Πέρα από τα μακροοικονομικά μεγέθη και την εξυγίανσή τους, προέχει η ενίσχυση του επιχειρηματικού ιστού της χώρας καθώς, βέβαια, και ο επαναπροσανατολισμός του.

Δεν είναι τυχαίο ότι το βρεταννικό περιοδικό Εκόνομιστ καθιέρωνε πριν οκτώ χρόνια μία νέα στήλη με τίτλο «Σουμπέτερ».

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Χρησιμοποιούσε το όνομα του μεγάλου Αυστριακού οικονομολόγου Γιόζεφ Σουμπέτερ (1883-1950), ο οποίος θεωρείται και ο μέγας θεωρητικός του επιχειρείν και του ρόλου της επιχείρησης στην διαδικασία παραγωγής κοινωνικού πλούτου.

Ο οικονομολόγος που έγραφε περί της «δημιουργικής καταστροφής» και, κατά πολλούς, συγγραφέας του ογκώδους βιβλίου «Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός και Δημοκρατίας, θεωρείται ο προφήτης-οικονομολόγος του 21ου αιώνα. Για τον απλό λόγο ότι είχε προβλέψει από το 1948(!) τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην παγκόσμια οικονομία.

Υπό το πρίσμα, έτσι, μίας σουμπετεριανής ανάλυσης, επτά είναι οι μεγάλες πληγές της ελληνικής επιχείρησης, με τις οποίες ουδείς ασχολείται σε βάθος –ούτε καν πολλοί επιχειρηματίες.

Η πρώτη και πολύ σοβαρή πληγή είναι η γραφειοκρατία, που εδώ και χρόνια υπονομεύει κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια στην χώρα μας –εις βάρος, βεβαίως, της εθνικής οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής.

Ένα δεύτερο πρόβλημα που έρχεται να προστεθεί στο πρώτο είναι αυτό της πενιχρής συμμετοχής της εγχώριας βιομηχανίας στις κρατικές προμήθειες, φαινόμενο που συνοδεύεται και από τον πολύ χαμηλό δείκτη εξωστρέφειας της βιομηχανικής μας παραγωγής.

Έτσι, ακόμα και σήμερα, οι ελληνικές βιομηχανικές εξαγωγές είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας και κυριαρχούνται από τα είδη ένδυσης και ορισμένα υλικά κατασκευών –δηλαδή προϊόντα που υφίστανται έντονο ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, ενώ δεν δημιουργούν «εικόνα» για το σύνολο της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής.

Αυτή η έλλειψη εικόνας αποτελεί το τρίτο μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής βιομηχανίας, σε μία εποχή όπου το μάρκετινγκ, η επικοινωνία, η ταυτότητα των προϊόντων και η φήμη τους αποτελούν άϋλους μεν, σημαντικούς δε συντελεστές παραγωγής πλούτου σε μία επιχείρηση.

Όταν λοιπόν μόνον περί το 30% των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων έχουν τμήματα μάρκετινγκ και εφαρμόζουν την τακτική αυτή, σίγουρα θλίβεται. Και η θλίψη κορυφώνεται όταν διαπιστώνει ότι περισσότερες από τις μισές από τις εταιρείες αυτές είναι διεθνείς, με θυγατρικές στην Ελλάδα.

Η έλλειψη εικόνας οδηγεί στο τέταρτο σοβαρό πρόβλημα. Αυτό της αδυναμίας της εταιρείας να παρακολουθήσει τις διακυμάνσεις της αγοράς, τις μεταβολές στις καταναλωτικές συνήθειες και γενικά τις αλλαγές που σημειώνονται στο επίπεδο μόδας.

Ειδικά για τις βιομηχανίες ένδυσης, η αδυναμία αυτή έχει ολέθριες επιπτώσεις και έχει οδηγήσει εκτός αγοράς πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις του κλάδου.

Πέμπτο πρόβλημα για την βιομηχανική επιχείρηση της χώρας μας είναι η έλλειψη καινοτομιών.

