Συγκλονιστικές ήταν σήμερα οι καταθέσεις στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018.
Οι μάρτυρες μίλησαν για «κράτος ντροπής», που άφησε εκείνη την ημέρα, μόνους και αβοήθητους τους πολίτες του, να καούν. «Κανείς δεν υπήρχε» είπαν και πρόσθεσαν: «όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από μόνοι τους και όσοι κάηκαν, κάηκαν μόνοι τους».
Σήμερα, λίγο πριν ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ένας μαυροφορεμένος άνδρας, ο οποίος έχασε τη γυναίκα του εκείνη την «μαύρη» ημέρα. Ο Γεώργιος Καΐρης, μίλησε για τις τελευταίες στιγμές με τη γυναίκα του αλλά και όσα του απέμειναν από εκείνη μετά το θάνατό της. Ένα σακουλάκι με το καμένο ρολόι της και όσα φορούσε η άτυχη γυναίκα εκείνη την ημέρα.
Αρχίζοντας την κατάθεσή του στο δικαστήριο, ο μάρτυρας είπε: «Εκείνη την ημέρα η Τάνια μου ζήτησε να φάμε στη τραπεζαρία. Ίσως διαισθάνονταν ότι θα ήταν το τελευταίο γεύμα που θα κάναμε μαζί. Γύρω στις 5:15 ακούσαμε ότι η φωτιά έχει πάει στο Νταού Πεντέλης. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά». Ο Γεώργιος Καΐρης κατέθεσε γύρω στις 5:20 το απόγευμα είπε στη γυναίκα του και τους γείτονες τους να φύγουν από την περιοχή γιατί θα καούν.
«Φωνάξαμε τα σκυλιά ήταν εκπαιδευμένα, μπήκαν αμέσως στο αμάξι. Η γυναίκα μου, η Τάνια, μου ζήτησε να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει τα πράγματα της. Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι αλλά δεν την έβλεπα. Φώναζα «Τάνια, Τάνια». Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα… Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί... Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι. Έχω στο μυαλό μου εικόνα να κάνω βήματα στον αέρα και να φωνάζω την Τάνια χωρίς η φωνή μου να βγαίνει».
Συνεχίζοντας ο μάρτυρας, ανέφερε πως βγήκε έξω και άρχισε να ψάχνει για βοήθεια. Ωστόσο, κανείς δεν υπήρχε, όπως είπε. «Κατάφεραν να βρω ένα τηλέφωνο και άρχισα να παίρνω τη γυναίκα μου. Μου είπε: «Καίγονται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω». Ίσως είναι το πιο τραγικό σημείο. Της είπα: «Μη φοβάσαι, της έδωσα το λόγο μου: «Θα ανέβω να σε πάρω». Πως μπορείς να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωή σου και δεν βοήθησες; Δεν ξέρω πως υπάρχω. … Κάποια στιγμή γύρω στις 8 εμφανίστηκε ένα βανάκι της Πυροσβεστικής. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας το σταμάτησα. «Βοήθησε με. Η γυναίκα μου ζει, πάμε να την πάρουμε» τους είπα.
Γύρισαν και μου είπαν: «Είμαστε εδώ για άλλη δουλειά και σηκώθηκαν και έφυγαν», κατέθεσε ο κ . Καΐρης και συνέχισε: «Μπήκαμε στο σπίτι …Ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω. …Έμεινε αβοήθητη μια ολόκληρη ώρα. Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα. Πηγαίνανε για καφέ ενώ ξέρανε τι συνέβαινε. Μιλώ για τον κ. Πορτοζούδη. Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς», είπε ο κ. Καΐρης και πρόσθεσε: «Μόνο ένα γιατρό είδα, διασώστη. Πάνω στη μηχανή του να πετάει το κράνος του κάτω και να λέει: «Δεν μπορώ είναι ο τέταρτος νεκρός και δεν πρόλαβα…».
