Ένα άρθρο-γροθιά, που φέρνει στην επιφάνεια χωρίς φτιασιδώματα την πολλαπλή κατάπτωση μίας κοινωνίας που αυτοβυθίζεται κατηγορώντας τους … «αιώνιους άλλους» για τα μαύρα της τα χάλια.

Του Κώστα Νεοφώτιστου*

Στο στενό μου περιβάλλον τυχαίνει να υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη νεο-μεταναστών. Σε αντίθεση με τις κριτικές που ακούμε εναντίον αυτής της επιλογής, εγώ επιμένω να επικροτώ την απόφασή τους και να τούς θαυμάζω. Και αν κάποιος είχε την διάθεση και την δυνατότητα να συζητήσει μαζί τους και να ερμηνεύσει τις αποκαλυπτικές τους απαντήσεις, είμαι βέβαιος πως θα έβλεπε για ποιον λόγο οι προοπτικές ανάκαμψης και αναγέννησης αυτής της χώρας είναι απογοητευτικές.

Υπάρχουν τέσσερις νέοι που, αμέσως μετά το τέλος των σπουδών τους, αναζήτησαν την επαγγελματική αποκατάστασή τους στο εξωτερικό. Δεν ήταν τα «φράγκα» το κυρίαρχο κίνητρο, όπως συνήθως ισχυρίζονται κάτι διαπρύσιοι εγχώριοι κριτές.

Οι σαφώς μεγαλύτερες αμοιβές ήταν το φυσιολογικό αντίτιμο των προσόντων που κόπιασαν για να αποκτήσουν και της προσωπικής θέλησης του καθενός (και της καθεμιάς) να αναπτυχθούν και να προοδεύσουν σαν άτομα και όχι σαν μέλη κόμματος ή κλαδικής, ή σαν ραντιέρηδες που έχουν «κονέ» και «άκρες».

Εκείνο που μέτρησε περισσότερο ήταν το σοκ που δέχτηκαν όταν δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στην εγχώρια αγορά (έστω και για τα μάτια). Τους δύο από τους τέσσερις δεν τούς ήθελε κανείς, όσο και αν ακούγεται παράδοξο. Σε μία χώρα που νυχθημερόν τραγουδάει φάλτσα για ανάπτυξη, δύο νέους με δίψα για δουλειά και με προσόντα για τα οποία τούς διεκδίκησαν σοβαροί εργοδότες του εξωτερικού, εμείς δεν τους θέλαμε!

Δεν θα κατακρίνω τους υποψήφιους εργοδότες επειδή απέρριψαν τους δύο νέους. Μπορώ να καταλάβω πως, όταν έχεις μία απλή μεταπρατική ή μικρομεταποιητική μονάδα που αγωνίζεται να παραμείνει βιώσιμη σε μία διαρκώς φθίνουσα αγορά, έχοντας παρωχημένα ή μη ανταγωνιστικά προϊόντα, το μεταξωτό βρακί μάλλον θα σού είναι πρόβλημα. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα περίμενα έστω και ένας απ’ όλους να έχει την γήινη ειλικρίνεια να πει στον υποψήφιο μία αλήθεια.

Ας μην πει πως είναι μία μικρή και περιθωριακή μονάδα που δεν έχει θεαματικές προοπτικές παρά μόνον την βιωσιμότητα και ας κρυφτεί πίσω από τον ισχυρισμό πως ο υποψήφιος είναι overqualified για την θέση. Και όμως, όλοι, χωρίς εξαίρεση, αφού αράδιασαν αγιογραφίες για τις δήθεν επαναστατικές και πρωτοποριακές τους εταιρείες, στην συνέχεια έκριναν τα προσόντα ανεπαρκή, τις γνώσεις περιορισμένες, τις δύο ή τρεις ξένες γλώσσες λίγες.

Παρέλειψα να αναφέρω κάποιες …φωτεινές εξαιρέσεις στον κανόνα. Ήταν εκείνοι που προσέφεραν δουλειά σε μία νέα απόφοιτη του ΕΜΠ επειδή εκτίμησαν τα προσόντα της. Όχι τα ακαδημαϊκά, αλλά τα σωματικά, γιατί έσπευσαν να διευκρινίσουν πως ο αρχικός μισθός θα είναι 800 ευρώ αλλά «όταν θα γνωριστούμε και θα έρθουμε πιο κοντά θα κερδίσεις πολλά, να είσαι βέβαιη»!

