Στα χρόνια των μνημονίων η μανία υπερφορολόγησης της μισθωτής εργασίας οδήγησε στην ένταση αυτού του δομικού προβλήματος.
Του Μιχάλη Μητσόπουλου
Έτσι, η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα παραμένει χαμηλή, οι παθογένειες της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων δεν αντιμετωπίστηκαν, το μερίδιο της εργασίας επί του ΑΕΠ διατηρήθηκε χαμηλά και, τελικά, τα δημόσια έσοδα συνέχισαν να εξαρτώνται από μια στενή βάση.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ, πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Δηλαδή να αντιμετωπίσουμε πιο φιλικά τη μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα σε όλα τα επίπεδα, αλλά ειδικότερα όταν αυτή αμείβεται καλύτερα.
Συνεπώς, αντί να νομοθετούμε αυξήσεις που η αγορά δεν μπορεί να πληρώσει, ας απομακρύνουμε τις φορολογικές και ρυθμιστικές υπερβολές που ουσιαστικά απαγορεύουν στις πλέον δυναμικές επιχειρήσεις να ανταμείψουν τους ικανούς και εργατικούς υπαλλήλους τους. Ας κάνουμε τη μισθωτή εργασία πιο ελκυστική επιλογή σήμερα για ένα πιο παραγωγικό αύριο.
Ο τρόπος αντιμετώπισης της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα αποτέλεσε μια καθοριστική αιτία που οδήγησε τη χώρα στην κρίση. Για να κατανοήσουμε το γιατί, απαιτείται μια μικρή ιστορική αναδρομή.
Εδώ και 40 χρόνια η χώρα επέλεξε την επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα με υπερβολικές, μη ανταποδοτικές ασφαλιστικές εισφορές και υψηλή υπερπροοδευτική φορολογία.
Φορολογία και εισφορές έπλητταν περισσότερο τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με την αυτοαπασχόληση, που πλήρωνε μικρότερες ασφαλιστικές εισφορές και είχε τη δυνατότητα φοροδιαφυγής για εισοδήματα άνω του αφορολογήτου, καθώς και τους συνταξιούχους που δεν πλήρωναν πια εισφορές και συνήθως λάμβαναν καλές συντάξεις πέριξ του αφορολογήτου, ειδικά όταν ήταν συνταξιούχοι του Δημοσίου.
Οι εν ενεργεία υπάλληλοι του Δημοσίου επίσης λάμβαναν συνήθως μισθό πέριξ του αφορολογήτου, ειδικά όταν ήταν συνταξιούχοι του Δημοσίου.
Οι εν ενεργεία υπάλληλοι του Δημοσίου επίσης λάμβαναν συνήθως μισθό πέριξ του αφορολογήτου, τα επιπλέον επιδόματά τους είχαν χαμηλή αυτοτελή φορολόγηση και πλήρωναν ελάχιστα, συγκριτικά, εισφορές.
Έτσι το παραδοσιακά γενναιόδωρο «αφορολόγητο» κατέληξε να αφορά στην πράξη τη συντριπτική πλειοψηφία των φορολογουμένων εκτός των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, που ήδη πλήρωναν ένα υψηλότατο, μη ανταποδοτικό «flat tax» με το όνομα ΙΚΑ. Επιπλέον, για όσους κατάφερναν να διεκδικήσουν έναν καλύτερο μισθό στον ιδιωτικό τομέα, η υπερπροοδευτική υπερφορολόγηση φρόντιζε ώστε από κάθε ευρώ που έδινε ο εργοδότης ως ανταμοιβή στον ικανό υπάλληλο τη μερίδα του λέοντος να την εισπράττει το κράτος.
Λειτουργώντας συνεπώς αμυντικά και ορθολογικά, η αγορά στράφηκε μαζικά στην αυτοαπασχόληση, στην πρόσληψη στο Δημόσιο και στην πρόωρη συνταξιοδότηση. Η όποια μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα παρέμεινε, συγκεντρώθηκε ακτά κύριο λόγο σε θέσεις εργασίας χαμηλών αμοιβών, δεξιοτήτων και προοπτικών.
Δηλαδή σε μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν επιδίωκαν και δεν μπορούσαν να πετύχουν δυναμική ανάπτυξη, καθώς αναζητούσαν την προστασία από τις υπερβολές του φορολογικού πλαισίου, στη ζώνη της ημιπαρανομίας.
Αντιμέτωπο με αυτή την κατάσταση, το κράτος είχε μια «λαμπρή» ιδέα: Αφού η αγορά δεν δίνει μόνη της αυξήσεις μισθών, θα νομοθετήσουμε την αύξηση των μισθών – πριν από την κρίση, με τον σχεδιασμό της «υποχρεωτικής διαιτησίας», και σήμερα επιπλέον μέσω νόμων και εγκυκλίων – και χωρίς βέβαια να μας απασχολεί αν αυτοί που θα λάβουν την αύξηση την αξίζουν.
Σε μια αγορά που αναγκάζεται να αποφύγει τους μεγαλύτερους μισθούς και που για τον λόγο αυτόν βασίζεται σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό σε μικρότερες επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζομένους χαμηλότερων δεξιοτήτων και προσφέρουν χαμηλούς μισθούς, εξωθούν ειδικά τους πλέον αδύναμους εργαζομένους στην ημιδηλωμένη ή αδήλωτη εργασία ή ακόμα και στην αεργία και ανεργία.
*Διευθυντής του Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών του ΣΕΒ