Ο συνδυασμός της κοινωνικής προστασίας με την ευέλικτη αγορά εργασίας αποδεικνύεται επιτυχημένος για τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Τι δείχνουν τα παραδείγματα Πορτογαλίας και Ηνωμένου Βασιλείου

«Όταν οι συνθήκες αλλάζουν, αλλάζω και εγώ τη γνώμη μου», συνήθιζε να λέει ο Τζων Μαιηναρντ Κεϋνς και από τοτε ως φαίνεται τα γεγονότα πολλές φορές τον δικαιώνουν. Πριν απ´ολα στη Δύση, τα τριάντα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια δικαιώθηκαν οι πολιτικές που είχε προτείνει για τις κρατικές επενδύσεις και το ρόλο τους στην καταπολέμηση της ανεργίας. Προεκυψαν έτσι τα κατα Ζαν Φουραστιε 30 ένδοξα χρόνια, αυτά που στην Ευρώπη θεμελίωσαν τα γνωστά και ζηλευτά κράτη-πρόνοιας.

Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου

Ήλθε όμως η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και το ειδυλλιακό τοπίο άλλαξε. .Διοτι πολύ απλά νέοι παίκτες στην παγκόσμια οικονομία ήθελαν και αυτοί μερίδιο από την Πιττα της ανάπτυξης.Ξεσπασε έτσι μια πρώτη κρίση,που ήταν ταυτοχρόνως τόσο παραγωγική όσο και εργασιακή.Η ανεργία ανέβηκε στη Δύση και έπληξε κυρίως τις λιγωτερο ευέλικτες χώρες.

Αυτες δηλαδή, που είχαν τις πιο αγκυλωμένες αγορές εργασίας, αλλά και χαμηλή ανταγωνιστικότητα.

Η πετρελαϊκή κρίση όμως έθεσε και αλλά προβλήματα στις αναπτυγμένες χώρες,,με πιο σπουδαίο αυτό της ενεργειακής τους απεξάρτησης.Κατ´επεκταση ήλθαν στο προσκήνιο και σοβαρά προβλήματα παραγωγικού μετασχηματισμού,με κυρίαρχο πλέον το ρόλο της τεχνολογίας.

Σταδιακά έτσι η διεθνής οικονομία μπήκε σε φάση γρήγορων μετασχηματισμών που από τη φύση τους δημιουργούν κρίσεις προσαρμογής.Τετοια ήταν και η κρίση του 2008,την κάποιοι οξυδερκείς οικονομολόγοι από χρόνια είχαν προβλέψει χωρίς κανείς να τους δίνει σημασία.Εως ότου ήλθε το κράχτη εν μέσω χρηματοοικονομικής ευφορίας.

Ενώ λοιπόν η διεθνής οικονομία γνώριζε σοβαρές δομικές και θεσμικές ανακατατάξεις,κάποιοι στην Ευρώπη αγρόν αγόραζαν. Να όμως που τα γεγονότα είναι πεισματάρικα. Μπροστα στη δυναμη της πραγματικότητας λοιπόν κάποιες χώρες αποφάσισαν να αλλάξουν μυαλά και τα αποτελέσματα τις δικαιώνουν.

Ιδου τι γράφουν οι Φαινανσιαλ Ταιμς σε τελευταίο άρθρο τους:

«Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το ποσοστό της απασχόλησης στις ΗΠΑ για τους πολίτες 15 ως 64 ετών ήταν 7,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από εκείνο στη χώρα της Ιβηρικής. Πριν από έξι χρόνια η απόσταση ήταν 4,6 ποσοστιαίες μονάδες. Αλλά τα πιο πρόσφατα συγκρίσιμα στοιχεία, από τον περασμένο Σεπτέμβριο, δείχνουν πως βρίσκονται πλέον σε απόσταση αναπνοής: η Πορτογαλία είναι στο 70% και οι ΗΠΑ στο 70,7%.

Πρόκειται για κάτι που όχι μόνο δεν συνάδει με τις συμβατικές παραδοχές, αλλά προσφέρει και ένα μάθημα όσον αφορά τη σημασία της αύξησης της απασχόλησης και την αξία της εφαρμογής των συστάσεων διεθνών οικονομικών οργανισμών.

Ας γυρίσουμε το χρόνο 25 χρόνια πίσω, στο 1994. Ο Μπιλ Κλίντον ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ρόμπερτ Ράιχ ήταν ο δραστήριος υπουργός Εργασίας της κυβέρνησής του. Η Αμερική ήθελε να προστατεύσει τις σταθερές δυτικές δημοκρατίες και να προωθήσει την ευημερία στο εξωτερικό βελτιώνοντας τις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας. Επιχείρησε να χρησιμοποιήσει την ήπια ισχύ ενός διεθνούς οργανισμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση του ΟΟΣΑ, ο οποίος παρέχει συμβουλές σε ανεπτυγμένες οικονομίες.

