όχι πλήρως όσα τους επέβαλαν οι δανειστές για την ανασυγκρότηση του κράτους και των θεσμών, χωρίς να αναλάβουν αυτοβούλως μεγάλες και αναγκαίες πρωτοβουλίες για ρήξη με το κακό παρελθόν της χώρας.

ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΝΑ ΑΝΑΧΘΕΙ Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΕ ΕΘΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΩΤΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ

Στην πραγματικότητα, για να φθάσει η Ελλάδα σε ένα επίπεδο υγιούς και αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους και των θεσμών, χωρίς να αποτελεί μονίμως την ειδική περίπτωση ανάμεσα στις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, δεν αρκεί μόνο η προσπάθεια μιας κυβέρνησης.

Απαιτείται να αναχθεί το θέμα της θεσμικής ανασυγκρότησης σε εθνική υπόθεση, ζωτικής σημασίας για την επιβίωση αυτού του κράτους μακροπρόθεσμα, σχεδόν κατά τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται από το πολιτικό σύστημα η αμυντική θωράκιση της χώρας.

Πρόκειται για ένα πεδίο πολιτικής, που δεν ωφελεί να βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο πολιτικών και κομματικών ανταγωνισμών.

Όλες οι πολιτικές δυνάμεις που συμφωνούν στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα κοινό σχέδιο για την ανασυγκρότηση των θεσμών και των κρατικών μηχανισμών στην ίδια κατεύθυνση που ακολουθούν όλα τα ανεπτυγμένα κράτη.

Όλες οι πολιτικές δυνάμεις, μπορούν να συμφωνήσουν, στη βάση τεχνοκρατικών εισηγήσεων και πολιτικού/κοινωνικού διαλόγου, σε βασικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για το κράτος δικαίου, οι οποίες είναι κοινός τόπος στις ανεπτυγμένες χώρες.

Να θέσουν σε εφαρμογή ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο θεσμικής ανασυγκρότησης και να το εφαρμόσουν χωρίς να υποκύπτουν στους πολιτικάντικους πειρασμούς άλλων εποχών.

Το κράτος δικαίου, η θεσμική και διοικητική ανασυγκρότηση, αποτελούν σήμερα τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, που οφείλει να ξεπεράσει τον εαυτό του για να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Δεν υπάρχει άλλο περιθώριο να πορευθεί η χώρα ως ειδική περίπτωση θεσμικά υπανάπτυκτου κράτους, που προσπαθεί να σταθεί ανάμεσα σε χώρες με στιβαρή θεσμική συγκρότηση.

Γιατί, πολύ απλά, χωρίς τη θεσμική ανασυγκρότηση θα είναι αδύνατο να προσελκύσουμε τα τεράστια ξένα κεφάλαια που είναι απολύτως αναγκαία για να φθάσουμε στη βιώσιμη ανάπτυξη, να ξεφύγουμε από τη μέγγενη του χρέους και να κατακτήσουμε, ύστερα από τόσες θυσίες, το βιοτικό επίπεδο που αξίζει στους Έλληνες πολίτες.

*Πρώην Υπουργού, στελέχους του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών, μέλους της Κ.Ε του Κινήματος Αλλαγής, στην  Β΄ Περιφέρειας Αθήνας