Η κυβέρνηση των Συριζανέλ, αντί να φροντίζει πώς θα προσελκύσει επενδύσεις, ενδιαφέρεται περισσότερο να προετοιμάζει το έδαφος υπονόμευσης της κυβέρνησης που θα την διαδεχθεί στην εξουσία.

Δεν υπάρχει πλέον οικονομολόγος, τραπεζίτης, επιχειρηματίας και χρηματοοικονομικός σύμβουλος που να μην αναγνωρίζει, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος, ότι  χωρίς άμεσες παραγωγικές επενδύσεις η Ελλάδα θα πάει για φούντο.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Το δε ύψος των επενδύσεων αυτών για την προσεχή πενταετία εκτιμάται στα 270 δισεκατομμύρια ευρώ –ήτοι 50 δισεκατομμύρια ευρώ και πλέον τον χρόνο. Πλην όμως, για την ώρα, το ποσόν αυτό ανάγεται στην σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.

Ακόμα χειρότερα, δεν είναι ορατή ούτε η διανοητική πρόθεση που θα επέτρεπε στην χώρα να προσελκύσει επενδύσεις και άρα να εμπνεύσει εμπιστοσύνη. Θα επαναλάβουμε για πολλοστή φορά ότι δεν αρκεί γενικά και αόριστα να μιλάμε για ανάπτυξη. Πρέπει στην λέξη αυτή να δίνουμε και το σχετικό περιεχόμενο, το οποίο στις σημερινές συνθήκες είναι πολύ πιο σύνθετο απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν.

Για να δοθεί, όμως, περιεχόμενο στην λέξη ανάπτυξη, πρέπει να καταλάβουμε κάτι πολύ απλό: η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να στηρίζεται στο μοντέλο που ουσιαστικά προκάλεσε την κρίση της. Δεν είναι πλέον δυνατόν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας να σχηματίζεται 90% από την κατανάλωση και μόνον 10% από επενδύσεις.

Τα ποσοστά αυτά θα διαιωνίζουν την κρίση και η ελληνική οικονομία, όπως πολύ εύστοχα λένε οι οικονομολόγοι Χρίστος και Δημήτρης Ιωάννου, θα μοιάζει με «επιπλέον ναυάγιο» το οποίο κάποιοι στηρίζουν τεχνητά για να παραμένει στην επιφάνεια. Αλλά αυτοί οι κάποιοι έχουν φθάσει στα όριά τους και σε κάποια στιγμή το «επιπλέον ναυάγιο» θα το αφήσουν να πάει στον πάτο.

Θα πρέπει άπαξ και δια παντός να γίνει κατανοητό σε τούτο τον τόπο ότι τα χρέη δεν αποπληρώνονται μόνον με κατανάλωση. Αυτό ποτέ δεν έχει συμβεί στην οικονομική ιστορία, αλλά ούτε και πρόκειται να συμβεί.

Μόνον η παραγωγή δημιουργεί πλούτο. Στις μέρες μας, όμως, οι παραγωγικές συνθήκες όχι μόνον έχουν αλλάξει, αλλά αλλάζουν πλέον καθημερινά και με ρυθμούς πρωτόγνωρους για αυτούς που παρακολουθούν τις εξελίξεις. Από την άποψη αυτή λοιπόν η χώρα έχει πρόβλημα και μάλιστα σοβαρό.

Η Ελλάδα λόγω της ασύμμετρης εξειδίκευσής της σε προϊόντα και υπηρεσίες, που χαρακτηρίζονται από απλή ή σχετικά χαμηλή τεχνολογία, εγκλωβίζει το ανθρώπινο δυναμικό της σε χαμηλές αμοιβές, στην φτώχεια και στην επιλογή της μετανάστευσης. Αυτό οδηγεί σε αδιέξοδο. Οι αμοιβές δεν θα αλλάξουν τροχιά με κρατικές αποφάσεις.

Μόνον ο μετασχηματισμός της παραγωγικής βάσης προς κατευθύνσεις που συνδέονται με την Γνώση, την τεχνολογία, την καινοτομία, την ποιότητα, το θεσμικό περιβάλλον ή την μορφή των κρατικών λειτουργιών θα επιτρέψει να ξεφύγουμε από τον άτεγκτο ανταγωνισμό κόστους εργασίας και να περάσουμε σε διαφορετικό επίπεδο ανθεκτικότητας και επιδόσεων.

Όπως κατά κόρον τονίζουν οι περισσότεροι σοβαροί οικονομολόγοι σε τούτη την χώρα (Ιωάννου, Μασουράκης, Γιαννίτσης, Γάτσιος κ.α.), ανεξάρτητα από την μετατόπιση σε σύγχρονες μορφές παραγωγής, ιδιαίτερη σημασία έχει και η μετάβαση από προστατευμένες σε διεθνώς εμπορεύσιμες παραγωγικές δραστηριότητες.

Η αναφορά σε «διεθνώς εμπορεύσιμες παραγωγικές δραστηριότητες» γίνεται συχνά. Όμως δεν αρκεί. Σε ποια ειδικότερα πεδία παραγωγής ή σε ποιους παραγωγικούς θύλακες ειδικεύεται και τί ακριβώς παράγει μία οικονομία έχει θεμελιακή σημασία.

Ό,τι είναι «διεθνώς εμπορεύσιμο» δεν σημαίνει ότι θα προωθήσει εξίσου την αναπτυξιακή διαδικασία και την εξωστρέφεια της οικονομίας.

«Διεθνώς εμπορεύσιμα» είναι τα απλά πλαστικά είδη σπιτιού, διεθνώς εμπορεύσιμες είναι και οι ηλεκτρονικές εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα ή τα προηγμένα φάρμακα. Κάθε τέτοια εξειδίκευση έχει διαφορετικές προεκτάσεις για το επίπεδο αμοιβών, τις εξαγωγικές δυνατότητες και την δυναμική της ανάπτυξης.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, όπως επισημαίνει και ο εντεταλμένος σύμβουλος της PwC κ. Κώστας Μητρόπουλος, ο παραγωγικός μετασχηματισμός απαιτεί περί τα 270 δισεκατομμύρια ευρώ επενδύσεις μέχρι και το 2022, από τις οποίες προβλέψιμες και σχεδιασμένες είναι μόνον τα 150 δισεκατομμύρια.

Λείπουν, δηλαδή, άλλα 120 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία, για να έλθουν, λέει ο κ. Κ. Μητρόπουλος, χρειάζεται πριν απ’ όλα η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην πολιτική διαδικασία και στους θεσμούς.

Ιδού ένα μεγάλο ζητούμενο, το οποίο δεν καλύπτεται ούτε με ξόρκια ούτε με διάφορες «επαναστατικές» κορώνες, καλές για το κρατίδιο των Εξαρχείων. Και, βέβαια, επενδύσεις δεν προσελκύονται με τις γελοιότητες που εκστομίζει ο πρωθυπουργικός παλιάτσος κ. Καρανίκας, ο οποίος φυσικά απευθύνεται στα πνευματικά απορρίμματα των Εξαρχείων.