Ο τρίτος από τους νέους μας ήταν ο τυχερός της παρέας, αλλά έφυγε και αυτός όταν κουράστηκε να βρίσκει δουλειές εντελώς άσχετες με το αντικείμενό του, στις οποίες τού προσέφεραν όλοι προσωρινή απασχόληση, με ελαστικούς όρους στα χαρτιά και διαφορετικούς στην πράξη, έναντι 700 ευρώ στα χαρτιά και 400 στην πραγματικότητα! Πέρα από το πτυχίο του, είχε ένα ειδικό προσόν που ήταν και το door-opener στην αναζήτηση εργασίας.

Επειδή τα οικονομικά του ήταν περιορισμένα, είχε κάνει διάφορες ευκαιριακές εργασίες και είχε …μοτοσυκλέτα. Αυτό ήταν αρκετό για να τον θέλουν διάφοροι. Ένας τού πρότεινε να πηγαίνει τις μικροπαραγγελίες στους πελάτες, άλλος τού είχε έτοιμη θέση για να κάνει εισπράξεις, ένας τρίτος τον προόριζε για τις κάθε είδους εξωτερικές εργασίες και, το κορυφαίο, κάποιος τού είπε πως κάθε πρωί, πριν έρθει για δουλειά, θα περνάει από το σπίτι του αφεντικού, θα παίρνει μία λίστα για τα ψώνια, όταν τελειώνει θα ψωνίζει από το σούπερ-μάρκετ και αφού τα παραδώσει μπορεί να πηγαίνει σπίτι του.

Δεν ήταν όμως μόνον οι τέσσερις νέοι που έφυγαν. Ήταν και δύο μεγαλύτεροι, έχοντας ήδη κάποια χρόνια και μία υπολογίσιμη εργασιακή εμπειρία στην πλάτη τους. Τα «φράγκα» μπορεί να είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα σαν κριτήριο, αλλά και γι’ αυτούς δεν ήταν το κυρίαρχο, παρά το γεγονός ότι είχαν και οικογένεια, άρα περισσότερες υποχρεώσεις να καλύψουν. Η συζήτηση μαζί τους ήταν πιο εκτενής, γιατί έπρεπε να φωτίσω περισσότερες πτυχές της απόφασής τους. Και ήταν και αποκαλυπτική.

Το κοινό γνώρισμα και για τους δύο (που καθέναν τον κουβέντιασα χωριστά και δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους) ήταν ένα συναίσθημα διωγμού και αυξανόμενης απειλής. Σαν πολίτες, καλούνται να συνεισφέρουν όλο και περισσότερα ποσά σε ένα δημοσιονομικό σύστημα που συνεχίζει να είναι αναποτελεσματικό και σπάταλο και να κλείνει τα ανοίγματά του με συνεχείς αφαιμάξεις μέσω νέων φόρων, περισσότερων φόρων και παράλληλων φόρων. Την ίδια ώρα, βλέπουν να μειώνονται δραστικά οι κάθε είδους ανταποδοτικές παροχές προς τους ίδιους και τις οικογένειές τους, παροχές για τις οποίες (υποτίθεται) πρέπει να πληρώνουν.

Σαν πολίτες βλέπουν συνεχή υποχώρηση των δικαιωμάτων τους, αυξανόμενη αδικία, έλλειψη δικαιοσύνης και διαρκή αβεβαιότητα. Σαν εργαζόμενοι βιώνουν μία συρρίκνωση των εισοδημάτων τους σε επαγγελματικές δραστηριότητες που σταδιακά γίνονται προβληματικές και με αμφίβολη βιωσιμότητα. Και όλα αυτά, σε μία οικονομία που διαρκώς υποχωρεί και δεν δείχνει την παραμικρή δυνατότητα ανάκαμψης. Με άλλα λόγια, σε ένα περιβάλλον που όχι μόνον δεν σού δίνει προοπτική αλλά σού προβάλλει ένα απειλητικό μέλλον.

