Πίσω από την άτυπη συμμαχία Τουρκίας, Ιράν και Ρωσίας υπάρχουν και άλλες παράμετροι, ιδεολογικής και γεωπολιτικής ταυτοχρόνως σημασίας.

«Μία πτυχή του δόγματος Πούτιν σε γεωπολιτικό επίπεδο είναι η προώθηση του εθνικομπολσεβικισμού στην βαλκανική Ευρώπη, με αιχμή του δόρατος την Ελλάδα και την Σερβία»

Αλέξης Μπερέλοβιτς, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Παρίσι IV

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Την πρώτη φορά που άκουσα να γίνεται λόγος για τον εθνικομπολσεβικισμό ήταν το 1982, στο Μόναχο. Είχα πάει να συναντήσω τον διάσημο τότε αντιφρονούντα Αλέξανδρο Ζηνόβιεφ και να συνομιλήσω μαζί του για λογαριασμό του περιοδικού Εποπτεία το οποίο εξέδιδε ο Παν. Δρακόπουλος.

Στην συζήτηση αυτή, λοιπόν, ο Ρώσος αντιφρονών έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για τον εθνικομπολσεβικισμό, τονίζοντας ότι ήταν μία ιδεολογική τάση που είχε ισχυρές ρίζες τόσο στην τότε κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση όσο και στην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Κύριος δε στόχος αυτής της τάσης ήταν –και σήμερα είναι πολύ περισσότερο– η δημιουργία μίας ευρω-ασιατικής αυτοκρατορίας, με καρδιά της την Ρωσία και ισχυρό της βραχίονα την Γερμανία.

Οι μεγάλοι θεωρητικοί του εθνικομπολσεβικισμού και του ευρωασιατισμού είναι ο Νικόλαος Ντανιλέφσκι (1834-1906), ο εξόριστος από τον Λένιν πρίγκιπας Νικόλαος Τρουμπεσκόϊ και ο γεννηθείς το 1962 φιλόσοφος Αλέξανδρος Ντούγκιν, σύμβουλος του Ρώσου προέδρου Βλαδίμηρου Πούτιν σε θέματα γεωπολιτικής.

Εκδότης του περιοδικού «Στοιχεία» και ιδεολογικός ηγέτης της ρωσικής Νέας Δεξιάς, ο Αλέξανδρος Ντούγκιν πιστεύει ότι, από γεωπολιτικής πλευράς, η Ρωσία πρέπει να ενσωματώσει στους κόλπους της κράτη του «εγγύς εξωτερικού», όπως η Λευκορωσία και η Ουκρανία. Επίσης, αποδέχεται την αρμονική συμβίωση της ορθοδόξου και της ισλαμικής κουλτούρας, δεδομένου ότι αμφότερες είναι εναντίον του ιουδαϊσμού και του καθολικισμού. Ο Αλ. Ντούγκιν τονίζει, ακόμα, ότι το ρωσικό έθνος είναι φορέας κορυφαίας αποστολής στον πλανήτη, αυτή της ενοποίησης της Ευρασίας, που θα αναδείξει το δικό της ειδικό πολιτικο-κοινωνικό σύστημα, το οποίο βεβαίως θα απορρίπτει τον δυτικό φιλελευθερισμό-καπιταλισμό και όλα του τα οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά παράγωγα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η ιδεολογία δεν είναι καινούργια στο ρωσικό πολιτικό τοπίο. Προϋπήρχε πολύ πριν καταρρεύσει το κομμουνιστικό σύστημα, αλλά ενδυναμώθηκε την περίοδο της ηγεσίας του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, με την σύγκλιση Ρώσων εθνικιστών και αμετανόητων σταλινικών. Ειδικά οι τελευταίοι, έβλεπαν με πολύ κακό μάτι τις προσπάθειες του Μ. Γκορμπατσώφ να έλθει πιο κοντά στην Δύση και αντιδρούσαν σε κάθε προσπάθειά του να εισάγει στην οικονομία και στην κοινωνία φιλελεύθερες λύσεις. Οι αντιδράσεις αυτές πήραν μεγάλες διαστάσεις μπροστά στην μετριοπαθή στάση του σοβιετικού καθεστώτος στην διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου και πολλοί παρατηρητές υποστηρίζουν ότι από τότε επιταχύνθηκε η διαδικασία κατάρρευσης της ΕΣΣΔ.

Μία κατάρρευση που έφερε κατά δραματικό τρόπο στο προσκήνιο τα βαθειά ρήγματα που υπάρχουν στην ρωσική κοινωνία και έδωσε αφορμή για την συνεργασία των Ρώσων εθνικιστών με τους κομμουνιστές, ώστε να αποτραπεί πιθανή πρόσδεση της Ρωσίας στην Δύση. Στο πλαίσιο αυτό, επανήλθε στο προσκήνιο ο ρόλος της Ρωσίας στον αποκαλούμενο χώρο της Ευρασίας.

Το ρωσικό κίνημα του ευρασιανισμού εκπηγάζει από μία θεωρία η οποία βασίζεται σε ιδεολογικές θέσεις και γεωστρατηγικές θεωρήσεις. Από την εμφάνιση του βιβλίου του ευρασιανισμού «Ρωσία και Ευρώπη: έρευνα των πολιτιστικών και πολιτικών σχέσεων των Σλαύων με τον γερμανολατινικό κόσμο» του Νικολάου Ντανιλέβσκι, έως τις αναλυτικές εργασίες του Λεβ Γκουμιλιόβ, η τάση αλλά και το επίκεντρο της εν λόγω θεωρίας παρέμειναν τα ίδια: η Ευρασία οράται ως ξέχωρος πολιτισμικός χώρος, διαφορετικός και από την Δύση και από την Ανατολή. Υπό αυτή την έννοια, η Ευρασία αποκτά και την απόλυτη γεωπολιτική της υπόσταση, την έκφραση μιας «Ενδιάμεσης Περιοχής» (θεωρία του Δημήτρη Κιτσίκη), που τηρεί τις ισορροπίες ανάμεσα στους άλλους, τους «ακραίους» πολιτισμικούς χώρους.