Όταν η Πυροσβεστική περισυνέλλεξε τη σορό της γυναίκας μου, τους ζήτησα να ανοίξουν το σάκο για να χαιρετήσω τον έρωτα της ζωής μου. Ο ήχος του φερμουάρ τρυπάει το κεφάλι μου. Και πώς να φιλήσεις τον έρωτα της ζωής σου για 21 ολόκληρα χρόνια; Τα χείλια της ήταν παγωμένα… Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ; Αυτό το σακουλάκι. Είναι ότι απέμεινε από τον έρωτα της ζωής μου. Έχει μέσα αυτά που φόραγε εκείνη την ημέρα τη. Να το καμένο της ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα τίποτα άλλο».».
Όπως κατέθεσε, ο Γεώργιος Καΐρης ο ίδιος μετά την απώλεια της συζύγου του εκείνος δεν είχε που να μείνει. Είπε χαρακτηριστικά: «Μετά από όλο αυτό δεν είχα που να μείνω. Κοιμόμουν τέσσερις ημέρες στο αυτοκίνητο. Πήγα στο πολιτιστικό κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώρουχα. Η απόλυτη ξεφτίλα. Και βρέθηκε ένας άνθρωπος και δυο κυρίες που μας επέτρεψαν δωρεάν να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο. Αυτό όφειλε να το κάνει το κράτος. Αυτό το κράτος της ντροπής θα έπρεπε να έχει σκεφτεί να χορηγηθούν οι τάφοι δωρεάν, ώστε να μην υπάρχουν εκταφές. Διανοείστε ότι έχουν ξεκινήσει οι εκταφές; Υπάρχει άνθρωπος που από το Δήμο Αθηναίων του είπαν να κάνει εκταφή αλλιώς «θα πληρώσεις». Έκαιγε η φωτιά 77 λεπτά μέχρι να μπει μέσα στον οικισμό. Οι κατασκηνώσεις στις 5 εκκενώθηκαν. Ένας δεν υπήρχε να μας πει φύγετε;''». Κλείνοντας την κατάθεσή του ο μάρτυρας διάβασε ένα ποίημα εις μνήμην της του συζύγου, συγκλονίζοντας το ακροατήριο.
«Κάηκε σαν ποντίκι μέσα στη φάκα»
Είχε προηγηθεί η κατάθεση του γιου της αδικοχαμένης γυναίκας. Ο Έκτoρας Διαμαντίδης μίλησε με δάκρυα στα μάτια για την απώλεια της μητέρας του και κατέθεσε: «Από την ημέρα που την έχασα, έχασα το χαμόγελο από τα χείλη μου. Ήμουν δεμένος μαζί της. Κάποιος της στέρησε τη δυνατότητα να γνωρίσει την εγγονή της. Ήμουν στο Μαρούσι εκείνη την ημέρα, εργαζόμουν. Είμαι νοσηλευτής. Διάβασα για τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Πίστεψα αρχικά ότι θα τη σβήσουν, όπως πάντα. Όταν είδα ότι πάει προς Καλλιτεχνούπολη άρχισα να καλώ την μητέρα μου και δεν απαντούσε. Γύρω στις 6:40 την βρήκα. Κατάλαβα ότι τίποτα δε πάει καλά. Άκουγα ουρλιαχτά από μέσα.
«Έκτορα τρέχω να σωθώ καίγομαι», μου είπε. Κάλεσα τον αδελφό της μητέρας μου. Προσπαθούσα να βρω τη μητέρα μου και τον πατριό μου. Τίποτα. Δεν κατάφερα να επικοινωνήσω ούτε με την Πυροσβεστική, ούτε με την Αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε. Γύρω στις 9 το βράδυ κατάφερα να βρω τον πατριό μου. Με τρεμάμενη φωνή μου είπε να φανώ δυνατός και ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει εντός της οικίας τους».
