Από την φιέστα της Θεσσαλονίκης και μετά την επίσκεψη Μακρόν, αρχίζουν τα πολύ δύσκολα.

Τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και η επίσκεψη του Γάλλου προέδρου της Δημοκρατίας Εμμανουέλ Μακρόν θα χρησιμοποιηθούν, όπως ήδη γράψαμε, για την δημιουργία ενός τεχνητού κλίματος ευφορίας, πίσω από το οποίο κρύβονται αρκετές όχι ιδιαιτέρως ευχάριστες προοπτικές.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Διότι, παρά την ενθουσιώδη ρητορική κάποιων κυβερνητικών στελεχών και του ίδιου του πρωθυπουργού, η συνολική οικονομική και κοινωνική κατάσταση δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισιόδοξες προβλέψεις.

Η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει επικίνδυνα πλέον δείγματα ακινησίας, τα οποία, αν μη τί άλλο, δείχνουν άγνοια, αδιαφορία και κυρίως άρνησης διδαχής από γεγονότα και εξελίξεις. Ας δούμε, όμως, τί μπορεί να συμβεί στο δωδεκάμηνο που ακολουθεί και το οποίο, ως φαίνεται, θα έχει και έντονο προεκλογικό χρώμα.

Κλειδί στις εξελίξεις, πέρα από τις εγγενείς αδυναμίες της χώρας σε όλα τα επίπεδα, αποτελεί το κλείσιμο των αξιολογήσεων.

Από τις τελευταίες θα εξαρτηθεί και το μέλλον της οικονομίας μας την προσεχή πενταετία. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικές θα είναι οι οικονομικές προβολές για τα έτη 2019 και 2020, αλλά αφού τον Ιούλιο 2018 διαπιστωθεί αν είναι βιώσιμες οι προβλέψεις για τα δημοσιονομικά των επομένων ετών ή θα χρειαστούν επιπλέον μέτρα.

Οι πολιτικές εξελίξεις, αλλά και το μέγεθος της εποπτείας που θα ασκείται στην ελληνική οικονομία μετά το κρίσιμο έτος 2018 θα κριθούν και από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα έχει η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος. διαφορετική θα είναι η εικόνα για την οικονομία στην περίπτωση που θα επιτευχθεί ο κυβερνητικός στόχος για μία «καθαρή έξοδο» και διαφορετική στην περίπτωση που χρειαστεί η σύναψη μίας προληπτικής γραμμής στήριξης, η οποία κατά κανόνα συνοδεύεται και από επιπλέον δεσμεύσεις.

Στην πρώτη περίπτωση, για να επιτευχθεί η καθαρή έξοδος στις αγορές, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει αποκτήσει βιώσιμη θέση σε αυτές πολύ πριν τον Αύγουστο 2018, μαζί με την δημιουργία ενός μαξιλαριού ασφαλείας.

Η δεύτερη περίπτωση σημαίνει ότι οι προσπάθειες της κυβέρνησης για σταθερή πρόσβαση στις αγορές έχουν αποτύχει, με αποτέλεσμα να χρειάζεται η χρηματοδοτική κάλυψη των θεσμών.

Παρόμοιο ενδεχόμενο, όμως, είναι αφ’ εαυτό προβληματικό γιατί ήδη, από πλευράς στήριξης, η Ελλάδα έχει καταρρίψει όλα τα παγκόσμια ρεκόρ. Είναι ανάγκη πλέον να κάνει κάποια πράγματα και από μόνη της, δεδομένου ότι κάτι μπορεί να γίνει αν δεν χαλάσει η διεθνής οικονομική συγκυρία.

Θετική προοπτική, από την άποψη αυτή, είναι η εκτίμηση πως το χρέος της γενικής κυβέρνησης και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα υποχωρήσουν σταδιακά, λαμβάνοντας στήριξη από την οικονομική ανάκαμψη, τα δημοσιονομικά μέτρα ως το 2020 που έχουν ψηφιστεί από την Βουλή και την δέσμευση των πιστωτών της Ελλάδας, και ειδικά του Eurogroup, για περαιτέρω βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους.

