Ο Γιώργος Σαρμαντζόπουλος, πριν από 11 χρόνια άρπαξε μέσα από την Εθνική Πινακοθήκη τρία έργα αμύθητης αξίας, των Πικάσο, Μοντριάν και Μονκάλβο. Μάλιστα ο άνδρας έμεινε ασύλληπτος επί 10 χρόνια.
Η δίκη της υπόθεσης ολοκληρώθηκε και ο 50χρονος σήμερα άνδρας που συνήθιζε να συστήνεται ως συλλέκτης έργων τέχνης, καταδικάστηκε σε 6 χρόνια κάθειρξης με αναστολή, του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και με ηλεκτρονική επιτήρηση, επέστρεψε στο σπίτι του, ως το εφετείο.
Τον περασμένο Αύγουστο, όταν και έγινε δεκτό το αίτημα αποφυλάκισής του μετά από 14 μήνες εγκλεισμού, είχε μιλήσει για το περιστατικό.
«Συνέβη και έγινε από την αγάπη μου προς την τέχνη. Πιστεύω ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί κάποια στιγμή στη ζωή του να κάνει κάποιο λάθος», ανέφερε ο Γιώργος Σαρμαντζόπουλος στην τηλεόραση του Mega.
Από τα έργα που εξαφανίστηκαν εκείνη τη νύχτα, ένα δεν ανακτήθηκε. Ο Γιώργος Σαρμαντζόπουλος είπε στο δικαστήριο ότι κατά την προσπάθεια να διαφύγει, κόπηκε και σκούπισε με το σχέδιο του Μονκάλβο το ματωμένο χέρι του. Έπειτα ισχυρίζεται ότι το πέταξε.
«Ήμουν ήδη συλλέκτης μιας μικρής συλλογής από διάφορους Έλληνες καλλιτέχνες και ήθελα να εμπλουτίσω την υπάρχουσα συλλογή μου που είχα τότε, η οποία είναι ακόμα μεγαλύτερη τώρα, με κάποια έργα φημισμένων ζωγράφων», ανέφερε ο κ. Σαρμαντζόπουλος.
Το «Γυναικείο κεφάλι» του Πάμπλο Πικάσο, με τη χειρόγραφη αφιέρωσή του στον ελληνικό λαό στο πίσω μέρος του πίνακα και ο «Ανεμόμυλος Στάμμερ» του Πιτ Μοντριάν είχαν βρεθεί σε μια ρεματιά, στο Πόρτο Ράφτη, προστατευμένοι σε μεγάλους χαρτοφύλακες.
«Τα 10 χρόνια αυτά, είχαν περάσει πάρα πολλές φορές οι σκέψεις του να επιστραφούν τα έργα, αλλά λόγω της οικογενειακής μου κατάστασης δεν επέστρεφα τα έργα», πρόσθεσε.
Επί 9 χρόνια οι πίνακες ήταν κρυμμένοι σε μια αποθήκη στην Κερατέα και ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε είχε την πρόθεση να τους πουλήσει, αποδίδοντας την κλοπή καθαρά στο πάθος του για την τέχνη.
Μιλώντας στο MEGA, ο δράστης «της κλοπής του αιώνα» έκανε λόγο για μια λανθασμένη πράξη.
«Ήταν μια λανθασμένη σκέψη η οποία αργότερα μετατράπηκε σε κλοπή. Υπήρξε ένας τεχνικός σχεδιασμός 6 μηνών. Η κλοπή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από κάθε απλό πολίτη», είπε και συμπλήρωσε:
«Ο καθένας θα μπορούσε να μπει στο κτίριο τότε το 2012 στην πινακοθήκη από μια ξεκλείδωτη μπαλκονόπορτα και να πάρει τα έργα. Ήταν εξαιρετικά αφύλακτη τότε η πινακοθήκη, με έναν φύλακα και σύστημα ασφαλείας που υπολειτουργούσαν».
Ο ίδιος αποκάλυψε ότι η σύλληψή του ήταν μακρόχρονη καθώς «δεν μπορούσε να μπει στο μυαλό κανενός ότι μια κλοπή αυτού του μεγέθους μπορούσε να γίνει από έναν απλό πολίτη».
«Ποτέ δεν έχω καταδικαστεί, ποτέ δεν έχω υπάρξει σεσημασμένος και ήταν μια λάθος σκέψη και πράξη», σημείωσε.
Για δίκαιη απόφαση έκανε λόγο από την πλευρά του ο συνήγορος του κ. Σαρμαντζόπουλου, Σάκης Κεχαγιόγλου.
«Δίκαιη απόφαση, ούτε αυστηρή ούτε επιεικής. Μετά τη διάπραξη της κλοπής, ο εντολέας μου το αποδέχτηκε πριν καταστεί κατηγορούμενος. Χωρίς την αυθόρμητη, αυτόβουλη και χωρίς πίεση απόφασή του να συνεργαστεί με τις Αρχές, τα έργα δεν επρόκειτο ποτέ να επιστρέψουν στην Πινακοθήκη. Ο ίδιος υπέδειξε το σημείο που τα είχε τοποθετήσει».
Σύμφωνα με τον κ. Κεχαγιόγλου, το γεγονός ότι τα έργα επέστρεψαν άθικτα στην Πινακοθήκη, καθώς και ότι από την έρευνα δεν προέκυψε ενδεχόμενο πώλησης των πινάκων, οδήγησαν το δικαστήριο στην αναγνώριση ελαφρυντικού του δράστη.
«Ο ορισμός για το ποιος μετανόησε και ήρε στην πράξη της συνέπιες της πράξεώς του είναι ο κύριος Σαρμαντζόπουλος».