Συνεχίζοντας την κατάθεσή του ο Έκτορας Διαμαντίδης, ανέφερε πως στο άκουσμα της απώλειας της μητέρας του, έπαθε κρίση πανικού και ότι δεν πίστευε πως όσα άκουσε ήταν αλήθεια. Όταν κατάφερε να συνέλθει πήγε με συγγενείς του στη Νέα Μακρη για να βρουν την μητέρα του: «Είπαμε να δηλώσουμε τη μητέρα μου αγνοούμενη, τα κινητά της χτυπούσαν ακόμη. Ξεκινήσαμε για το σπίτι δεν υπήρχε κανένας να μας σταματήσει. Σπίτια και αμάξια καιγόντουσαν. Δεν υπήρχε ρεύμα. Την ώρα που φτάσαμε ένα κομμάτι του σπιτιού μισοκαίγονταν. Ο πατριός μου και εγώ μπήκαμε μέσα. Δεν ξέραμε που πατούσαμε, αν θα υποχωρήσει το σπίτι ολόκληρο Είχαμε ανοίξει τα φλας των κινητών για να βλέπουμε. Κάποια στιγμή ο θείος έστρεψε το φακό προς τη κουζίνα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ο πατριός μου να ουρλιάζει στον πατέρα μου
«Γιώργο μη». Έχω κενό μνήμης… Στις 5 το πρωί εμφανίστηκε ένα πυροσβεστικό που έτυχε να περνάει από τη περιοχή. Ο ένας πυροσβέστης πήγε με το πατριό μου μέσα στο σπίτι για να του υποδείξει που είναι η μητέρα μου. Κάποια στιγμή μας είπαν: «Θα έρθουν τα ΕΜΑΚ με πυροσβέστες να τη βγάλουν. Ήρθαν στις 7 το πρωί. Να βλέπεις τη μητέρα σου να βγαίνει σε ένα φορείο πάνω σε πορτοκαλί σακούλι δεν είναι ότι πιο ευχάριστο. … Πήγαμε στο Γουδί. Η κατάσταση εκεί ήταν εφιαλτική. Γονείς και άλλοι επιζήσαντες ούρλιαζαν. Τότε μας είπαν να πάμε στο Σχιστό. Μας παίζανε μπαλάκι. Εκεί δε θα ξεχάσω μια μάνα, πανιασμένη να ψάχνει τα παιδιά της. Ήταν 11 παιδιά που πέθαναν, τα οποία σύμφωνα με το κράτος έχουν 95% ευθύνη γιατί τα σκότωσαν. Όταν μετά από μια εβδομάδα πήγα να πάρω τη μητέρα μου, μας είπαν να μην τη δω γιατί ήταν σε αποσύνθεση επειδή ήταν εκτός ψυγείου. Η προσβολή των νεκρών συνεχίζονταν. Πέθανε σαν ποντίκι μες στη φάκα. Στο Μάτι ήμασταν μόνοι μας χωρίς βοήθεια.
Όλοι ήταν στη Κινέττα λόγω της Motor Oil και έμειναν εκεί για να μην ξαναπιάσει… Όπως και ο κατηγορούμενος, ο κ. Πορτοζούδης. Είχε πάρει το δεσμό του να πάει για καφέ. Άνθρωποι καιγόντουσαν και αυτός είχε πάει για καφέ. Ποτέ δεν θα βγάλω αυτό το ηχητικό από το κεφάλι μου. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη ούτε στο Κράτος, ούτε στην αστυνομία. Κανένας δεν μας βοήθησε. Ζήσανε μόνοι τους, όσοι έζησαν και πέθαναν μόνοι τους όσοι πέθαναν. Θα μπορούσαν να έχουν ενημερώσει τον κόσμο ότι κινδυνεύει, να έχουν φτιάξε ένα πλάνο για την ασφαλή διαφυγή τους».