Στα θετικά μηνύματα εντάσσεται ακόμα η απόφαση του Eurogroup να διευκολύνει την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές, με την δημιουργία ενός μαξιλαριού ρευστότητας, με εκταμιεύσεις δόσεων πάνω από το ποσό που χρειάζεται η ελληνική κυβέρνηση για την εξυπηρέτηση του χρέους και την πληρωμή των καθυστερούμενων οφειλών.

Στους κινδύνους, αντίθετα, εντάσσεται η «παραδοσιακή» δυσκολία των κυβερνήσεων στο κλείσιμο των αξιολογήσεων, με τον μέσο χρόνο ολοκλήρωσής τους να έχει φτάσει την τελευταία τριετία στην μία αξιολόγηση ετησίως.

Με άλλα λόγια, το ερώτημα που τίθεται είναι αυτό των θεατρικών παραστάσεων που θα αποφασίσει να δώσει η παρούσα κυβέρνηση για να δείξει ότι «διαπραγματεύεται» πράγματα που έχει ήδη υπογράψει.

Στο επίπεδο αυτό, πολύ σοβαρό «αγκάθι» για την κυβέρνηση Συριζανέλ αποτελούν τα προαπαιτούμενα που συνδέονται με τις αλλαγές στο Δημόσιο και τον νόμο για την προκήρυξη των απεργιών με την σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών ενός σωματείου.

Παράλληλα, δεν πρέπει να παραβλέπεται και ένα πρόσθετο πακέτο μέτρων ύψους 535 εκατ. ευρώ, το οποίο έχει συμφωνηθεί για το 2018 και θα ενσωματώνει ο νέος προϋπολογισμός που θα κατατεθεί το φθινόπωρο στην Βουλή.

Το πακέτο των νέων δεσμεύσεων περιλαμβάνει τον νέο φόρο διαμονής σε ξενοδοχεία/ενοικιαζόμενα δωμάτια, τον φόρο για εισοδήματα από περιστασιακή μίσθωση ακινήτων (μέσω Airbnb κλπ.), την κατάργηση της έκπτωσης 1,5% κατά την παρακράτηση φόρου επί μισθών και συντάξεων, την κατάργηση της έκπτωσης φόρου για ιατροφαρμακευτικές και νοσοκομειακές δαπάνες, την περικοπή του επιδόματος θέρμανσης κατά 50%, την κατάργηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ σε 32 νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου, την επιβολή φόρου υπεραξίας στις πωλήσεις ακινήτων, κ.α.

Μέσα σε αυτή την συγκυρία, πολλά θα κριθούν και από την στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κατά την προγραμματισμένη αξιολόγηση τον Φεβρουάριο 2018.

Μεγάλο ερωτηματικό αποτελούν, έτσι, οι διαφορετικές εκτιμήσεις που κάνει το ΔΝΤ σε σχέση με τους Ευρωπαίους για τα δημοσιονομικά τού 2018, καθώς επιμένει να βλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ αντί 3,5% που προβλέπει το πρόγραμμα.

Άρα, το ΔΝΤ διαπιστώνει ένα κενό άνω των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία από κάπου θα πρέπει να βρεθούν. Κάπως δύσκολο, όμως, όταν στην χώρα η ανάπτυξη είναι εικονική. Γι’ αυτό υπενθυμίζουμε ότι, ειδικά για το 2018, παραμένει σε ισχύ ο περίφημος δημοσιονομικός κόφτης που ενεργοποιεί την οριζόντια περικοπή δαπανών.

Ας μην μάς διαφεύγει, τέλος, ότι το Ταμείο αλλά και η επικεφαλής του, ζητούν επιμόνως επανεξέταση των αλλαγών που έχουν γίνει στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και αφορούν την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος.

Πάνω στο θέμα αυτό, το οποίο αφορά σοβαρό μέρος της εκλογικής πελατείας του κ. Αλέξη Τσίπρα, τί θα πράξει η κυβέρνηση –η οποία ποντάρει στην επιστροφή της υπερίσχυσης των κλαδικών συμβάσεων εργασίας μετά τον Αύγουστο τού 2018;