Ο τίτλος του άρθρου αναφέρεται στο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, το οποίο παραμένει απελπιστικά μικρό: ο αριθμός των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 10 άτομα ανέρχεται στο 60% περίπου του συνολικού εργατικού δυναμικού, ενώ εάν προσθέσουμε και τους αυτοαπασχολούμενους, που υπολογίζονται στο 1/3 περίπου του εργατικού δυναμικού, προκύπτει ότι το 90% των Ελλήνων που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα εργάζονται σε επιχειρήσεις ενός μέχρι δέκα ατόμων.

Εν προκειμένω βρισκόμαστε ακριβώς στον αντίποδα αυτού που ο Γιόζεφ Σουμπέτερ περιέγραφε ως ‘’γιγαντισμό των επιχειρήσεων’’, γεγονός που κατ’ αυτόν οδηγούσε σε διαφοροποίηση μετόχων και διευθυντικών στελεχών, σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τους και λήψη ανορθολογικών αποφάσεων.

Του Κώστα Χριστίδη*

Το ελάχιστο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων δεν επιτρέπει οικονομίες κλίμακας και εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων μάρκετινγκ, δεν συμβάλλει στην εξειδίκευση, στην διά βίου εκπαίδευση και στην αύξηση της παραγωγικότητας ούτε βοηθά στην πραγματοποίηση καινοτομιών.

Οι σκέψεις αυτές ήλθαν στο προσκήνιο με αφορμή πρόσφατη εκδήλωση της ‘’Δράσης’’, κατά την οποία παρουσιάσθηκε έρευνα για το μέλλον της επιχειρηματικότητας που διεξήγαγε η εταιρεία Marc για λογαριασμό του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας.

Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι κύρια εμπόδια στο επιχειρείν είναι η υψηλή φορολογία κερδών και μερισμάτων, η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, τα συχνά φαινόμενα διαφθοράς, η δυσκολία εξεύρεσης ανθρώπινου δυναμικού με κατάλληλες δεξιότητες (παρά την καλπάζουσα ανεργία, πράγμα που δείχνει το χάσμα μεταξύ της παρεχόμενης εκπαίδευσης και των επιχειρηματικών αναγκών), οι δυσκολίες στην χρηματοδότηση, το υψηλό ενεργειακό κόστος αλλά και η νόθευση του ανταγωνισμού από την φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή που πραγματοποιούν ομοειδείς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.

Ο ομιλητής στην εκδήλωση, πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφέρθηκε στις εξαγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί μειώσεως φορολογικών συντελεστών και ιδιαιτέρως αυτών που αφορούν στην επιχειρηματική δράση.

Δεν έγινε, όμως, αναφορά στα αναγκαία φορολογικά κίνητρα για την συγχώνευση και εξαγορά επιχειρήσεων, όπως αυτά που ίσχυσαν προ δεκαετιών στην Ελλάδα και οδήγησαν στην δημιουργία επιχειρήσεων, ιδίως βιομηχανικών, υπολογίσιμου μεγέθους.

Η μελέτη και παροχή τέτοιων κινήτρων είναι αναγκαία γιατί το μεγαλύτερο εμπόδιο στις συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων είναι η κουλτούρα χαμηλής εμπιστοσύνης, η οποία χαρακτηρίζει, γενικότερα, την ελληνική κοινωνία και, ειδικότερα, τους Έλληνες επιχειρηματίες, οι οποίοι μικροί, μεσαίοι και μεγάλοι, είναι καχύποπτοι στις συνεργασίες.

Προτιμούν να είναι ‘’πρώτοι στο χωριό, παρά στην Αθήνα δεύτεροι’’ ή όπως το έθετε ένας παλαιός, αξιόλογος στην εποχή του επιχειρηματίας, ‘’καλύτερα ένας διάβολος που τον ξέρω παρά ένας άγγελος που δεν τον ξέρω’’ (!)

Έτσι, όμως, οι επιχειρήσεις μας καθηλώνονται σε τζίρους συνοικιακού κομμωτηρίου και ο μόνος λόγος που επιβιώνουν είναι η προστασία που παρέχει σε αυτές από τον εσωτερικό και διεθνή ανταγωνισμό το πολιτικό σύστημα. Πρόκειται δηλαδή για μία ακόμη εκδήλωση του πελατειακού κράτους που μπορεί να είναι αποδοτική από πολιτική άποψη αλλά αντίκειται στην οικονομική λογική.

Η τελευταία απαιτεί αισθητά μεγαλύτερο μέγεθος επιχειρήσεων, με δυνατότητες παραγωγής και προσφοράς διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών σε ανταγωνιστικό συνδυασμό ποιότητας και τιμής.

Νομικός - Οικονομολόγος*