«Ζητώ Δικαιοσύνη»
Ο μάρτυρας Παναγιώτης Μανέτας, αναφέρθηκε στις προσπάθειες που έκανε για να σώσει τη γυναίκα του από τις φλόγες, η οποία μάλιστα αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, καθώς έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας. Ο μάρτυρας είπε στην κατάθεσή του: «Η συγχωρεμένη η γυναίκα μου ήταν ΑΜΕΑ. Ήταν κατάκοιτη σε ένα κρεβάτι, εγώ την φρόντιζα. Είχε σκλήρυνση κατά πλάκας. Υπήρχε μια γυναίκα γνωστή μου στο Νέο Βουτζά και μας φιλοξένησε για λίγο εκεί. Εγώ ότι χρήματα είχα τα ξόδευα για τη γυναίκα μου δεν είχαμε που να μείνουμε. Κάτσαμε αρκετό καιρό στο Νέο Βουτζά μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σκέφτηκα να τη βάλω σε ένα ίδρυμα, δε μπορούσα να τη κάνω καλά. Είχα φτιάξει τα χαρτιά. Ήταν όλα έτοιμα και την ημέρα της φωτιάς ήταν να τη πάω στο Ίδρυμα. Εκείνη την ημέρα ξαφνικά ακούσαμε για τη φωτιά που είχε πιάσει στην Πεντέλη.
Η κυρία που μας φιλοξενούσε είπε να φύγουμε. Πώς να φύγουμε; Και αυτή είχε πρόβλημα στα πόδια της. Βγήκα έξω και είδα ένα κύριο με μια μάνικα να προσπαθεί. Είδα δυο πυροσβεστικά να κατεβαίνουν κάτω. Και ένα περιπολικό της Αστυνομίας, από το οποίο κανείς δεν κατέβηκε για να που πει κάτι. Μου έκαναν απλά νόημα να φύγω, σαν να με χαιρετούσαν. Πήγα στο σπίτι. Η φωτιά είχε φτάσει 20 με 30 μέτρα κοντά. Έβαλα τη γυναίκα μου στο καρότσι και βοήθησαν και την κυρία Βασιλική. Πήγαμε 30 μέτρα. Ήρθε ένας ιδιώτης με ένα φορτηγάκι που μας είπε να μας βοηθήσει. Να βάλουμε τη γυναίκα μου στη καρότσα. Πώς να σηκώσουμε ένα άνθρωπο 100 κιλά και 1,80 ύψος;
Η φωτιά είχε πλησιάσει. Λέω στην κυρία Βασιλική «φύγε εσύ». Άρχισε να καίγεται όλο το σώμα μου. Σκεφτόμουν να σώσω τη γυναίκα μου. Κράτησα τη ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο και την τράβηξα με τα χέρια και την πήγα σε ένα σπίτι που είχε ένα κενό και την κράτησα εκεί. Έκανα προσευχή και ο Θεός με άκουσε. Μου έφερε δυο αγγέλους. Δυο νέα παιδιά. Ήταν αστυνομικοί εκτός υπηρεσίας που ήρθαν και μας βρήκανε. Αυτοί μας σώσανε. Και σώσανε και 20 με 30 ακόμη άτομα. Δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Βγάλανε και άλλους από ένα σπίτι δίπλα. Δυστυχώς δεν μπορούσανε να σηκώσουν τη γυναίκα μου, να την βάλανε στο αμάξι. Ήρθε ένα πυροσβεστικό και την πήρε. Έζησε τέσσερις μέρες και πέθανε. Είχε εισπνεύσει καπνούς. Εγώ μπήκα στο νοσοκομείο Δεν υπήρχε ενημέρωση από κανέναν. Τίποτα δεν υπήρχε, τίποτα. Πληρώνουμε τους φόρους τα πάντα. Δεν έπρεπε να μας βοηθήσουν; Με έσωσε ο Θεός. Μας αφήσανε μόνους. Να στείλουν ένα αμάξι, κάτι να σωθούμε. Έχω κάνει δυο χειρουργεία, δεν μπορώ να ανοίξω τα χέρια μου. Πρέπει να κάνω ακόμη δυο χειρουργεία στο κάθε χέρι και αν φτιάξουν. Δεν μπορώ να βαδίσω καλά. Η φωτιά δεν με άγγιξε. Από τα θερμικά αέρια το έπαθα. 400 βαθμοί Κελσίου. Αν ήμουν σε επαφή με τη φωτιά θα είχα λιώσει. Έχω θέματα υγείας με τα χέρια και με τα νεύρα από τα καψίματα. Ζητώ Δικαιοσύνη για την αμέλεια και εύχομαι να συμβεί ποτέ ξανά αυτό».
