Κατά την διάρκεια του τελευταίου δωδεκαμήνου η κυβέρνηση κατηγορούσε την αξιωματική αντιπολίτευση ότι έχοντας υπογράψει και αυτή το τρίτο μνημόνιο δεν διέθετε εναλλακτική οικονομική πρόταση.

Η ομιλία του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στην ΔΕΘ ήλθε να ανατρέψει αυτή την κατηγορία και να δείξει πόσο κενή περιεχομένου είναι η διάκριση ‘’μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί’’.

Του Κώστα Χριστίδη

Νομικού – Οικονομολόγου

Η δημοσιονομική ισορροπία που επιδιώκουν οι δανειστές αλλά και κάθε οικονομικά εχέφρων άνθρωπος είναι δυνατόν να επιτευχθεί καλύτερα και ασφαλέστερα όχι διά της διαρκούς αυξήσεως των φορολογικών βαρών αλλά διά της λελογισμένης μειώσεώς τους συνοδευομένης από αντίστοιχη μείωση των δημοσίων δαπανών.

Η ομιλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης διέθετε δύο πλεονεκτήματα, ασυνήθιστα για Έλληνες πολιτικούς. Πρώτον, δεν περιείχε υπερβολικές υποσχέσεις και εξαγγελίες. Δεύτερον, είχε σαφείς θέσεις: ανέφερε συγκεκριμένους φόρους προς μείωση (π.χ. ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ, φόρο επιχειρηματικών κερδών), ποσοστό μείωσης, χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένες (κατά ποσόν και κατηγορίες) μειώσεις δημοσίων δαπανών που θα συνοδεύουν τις φορο-ελαφρύνσεις.

Ο κυβερνητικός αντίλογος δεν αντέχει σε κριτική. Ο κ. Τσίπρας, ο οποίος προ διετίας από του ιδίου βήματος είχε υποσχεθεί παροχές ύψους (κατ’ αυτόν) 11,5 δις ευρώ, μεταβληθείσες στην πορεία σε επιβαρύνσεις ίσου περίπου ποσού για όλους τους Έλληνες, διερωτάται πώς θα μειωθεί ο ΕΝΦΙΑ κατά 30% εντός δύο ετών. Πρόκειται για τον φόρο για τον οποίο ο ίδιος είχε δηλώσει ότι ‘’δεν βελτιώνεται, καταργείται’’!

Περαιτέρω, κατηγόρησε τον κ. Μητσοτάκη ότι δεν προέβη σε εξαγγελίες για τους συνταξιούχους, τους ανέργους, τους αγρότες και άλλες κατηγορίες πολιτών. Όμως οι μειώσεις φόρων, όπως του ΦΠΑ, του ΕΝΦΙΑ, αφορούν τους πάντες, ανακουφίζουν και αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα όλων και συμβάλλουν στην αντιστροφή μίας υφεσιακής σε αναπτυξιακή πορεία.

Το συνολικό πρόγραμμα πρέπει να συνοδευθεί από πολλούς άλλους στόχους και μέτρα (μερικά από τα οποία αναφέρθηκαν ακροθιγώς στην ομιλία του κ. Μητσοτάκη), όπως: βελτίωση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης, δημιουργία κλίματος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα, προσέλκυση επενδύσεων, απλοποίηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας, επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, αναμόρφωση της παιδείας με τόνωση της άμιλλας μεταξύ εκπαιδευτικών φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών (ακριβώς τα αντίθετα δηλ. από αυτά που απεργάζεται η παρούσα κυβέρνηση), αύξηση της ευελιξίας με ασφάλεια (flexicurity) στις εργασιακές σχέσεις, θεσμικές τομές στην οργάνωση και λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

Το έργο είναι μεγαλεπήβολο και επίπονο. Απαιτεί προσήλωση στους στόχους και διαρκείς προσπάθειες, οι οποίες δεν πρέπει να επηρεάζονται από ανόητες κατηγορίες περί ‘’ακραίου νεοφιλελευθερισμού’’. Μία χώρα στην οποία οι δημόσιες δαπάνες ανέρχονται στο 55% του ΑΕΠ, και η οποία (σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Φρέιζερ που δημοσίευσε το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών) κατατάσσεται στην 89η θέση βάσει του δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας στον κόσμο, έχει επειγόντως ανάγκη όχι από λιγότερη αλλά από περισσότερη οικονομική ελευθερία και καινοτόμο επιχειρηματική δράση, πάντοτε εντός σταθερού δημοσιονομικού πλαισίου.