Οι Αμερικανοί πίστευαν ότι η λύση ήταν η μεγιστοποίηση της απασχόλησης και η διασφάλιση εισοδηματικών αυξήσεων για όλους και οι προσπάθειες τους οδήγησαν στη μελέτη του ΟΟΣΑ για την απασχόληση.

Οι κύριες συστάσεις προς τις χώρες ήταν «να αποδεχτούν την αλλαγή, προσέχοντας ταυτόχρονα να ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή».

Το πάντρεμα της ευέλικτης αγορά εργασίας με την κοινωνική προστασία ήταν για πολλούς ένα πικρό ποτήρι, οπότε μόνο μερικές χώρες ακολούθησαν στη συμβουλή, αποτελώντας ένα φυσικό πείραμα. Τα αποτελέσματα χρειάστηκαν χρόνο για να φανούν, αλλά πλέον είναι ξεκάθαρα.

Oι χώρες που ακολούθησαν τη συμβουλή αυτή – κατά κύριο λόγο χώρες ευρωπαϊκές και η Ιαπωνία – μετασχημάτισαν τις αγορές εργασίας τους και σημείωσαν νέα ρεκόρ απασχόλησης παρά την οικονομική κρίση του 2008 και την κρίση χρέους της ευρωζώνης. Αν και πολλοί πολίτες παραμένουν δυσαρεστημένοι και ψηφίζουν υπέρ λαϊκιστών πολιτικών, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα.

Εκείνες οι χώρες οι οποίες δεν ακολούθησαν τις συστάσεις του ΟΟΣΑ δεν έχουν αποκτήσει ακόμα ευέλικτες αγορές εργασίας, κοινωνική ασφάλεια ή και τα δύο. Μια επίμονη έλλειψη ευελιξίας στην αγορά εργασίας στη Γαλλία και στην Ιταλία εμπόδισε τις εταιρείες να δημιουργήσουν αρκετές νέες θέσεις εργασίας. Οι ΗΠΑ απέφυγαν να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις που είχε διαπιστώσει ο ΟΟΣΑ στην υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση. Αυτό εμπόδισε τους ανθρώπους να είναι υγιείς, ικανοί και πρόθυμοι να αναλάβουν θέσεις εργασίας που πρόσφεραν οι εταιρείες.

Η ευελιξία και η κοινωνική προστασία είναι ένας επιτυχημένος συνδυασμός για τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Μολονότι δεν αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα, είτε υιοθετήσει κανείς την κεντροδεξιά προσέγγιση της «εργασίας αντί για επιδόματα» ή την κεντροαριστερή της «βοήθειας αντί για ελεημοσύνη», σε γενικές γραμμές ο συνδυασμός αποδίδει.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το Ηνωμένο Βασίλειο. Παρά την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, η εισοδηματική ανισότητα έχει σημειώσει μικρή πτώση το τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Η αιτία βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης, τα οποία έχουν απομακρύνει πολλές οικογένειες από τη φτώχεια και τις έχουν φέρει στην κατηγορία που όπως είπε η πρωθυπουργός «τα φέρνει βόλτα». Τούτο έχει συρρικνώσει το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.

Σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας, η επιτάχυνση της ανάπτυξης των εισοδημάτων των πιο φτωχών νοικοκυριών (του φτωχότερου 20%) αντανακλά την αύξηση της απασχόλησης και την άνοδο των κατώτατων μισθών.

Η απασχόληση δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, ειδικά όταν υπάρχουν νόμιμες ανησυχίες για τις αδιέξοδες θέσεις εργασίας. Αλλά η δεξαμενή σκέψης Resolution Fund ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ότι η προσωπική ευημερία στη Βρετανία έχει βελτιωθεί από το 2011 και έπειτα και συνδέεται άμεσα με την άνοδο της απασχόλησης σε επίπεδα ρεκόρ.

Η μελέτη του ΟΟΣΑ του 1994 περιείχε επίσης και μια προειδοποίηση για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για όσες χώρες δεν καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα στην αγορά εργασίας. «Οδηγεί σε διάβρωση του κοινωνικού ιστού, συμπεριλαμβανομένης και της απώλειας νομιμοποίησης του δημοκρατικού συστήματος, και δημιουργεί τον κίνδυνο αποσύνθεσης του διεθνούς εμπορικού συστήματος».

Αν σκεφτεί κανείς ότι έγινε πριν από μια 25ετία, πρόκειται για μια ιδιαίτερα πετυχημένη πρόβλεψη.»

Μια πρόβλεψη εξάλλου που θα μπορούσε να χαλάσει και τη σούπα των λαϊκιστών.