«Ο γιος μου πρώτα λιποθύμησε από τον καπνό και μετά κάηκε»
Κατά τη διάρκεια της σημερινής ακροαματικής διαδικασίας στο δικαστήριο κατέθεσε ο Ευάγγελος Χαμηλοθώρης. Ο μάρτυρας έχασε τον γιο του, Παναγιώτη, και λίγο αργότερα και τη γυναίκα του η οποία υπέστη ανακοπή καρδιάς. «Την αποφράδα εκείνη ημέρα ήμουν σπίτι με την αείμνηστη σύζυγό μου. Είδαμε για τη φωτιά στη τηλεόραση» είπε ξεκινώντας την κατάθεσή του ο εν λόγω μάρτυρας για να συνεχίσει: «Ο γιος μου εργάζονταν και σχόλαγε στις 6. Μιλήσαμε και μου είπε: «Μας μπλέξανε με τη φωτιά». Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος και κόπηκε η επικοινωνία μας. Μετά δεν είχαμε καμία επαφή. Ύστερα από μια ώρα αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τι γίνεται. Πήγαμε στο Αστυνομικό Τμήμα Νέας Μάκρης. Ρωτήσαμε για θύματα και μας είπαν ότι δεν υπάρχει τέτοια πληροφορία. Πήγαμε στην περιοχή αλλά δεν μπορούσαμε να μπούμε και γυρίσαμε. Συγγενείς μας είπαν ότι έφερναν επιζώντες σε Νέα Μάκρη και Ραφήνα. Πήγαμε στην Νέα Μάκρη και μας ενημέρωσαν πως «δεν φέρνουν εδώ επιζώντες, μόνο στη Ραφήνα». Πήγαμε στη Ραφήνα, δεν υπήρχε κανένα νέο. Αυτό κράτησε μέχρι το πρωί. Μας είπαν τότε, ότι ήρθε και το τελευταίο πλοίο με επιζώντες. Από εκεί άρχισε ο Γολγοθάς μας. Να ρωτάμε σε νοσοκομεία και αστυνομικά τμήματα για το γιο μου αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η κόρη μου έδωσε dna. Κάλεσαν και εμένα να δώσω. Όπως κατάλαβα είχε βρεθεί η σορός του αλλά δε μας το λέγανε. Την επόμενη ημέρα μας ειδοποίησαν να παραλάβουμε τη σορό του παιδιού μου. Ο ανακριτής και ο ιατροδικαστής μας είπε ότι ο γιος μου δεν υπέφερε. Πρώτα λιποθύμησε από τον καπνό και μετά κάηκε. Ήταν ένα είδος παρηγοριάς για εμάς. Ο γιος μου εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου και εκεί χάθηκαν πολλοί. Είχε ακούσει μάλλον ότι η φωτιά πάει προς τον Άγιο Πέτρο και αποφάσισε να πάει από Μαραθώνος. Τους οδηγούσαν προς αυτό το δρόμο. Εκεί έρχονταν αυτοκίνητα προς Νέα Μάκρη και από Νέα Μάκρη προς Ραφήνα».