Κατά τους θεωρητικούς της Ευρασίας, η τελευταία είναι μία μεγα-ήπειρος, που θεωρείται και μήτρα της ανθρωπότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ρωσία δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε αντιθετική σχέση με την Ευρώπη, εφόσον η ρωσική ψυχή και ο εθνικός χαρακτήρας συνιστούν ριζικά διαφορετική οντολογική σύνθεση από τα αντίστοιχα δυτικά. Κύριος εκφραστής και ιδεολόγος αυτής της ρωσικής αυτοαντίληψης υπήρξε ο Γ.Ντανιλέβσκι, ο οποίος στο βιβλίο του «Ρωσία και Ευρώπη» που εξεδόθη το 1869 εξηγεί τις ρίζες της ρωσικής ευρωφοβίας και παραθέτει τα κατά την γνώμη του ισχυρά στοιχεία της περί την Ευρασία θεωρίας.

Μία θεωρία με έντονα ρατσιστικά χαρακτηριστικά, μεγάλες δόσεις αντισημιτισμού και μίσος προς κάθε φιλελεύθερη αντίληψη της ζωής, την οποία σήμερα έχει κάνει σημαία του ο αναπτυσσόμενος στην Ρωσία εθνικομπολσεβικισμός –που, κατά τους θεωρητικούς του, φιλοδοξεί «να κατατροπώσει τον καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση».

Ακόμα χειρότερα, όπως γράφει ο θεωρητικός αυτής της ιδεολογίας στην Δύση, καθηγητής κ. Δημήτρης Κιτσίκης, η συνάντηση του εθνικομπολσεβικισμού και της τρομοκρατίας μέσω του Διαδικτύου (κυβερνοτρομοκρατία ή πληροφορική τρομοκρατία, όπως την έχουν αποκαλέσει, προορισμένη «να καταστρέψει τα πληροφοριακά συστήματα με σκοπό να αποσταθεροποιήσει μια κυβέρνηση»), παρουσιάζονται ως η απάντηση του μέλλοντος στην παγκοσμιοποίηση.

Ίσως δε, διαπιστώσουμε αναδρομικά πως ο Βλαδίμηρος Πούτιν στην Ρωσία είχε υποδείξει την ακολουθητέα πορεία. Μία πορεία που έχει ήδη κάνει αρκετά βήματα και στην Ελλάδα, όπου η ρωσική αυτή ιδεολογία διαθέτει καλά επικοινωνιακά ερείσματα, πολιτικά πρόσωπα υψηλά ιστάμενα που την στηρίζουν και αρκετό χρήμα για …τα περαιτέρω.

Στην παρούσα γεωπολιτική φάση, στο μέτρο που η ρωσική εξωτερική πολιτική φλερτάρει με το Ιράν των μουλάδων και την Τουρκία του Ερντογάν, οι εθνικομπολσεβίκοι της Ρωσίας πιστεύουν ότι μπορούν να εξυπηρετήσουν τα ευρασιατικά τους «οράματα» με ολίγον παντουρκισμό και ισλαμισμό.

Στο πλαίσιο αυτό, κάποιοι νοσηροί εγκέφαλοι θα ήθελαν να προκαλέσουν, αφ’ ενός, μία σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ, καθώς και να δημιουργήσουν μία εμπόλεμη κατάσταση στο Αιγαίο κατά τρόπο τέτοιον ώστε η Ρωσία να μπει ως διαπραγματευτής στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.

Για την ώρα, ωστόσο, ο Βλαδίμηρος Πούτιν δεν συμμερίζεται παρόμοιες εξελίξεις, πρώτον, γιατί δεν υπάρχουν οι απαραίτητες οικονομικές προϋποθέσεις και, δεύτερον, γιατί παραμένουν άγνωστες οι επιδιώξεις της Κίνας –που, ειδικά στον ευρασιατικό χώρο, είναι η ανερχόμενη δύναμη.

Από την άλλη πλευρά, Ρώσοι και Ιρανοί δεν έχουν καμμία απολύτως εμπιστοσύνη στον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει αποδείξει ότι μπορεί να αλλάζει συμμαχίες όπως τα πουκάμισά του. Εξάλλου, οι Ρώσοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις από την εποχή του Λένιν ήσαν πάντα ευκαιριακές και υπαγορευόμενες από τις εξελίξεις στην περιοχή μας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι στο εσωτερικό της χώρας μας θα ενταθούν οι ρωσικές ιδεολογικές επιδράσεις, θα ενισχύονται από την Μόσχα λαϊκιστικά κινήματα και, βεβαίως, θα πέσει και αρκετό «βρώμικο» χρήμα σε ευαίσθητους πολιτικούς τομείς. Στην πράξη, έτσι, το σοβαρότερο ενδεχόμενο στην σημερινή συγκυρία είναι μία ένοπλη τουρκική πρόκληση, που θα μπορούσε να εκδηλωθεί «δι’ ασήμαντον αφορμήν».