Όπως προκύπτει από έρευνες παγκόσμιας εμβέλειας και αναγνωρίζουν κορυφαίοι σύμβουλοι επιχειρήσεων, τα τελευταία 20 χρόνια παρατηρείται ριζική μείωση του μέσου χρόνου ζωής των βιομηχανικών προϊόντων αλλά και ταυτόχρονη άνοδος της εισόδου στην αγορά νέων καταναλωτικών αγαθών. Μόνον το 2005, για παράδειγμα, κυκλοφόρησαν διεθνώς 21.000 νέα προϊόντα από τα οποία τα μισά είχαν χρόνο ζωής λιγότερον από έξι μήνες. Το γεγονός αυτό ωθεί τις επιχειρήσεις να δίνουν τεράστια σημασία στα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης (R&D) που διαθέτουν, και άρα τις κάνει περισσότερο καινοτόμες.

Ωστόσο, ο συνδυασμός του μάρκετινγκ με τις καινοτομίες και το λανσάρισμα νέων προϊόντων στην αγορά οδηγεί στην πρακτική της αποκαλούμενης δημιουργικής προσφοράς. Στην Ελλάδα, η έλλειψη δημιουργικής προσφοράς είναι το έκτο σημαντικό πρόβλημα της ελληνικής βιομηχανίας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Μέσα σε αυτό το κλίμα, δεν αρκεί για μία επιχείρηση να λέει ότι χρειάζονται κάποια κίνητρα για να ανοίξει αγορές και να αυξήσει τις εσωτερικές και εξωτερικές πωλήσεις της.

Είναι ζωτικό για την σύγχρονη επιχείρηση να μπορεί να διαμορφώνει η ίδια τους όρους προσφοράς και ζήτησης στην αγορά, στο μέτρο βεβαίως του εφικτού. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, οι επιχειρήσεις πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η εποχή που η παραγωγή είχε ως πυξίδα της την ζήτηση πέρασε ανεπιστρεπτί.

Στις σημερινές έντονα ανταγωνιστικές οικονομίες, τα δεδομένα της εισόδου και εξόδου των προϊόντων από και στις διεθνείς και εθνικές αγορές έχουν αλλάξει. Οι οικονομίες στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο στηρίζονται πλέον στην δημιουργική προσφορά παρά στην ζήτηση.

Με άλλα λόγια, όπως αναγνωρίζουν πολλοί παρατηρητές, οι επιχειρήσεις που θέλουν να διαβούν στην αγορά με αξιώσεις, αντί να ικανοποιούν την ζήτηση πρέπει να δημιουργούν προσφορά. Είναι δηλαδή απαραίτητο να διευρύνουν το πεδίο ζήτησης προσφέροντας προϊόντα και υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν κάτι παραπάνω σε σχέση με τον ανταγωνισμό.

Αυτή δε η προστιθέμενη αξία μπορεί να είναι συνολική ή τμηματική, αρκεί να διαφοροποιεί το προϊόν από τα άλλα.

Ερχόμαστε έτσι σε μία νέα διάσταση της μοντέρνας βιομηχανικής εποχής, η οποία, πολύ σωστά, χαρακτηρίζεται και ως μεταβιομηχανική. Πρόκειται για την αξιοποίηση των ιδεών και των γνώσεων. Αξιοποίηση ασήμαντη στην Ελλάδα, φαινόμενο που συνιστά το έβδομο πρόβλημα της εγχώριας βιομηχανίας και το οποίο συνδέεται άμεσα με το επίπεδο της εκπαίδευσής μας που είναι εξαιρετικά χαμηλό και αντιπαραγωγικό.

Είναι λοιπόν καιρός οι επιχειρήσεις μας να αφυπνισθούν και να κινητοποιηθούν –μην περιμένοντας και πολλά από ένα αναποτελεσματικό κράτος το οποίο δύσκολα θα αλλάξει, παρά κάποιες δειλές μεταρρυθμίσεις. Κατά συνέπεια, ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για τους Έλληνες επιχειρηματίες θα ήταν σήμερα η ιώβειο υπομονή…