«Τέτοιες εικόνες ούτε σε ταινία»
Από την πλευρά του, ο Ευάγγελος Κωστόπουλος, ο οποίος έχασε τη μητέρα του στο Κόκκινο Λιμανάκι, καταθέτοντας σήμερα στη δίκη είπε: «Εργαζόμουν στον Άγιο Δημήτριο. Ο πατέρας μου έμενε στο Κόκκινο Λιμανάκι. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο και τους ζήτησα να φύγουν. Μου απάντησε ότι βλέπει ένα ελικόπτερο που πετάει και μου είπε: «Μην ανησυχείς, θα τη σταματήσουν όπως κάθε καλοκαίρι». Κάποια στιγμή με πήρε η αδελφή μου και μου είπε: «Τρέχα οι γονείς μας καίγονται». Πήρα το μηχανάκι μου και πέρασα απαγορευτικά της Αστυνομίας για να φτάσω. Προσπάθησα να μπω στο Κόκκινο Λιμανάκι αλλά σταμάτησα από τις φλόγες. Κάποια στιγμή πέρασα είχε πολύ καπνό. Είχε περάσει η φωτά και είχε φτάσει στη θάλασσα. Σπίτια και αυτοκίνητα ήταν καμένα άλλα καιγόντουσαν ακόμη. Στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα τον πρώτο καμένο, σε ένα κάμπινγκ. Ένας άλλος τον έβλεπε και στέκονταν ακίνητος δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβλεπε. Ήταν ένα κάρβουνο. Το τοπίο ήταν τρομακτικό. Δεν μπορούσες να καταλάβεις που είναι το σπίτι σου. Τέτοιες εικόνες ούτε σε ταινία. Κοκάλωσα και εγώ. Το διπλανό σπίτι από το δικό μας είχε 20 μέτρα φλόγες. Τα άλλα σπίτια δεν υπήρχαν» ανέφερε ο κ. Κωστόπουλος και συνέχισε: «Έτρεξα από πίσω από το σπίτι μας. Εκεί που ήξερα ότι κάθεται η μητέρα μου. Ήταν πεσμένη είχε πεθάνει. Κάηκε από το θερμικό κύμα, είχε μουμιοποιηθεί. Προσπάθησα να πλησιάσω κάπως…. Έπεσα κάτω έμεινα δέκα λεπτά, δεν το θυμάμαι αυτό μου το είπε ο πατέρας μου. Δεν θυμάμαι πόση ώρα μετά σηκώθηκα. Ο πατέρας μου φώναζε μέσα στο σπίτι καίγονταν η κουζίνα. Κατάφεραν να μπω στο σπίτι, είχε πολύ καπνό. Ο πατέρας μου ήταν ξαπλωμένος. Καμένος σε χέρια και πόδια. Το μόνο αυτοκίνητο που δεν είχε καεί ήταν το δικό μας. Έμοιαζε σαν να το είχε χτυπήσει χαλάζι. Τον πήρα στην πλάτη τον έβαλα μέσα και ξεκινήσαμε. Είχε ευτυχώς τα κλειδιά στη τσέπη του. Στο δρόμο βρήκαμε πεσμένα δέντρα αλλά για μεγάλη μας τύχη δεν εμπόδιζαν. Πήγαμε προς Ραφήνα. Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Πρώτα πήγαμε στο «Σωτηρία» και μετά στον «Ευαγγελισμό». Εκεί αμέσως τον διασωλήνωσαν. Χέρια πόδια και πρόσωπο ήταν καμένα. Προσπαθούμε να συνέλθουμε από εκείνη την ημέρα…».
«Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τη μητέρα μου»
Τέλος, στο δικαστήριο κατέθεσε και η Παναγιώτα Μαλαίνου, η οποία έχασε τη μητέρα της. Η γυναίκα αρχίζοντας την κατάθεσή της ανέφερε: «Είχε πάει, όπως κάθε καλοκαίρι, στο Μάτι με το εγγονάκι της. Όταν είδαν τη φωτιά ξεκίνησαν να φύγουν. Πήρε την εγγονή της, Ειρήνη και πήγε σε μια φιλική οικογένεια που είχε αυτοκίνητο για να μεταβούν στη Αθήνα. Τα αυτοκίνητα της οικογένειας όμως είχαν εγκλωβιστεί. Αναγκαστικά πήγαν προς την Αργυρά Ακτή…. Μπήκαν στο νερό για να σωθούν. Στο σώμα τους και το κεφάλι τους έπεφταν αντικείμενα καιόμενα. Ήρθε ένα κύμα σαν σκούπα και τους τράβηξε μέσα. Τους μάζεψε ένα καΐκι ιδιωτικό. Την Ειρήνη, ημιθανή. Παιδοψυχίατροι την εξετάζουν από τότε», ανέφερε η μάρτυρας, η οποία στη συνέχεια αναφέρθηκε στις προσπάθειες που έκανε για να εντοπίσει την μητέρα της: «Πήγα στο λιμεναρχείο να ρωτήσω για τη μητέρα μου. Μου είπαν ότι ήταν νεκρή, βρήκανε στο τσαντάκι της την ταυτότητα. Έψαχνα όλη τη νύχτα στα καμένα, σε εκείνο το οικόπεδο που βρήκαν τους 26. Περίπου 8 -9 ώρες την έψαχνα. Δεν μπορούσαν να την αναγνωρίσω. Είχε φουσκώσει από τα αέρια. Πήγα δυο φορές για αναγνώριση. Δεν ξέρω πώς να σας μεταφέρω το πόνο της ανιψιάς μου. Ήταν τέσσερις ώρες μέσα στη θάλασσα. Ρωτάει «γιατί μας άφησαν;». Κάθε χρόνο παίρνω το καπετάνιο που την έσωσε στη γιορτή του να ευχηθώ.
Έσωσε την Ειρήνη, την έφερε ζωντανή. Τι να σας πω για εκείνη τη νύχτα; Για την ανοργανωσιά και το χάος; Όλη νύχτα να ψάχνω ένα άνθρωπο που είχε φύγει από τις 11. Αυτή η ιστορία μας έχει ταρακουνήσει πολύ. Η αδελφή μου δε μπορεί να σταθεί εδώ να σας τα πει. Γιατί δεν αφήσανε το δρόμο ανοιχτό να φύγουν οι άνθρωποι; Γιατί αυτοί που μείναμε μέσα και κάηκαν δε λάβανε βοήθεια; Γιατί έπρεπε να ζήσω εκείνη τη νύχτα; …Όταν έφτασα στο Μάτι εκείνη τη νύχτα δεν πίστευα αυτά που έβλεπε. Τι να πω; Τα αυτοκίνητα ήταν μάζες λιωμένες. Είπα «που είμαι; Στη Βυρηττό;». Δεν περίμενα να δω τέτοιες εικόνες. Τα οχήματα ήταν τόσο κοντά κάποια το ένα με το άλλο. Κάποια είχαν ανοιχτές πόρτες. Βρήκα το παιδί στο νοσοκομείο. Τι τρόμο πρέπει να αντιμετώπισε… Τη μάνα μου τη φυγαδεύσανε με ένα μικρό βανάκι και την πήγα στο Γουδί. Πήγα την είδα και είδα μια γυναίκα φουσκωμένη σαν μπάλα, χρειάστηκε και δεύτερη φορά να πάω για να την αναγνωρίσω….. δεν άντεχε η ψυχή μου….».
Η δίκη συνεχίζεται αύριο, Τετάρτη.
Έτσι στήθηκε η κινηματογραφική ληστεία στη Rolex στην Αθήνα - Άρπαξαν 20 ρολόγια και εξαφανίστηκαν
«Γινόμαστε μια ζεστή αγκαλιά»: Δράση της Νέας Δημοκρατίας για τα βρέφη και τα νεογνά του ΓΝΜ «Έλενα Βενιζέλου»
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις