Συγκλόνισε με την κατάθεσή του στη δίκη ο διευθυντής της Ιωάννας στην ασφαλιστική εταιρεία που εργάζονταν η άτυχη κοπέλα και όπου δέχθηκε στις 20 Μαΐου του 2020 την επίθεση με βιτριόλι από την κατηγορούμενη της υπόθεσης Έφη Κακαράντζουλα. «Άφριζαν οι τοίχοι» είπε ο εν λόγω μάρτυρας για να συμπληρώσει πως όσο και αν καθάριζαν το βιτριόλι συνέχιζε να καίει. Μάλιστα, όπως είπε από το καυστικό υγρό έλιωσαν και τα γυαλιά της κοπέλας. Σημαντικές ήταν όμως και οι υπόλοιπες καταθέσεις που δόθηκαν σήμερα στο δικαστήριο -μάλιστα η συνεδρίαση δεν αποκλείεται να συνεχιστεί μέχρι το βράδυ- όπως η γυναίκα ταξιτζής που μετέφερε την κατηγορούμενη στον τόπο του εγκλήματος αλλά και μια φίλη της Ιωάννας. Για συνομιλίες της κατηγορούμενης με υπήκοο από το Πακιστάν, μίλησε στην κατάθεσή του αστυνομικός που συμμετείχε στις έρευνες για τη σύλληψη της δράστιδος.
Συγκεκριμένα ο διευθυντής της Ιωάννας στην κατάθεσή του σήμερα στη δίκη είπε μεταξύ άλλων τα εξής: «Πρόκειται για ένα έγκλημα πρωτοφανές που όταν μας ρωτούσαν ποιος μπορεί να το έκανε, δεν πήγαινε πουθενά το μυαλό μας. Δεν έχω καμία σχέση με την κατηγορούμενη, είμαι ο διευθυντής του γραφείου που δούλευε η Ιωάννα. Την ώρα που βρισκόμουν στο γραφείο μου άκουσα φωνές έξω. Είδα τον συνέταιρό μου να παίρνει το αυτοκίνητο και να φεύγει με ταχύτητα, σχεδόν παραβιάζοντας το φανάρι. Κατέβηκα αμέσως κάτω γιατί κατάλαβα ότι κάτι είχε συμβεί πολύ σοβαρό. Βγαίνοντας από το ασανσέρ είδα παντού χυμένο υγρό, μέχρι την είσοδο. Περίπου 25 τετραγωνικά της εισόδου ήταν καλυμμένο με αυτό το υγρό, μπροστά στο ασανσέρ ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση, όσο πήγαινα προς την έξοδο ήταν λιγότερο. Το υγρό αυτό άφριζε. Ακόμα και σήμερα τα μάρμαρα είναι ποτισμένα, το λείο της επιφάνειας έχει υποχωρήσει, είναι σκαμμένο. Το ίδιο και στους τοίχους, αλλά τους βάψαμε. Φέραμε συνεργεία για να λειάνουν τα μάρμαρα και να βάψουν τους τοίχους. Υπολογίζω ότι το υγρό ήταν ενάμισι λίτρο, με πλατύ στόμιο το δοχείο για να πέσει κατευθείαν. Άκουσα φωνές ότι έριξαν βιτριόλι σε μια κοπέλα και μετά έμαθα ότι ήταν η Ιωάννα. Πήγα στο φαρμακείο να παραλάβω τα πράγματα της και να τα πάω στο Μετροπόλιταν όπου είχε διακομιστεί».
Συνεχίζοντας την κατάθεσή του ο μάρτυρας ανέφερε: «Ανοίγοντας την τσάντα της, είδα ότι τα γυαλιά της ήταν παραμορφωμένα, εκεί κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Επικοινώνησα με το γραφείο για να επικοινωνήσουν με τους οικείους της. Όταν πήγα η Ιωάννα ήταν στην εντατική. Αυτό που αντίκρισα ήταν ένας άνθρωπος χωρίς τις αισθήσεις του, με ένα χρώμα καφέ, δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτός ο άνθρωπος έχει διασωθεί. Έλεγε καίγομαι και κρυώνω ταυτόχρονα. Οι γιατροί έδιναν σκεπάσματα, κουβέρτες προσπαθώντας να διαχειριστούν το σοκ που είχε υποστεί. Άκουγα να λένε ότι το βιτριόλι συνέχιζε τη βλάβη, πώς ό,τι καθάρισαν - καθάρισαν αλλά αυτό συνεχίζει να καίει. Μου είπε ο υπεύθυνος της εντατικής ότι η ζωή της είναι σε κίνδυνο, ότι κινδυνεύει να πεθάνει, και ότι το μάτι της δεν ξέρουμε αν θα σωθεί, μπορεί να χρειαστεί μεταμόσχευση. Δεν μπορούσα όλα αυτά να τα μεταφέρω στη μητέρα της, της είπα μόνο ότι η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή. Το Μετροπόλιταν ναι μεν έδωσε γρήγορα βοήθεια, που ήταν καθοριστικό για την επιβίωσή της, αλλά μετά κρίθηκε ότι έπρεπε να μεταφερθεί στο Λάτσειο με ειδικό ασθενοφόρο. Συνέχισα να την επισκέπτομαι στο Λάτσειο για δύο λόγους. Για να ξέρει ότι είμαστε κοντά της, εγώ και οι συνάδελφοι και μήπως χρειαστεί κάτι. Και οι γιατροί εκεί μου είπαν ότι προέχει να σωθεί η ζωή της και όλα τα άλλα έπονται. Φοβούνταν ότι η Ιωάννα μπορούσε να πεθάνει και όχι μόνο την πρώτη μέρα, μέχρι το τέλος».
Ο μάρτυρας κατέθεσε πως το επισκεπτήριο στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν η Ιωάννα ήταν ασφυκτικό χρονικά και στη συνέχεια έγιναν και πιο αυστηρά τα μέτρα ασφαλείας. Συνεχίζοντας την κατάθεσή του είπε: «Πληροφορήθηκα ότι κάποιος άγνωστος προσπάθησε να την επισκεφθεί και αυτό ήταν πριν τη σύλληψη της δράστιδος. Τελικά το άγνωστο άτομο δεν κατάφερε να την επισκεφθεί επειδή έγινε αντιληπτό και δεν την άφησαν, ήταν εκτός λίστας. Από εκείνη τη μέρα μας σταματούσαν στην πύλη και επικοινωνούσαν με την οικογένεια της Ιωάννας, έπρεπε να δώσει το οκ και ξανά να ελεγχθούν τα στοιχεία μας στην είσοδο. Η Ιωάννα προσπαθούσε να μη δείξει την απελπισία της στη μητέρα της και η μητέρα της έκανε το ίδιο σε εκείνη. Αναζητούσε συνεχώς τη μητέρα της κάθε πέντε λεπτά, σαν ένα μικρό παιδάκι. Η διαβίωση και η επιβίωσή της προϋποθέτουν αδιανόητες συνθήκες, σύντομα καταλάβαμε ότι δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε τηλεργασία που θα ήταν μόνο και μόνο για δική της ψυχολογική στήριξη, όμως ούτε αυτό δεν γίνεται για να νιώσει καλύτερα. Πρέπει συνέχεια να βάζει αλοιφές, να παρακολουθεί τι προκαλούν, δακρύζει συνεχώς το μάτι της, το αυτί της κλείνει, είναι σωματικά ανάπηρη κατά 90% και έχει μπροστά της χειρουργεία βαρύτερα και από αυτά που έχει κάνει μέχρι τώρα. Μου είπε κάποια στιγμή ότι της είπε η αστυνομία ότι υπάρχει μια τηλεφωνική συνδιάλεξη της κατηγορουμένης με την ξαδέρφη της, λίγες μέρες μετά την επίθεση. Μου είπε ότι θα πάρω την ξαδέρφη μου να δω τι ήταν αυτό το τηλεφώνημα. Την πήρε μπροστά μου και άκουγα, γιατί μίλαγε με ηχείο λόγω του ότι δεν ακούει. Η ξαδέρφη της είπε πως η κατηγορούμενη ρώτησε πώς είναι η Ιωάννα και αν μπορεί κάποιος να την επισκεφτεί στο νοσοκομείο και ότι εκείνη της απάντησε ότι δεν μπόρεσε να τη δει. Επίσης έχω συγκρατήσει ότι η ξαδέρφη της μετέφερε ότι η κατηγορούμενη της είπε ότι δεν είναι κάτι σοβαρό αυτό που έγινε στην Ιωάννα, ότι θα πάρει αποζημίωση και θα μπορέσει να αγοράσει ένα σπίτι. Αυτό την Ιωάννα και εμένα εκείνη την ώρα με συγκλόνισε.Το τηλεφώνημα αυτό της κατηγορουμένης στην ξαδέρφη της Ιωάννας ήταν κοντά χρονικά με τη μέρα που ο άγνωστος προσπάθησε να την επισκεφθεί στο νοσοκομείο. Την ώρα της επίθεσης, πρωινή, είναι πολυσύχναστο το σημείο της εισόδου των γραφείων, έχει συνεχή διέλευση κόσμου, έχει και άλλες εταιρείες το κτίριο, μέχρι τις 10.30 μπαινοβγαίνει κόσμος».
Πολιτική Αγωγή: Τι γνωρίζετε για αυτά τα άτομα δύο άτομα που φέρονται εμπλεκόμενοι στην υπόθεση;
Μάρτυρας: Από δημοσιεύματα στο διαδίκτυο και στην τηλεόραση, άκουσα ότι η κατηγορούμενη κάλεσε σε ένα νούμερο πάρα πολλές φορές την ημέρα της επίθεσης, ενώ σε προγενέστερο χρόνο είχε ζητήσει να της προμηθεύσει κάτι χωρίς να διευκρινίζεται ακριβώς τι. Διάβασα ότι ο δικηγόρος της έκανε δήλωση ότι εκείνη είχε ζητηθεί στον εντολέα του να κάνει κάποιες ενέργειες και ότι όταν άκουσε για την επίθεση φοβήθηκε για τη ζωή του και δεν μίλησε για τη δράστη.
Ο μάρτυρας χαρακτήρισε την κατηγορούμενη ως ένα άτομο χωρίς ενσυναίσθηση που ήταν «μόνο ψυχρή και με δολοφονική πρόθεση απέναντι στην Ιωάννα.
Η κατάθεση της φίλης της Ιωάννας
Στην κατάθεσή της φίλη του θύματος ανέφερε: «Η Ιωάννα είχε μια φυσιολογική ζωή, δεν δημιουργούσε ίντριγκες και αντιπαλότητες, δεν γνωρίζω την κατηγορούμενη, δεν μου είπε η Ιωάννα ποτέ για κάποιον Επαμεινώνδα... Πολλές φορές μας λέγανε πηγαίνετε να τη δείτε γιατί δεν ξέρουμε τι θα γίνει έπειτα, δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί της, δεν μπορούσε καν να μιλήσει Ήμασταν εκεί για να μας βλέπει, όσο μπορούσε να δει Τα μέτρα ασφαλείας στο νοσοκομείο ήταν αυστηρά, μας είχαν πει ότι μπορούσε να έχει υπάρξει περιστατικό παραβίασης Θέλω να είμαι αισιόδοξη ότι θα γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη δουλειά αλλά είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες, παίρνει πάρα πολλά φάρμακα, έχει πολλά χειρουργεία μπροστά της, έχει πολλά βασανιστήρια θα πω εγώ. Σας μιλάω και μου βγαίνουν με το ζόρι τα λόγια, δεν έχω βιώσει κάτι χειρότερο. Η Ιωάννα δε θα γίνει ποτέ όπως ήταν πριν».
Η συνομιλία με Πακιστανό
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και αστυνομικός που συμμετείχε στις έρευνες. Όπως είπε η Αστυνομία έκανε άρση απορρήτου και είδε ότι το ταξί που είχε καλέσει η κατηγορούμενη άνηκε σε εταιρεία. Ο μάρτυρας ανέφερε: «Είδαμε ότι χρησιμοποιήθηκαν στις 18 Μαΐου και 19 κάποιες κλήσεις από τηλεκάρτα. Η μια κλήση ήταν από την Ακαδημίας και η άλλη από Συγγρού. Είδαμε ότι η συγκεκριμένη τηλεκάρτα επικοινώνησε και με κάποιον πακιστανικής καταγωγής. Είδαμε ότι υπήρχε και ένα κινητό σε αυτές τις κλήσεις και ήταν της κατηγορούμενης. Οι κλήσεις στον Πακιστανό έγιναν στις 29/4».
Τι κατέθεσε η οδηγός ταξί
Στη δίκη κατέθεσε και η οδηγός ταξί που μετέφερε την Έφη Κακαράντζουλα στην Καλλιθέα, εκεί όπου επιτέθηκε στην Ιωάννα. Η μάρτυρας ανέφερε: «Πήρα την κατηγορούμενη δύο συνεχόμενες μέρες κούρσα. Η πρώτη ήταν στις 19, ήμουν στην περιοχή της Καλλιθέας, μου είπαν από την εταιρεία ότι είναι μια κυρία Ελληνοαμερικανίδα που έχει έρθει στην Ελλάδα για συνεντεύξεις για δουλειά, και να την παραλάβω από την περιοχή κοντά στην Αγία Ελεούσα, στη Θησέως, γιατί δεν έχει τηλέφωνο. Ήρθε μετά από 20, 25 λεπτά μου είπε ότι πάμε στο Μετς, στο πρώτο Νεκροταφείο. Μου είπε: Έίσαι στον αριθμό 8; Θέλω να με περιμένετε εκεί που θα με αφήσετε. Θέλετε να σας προπληρώσω. Δεν ήθελε να απομακρυνθώ από το σημείο, ήθελε να το σιγουρέψει ότι θα μείνω. Της είπα ότι δεν χρειάζεται να με προπληρώσει, έφυγε και γύρισε περίπου σε είκοσι λεπτά μου είπε ότι "δεν τελείωσα, τελείωσα μόνο για σήμερα". Της είπα ότι πρέπει να ξανακαλέσει στην εταιρεία ραδιοταξί, αλλά επέμενε ότι δεν έχει τηλέφωνο και ήθελε να δώσουμε ραντεβού την άλλη μέρα. Μου είπε ότι το τηλέφωνο της ήταν Aμερικανικό και ότι δεν μπορούσε να με καλέσει. Για αυτό της έδωσα το κινητό μου έτσι ώστε αν ακυρωθεί, να μην περιμένω τζάμπα. Πήγα την άλλη μέρα, πάλι στη Θησέως στην περιοχή της Αγίας Ελεούσας, είχα πάει νωρίτερα. Μου είπε "καλημέρα, περίμενε με, δεν θα αργήσω πολύ". Εκεί κατάλαβα ότι πέρασε τον δρόμο απέναντι, δεν είδα αν κρατούσε κάτι στα χέρια της, θυμάμαι ξεκάθαρα ότι είχε τσάντα και πορτοφόλι, δεν θυμάμαι αν κρατούσε κάτι άλλο. Σε δέκα λεπτά ήρθε τρέχοντας και μου ζήτησε να την πάω στο ίδιο σημείο από όπου την είχα παραλάβει, μπήκε από την πόρτα πίσω μου αυτή τη φορά, από την πλευρά του δρόμου. Όταν φτάσαμε, μου είπε, καλή συνέχεια και ίσως να σε ξαναχρειαστώ, έχω και το τηλέφωνό σου. Δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο. Κατά τη διάρκεια της κούρσας ήταν ένας πολύς σύντομος διάλογος, ήταν φιλική, ήρεμη, δεν αντιλήφθηκα ταραχή. Μου είχε πει ότι έχει έρθει από την Αμερική και έψαχνε για δουλειά στην Ελλάδα και της έλεγα ότι εδώ είναι δύσκολα τα πράγματα. Όταν επέστρεψε τρέχοντας, νόμιζα ότι έχει πολλά ραντεβού για δουλειά και βιαζόταν. Και τις δύο φορές κάθισε ακριβώς πίσω μου στο ταξί, τη μία δεξιά και την άλλη αριστερά, δεν την έβλεπα ξεκάθαρα από τον καθρέφτη. Κάποια στιγμή της είπα: "δεν ζεσταίνεσαι;". εγώ ήμουν με κοντομανικο και εκείνη φόραγε πολλά ρούχα. Αλλά μου είπε ότι προστατεύεται από τον ήλιο. Θυμάμαι να φόραγε κάτι σαν καπαρντίνα, γυαλιά, γάντια, μάσκα. Για αυτό τη ρώτησα αν σκάει. Δεν ήταν μια συνηθισμένη εμφάνιση για τη ζέστη που είχε εκείνες τις μέρες, ήταν πολύ φορτωμένη με ρούχα. Δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε αν είναι μελαχρινό ή λευκό το δέρμα της. Η διαδρομή ήταν 8 ευρώ και μου άφησε 15. Συνήθως οι Ελληνοαμερικανοί αφήνουν περισσότερα. Επειδή φόραγε τη μάσκα και δεν έβλεπα αν χαμογελούσε, μπορώ να πω ότι ήταν ευδιάθετη».