Εξάλλου, σαν άτομα μπορεί να άντεχαν την υποβάθμιση στην ποιότητα της ζωής τους αλλά εκείνο που δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν ήταν αυτό το «τίποτε» που έπρεπε να αποδεχτούν για τα παιδιά τους. Μία εκπαίδευση «τίποτε», ένα αύριο «τίποτε» και ζωτικός χώρος διαθέσιμος μόνον για κομματικούς στρατούς, πιόνια του συστήματος και λαμόγια που κινούνται στα όρια της νομιμότητας. Ίσως να ακούγεται υπερβολική αυτή η τοποθέτηση, αλλά θα πρέπει να την αποδεχτούμε –αν δεν την κατανοούμε.

Όταν ο κάθε δημόσιος υπάλληλος, που χρηματίζεται ή υπεξαιρεί δημόσιο χρήμα, χρησιμοποιεί σαν πάγιο επιχείρημα την φράση-ντροπή «το έκανα όχι για μένα αλλά για τα παιδιά μου» και αυτό περνάει σαν αποδεκτή δικαιολογία, γιατί θα πρέπει να μάς φανεί υπερβολική μία ανθρώπινη ανάγκη να δούμε πραγματικές προοπτικές για τα παιδιά μας, αντί να κλέβουμε για να τούς φτιάξουμε εμείς το μέλλον;

Και στις δύο περιπτώσεις που γνώρισα, η αναζήτηση διεξόδου στο εξωτερικό ήταν το μέσον. Ο σκοπός ήταν η μετακίνηση σε ένα ασφαλέστερο και καλύτερο περιβάλλον, χωρίς όλες αυτές τις απειλές και τους διωγμούς. Τα «φράγκα» ήταν, και σε αυτή την περίπτωση, το αντίτιμο των ικανοτήτων και της εμπειρίας τους που τούς προσέφεραν κάποιοι ξένοι που έχουν την δυνατότητα να αναγνωρίσουν και την πρόθεση να τα ανταμείψουν.

Άφησα τελευταίο τον μεσήλικα του κοινού μου, γιατί η περίπτωσή του θα μπορούσε να θεωρηθεί γροθιά στο στομάχι κάθε σκεπτόμενου συν-πολίτη. Αν συνεκτιμήσουμε πως για έναν 50άρη η μετεγκατάσταση σε ξένο τόπο και άλλη κοινωνία είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ ό,τι για τους προηγούμενους, ίσως δούμε και το στοιχείο της απόγνωσης που ενυπάρχει σε πολλούς ανθρώπους γύρω μας.

Πριν απ’ ο,τιδήποτε άλλο να πούμε πως όντας στα 50+ είναι προφανές ότι τα χρόνια που απομένουν για να δημιουργήσεις είναι λιγότερα απ’ ό,τι στους νεότερους. Κατά συνέπεια, όταν θα έρθει η ώρα της φυσιολογικής απόσυρσης από την ενεργό δράση, θα πρέπει να στηριχτείς σε ό,τι έχει συσσωρευτικά παραχθεί τα προηγούμενα 40 χρόνια συνεπούς εργασίας και συνετής διαβίωσης.

Και επειδή στην Ελλάδα το δικαίωμα της αξιοπρεπούς ζωής για τους παροπλισμένους επαγγελματίες πρέπει να το αγοράσεις (γιατί δεν παρέχεται), ο άνθρωπός μας είχε φροντίσει να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν, με έντιμα και αποδεκτά μέσα, ώστε να μην γίνει βάρος στα παιδιά του ή να βρεθεί ανέστιος. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, μάλλον θα πρέπει να ζήσουμε πλέον χωρίς καθόλου δεδομένα (που έχουν όλα ανατραπεί) και μόνον με ζητούμενα (που συνεχώς θα αυξάνουν).

Ό,τι κι αν πλήρωσε για συνταξιοδοτικά δικαιώματα, χάθηκε στον ωκεανό των ελλειμμάτων. Μπορεί να μην συμμετείχε στο πάρτι των πρόωρων χαριστικών, αντιστασιακών ή μη ανταποδοτικών συντάξεων, μπορεί να μην καταχράσθηκε αποθεματικά Ταμείων, αλλά τον λογαριασμό αυτός θα τον πληρώσει. Ήταν συνεπής στις φορολογικές του υποχρεώσεις και δεν συμμετείχε σε χαριστικά και αγύριστα δάνεια διαπλεκόμενων, ούτε σε υπερτιμολογήσεις κρατικών προμηθειών ή σε αθρόες προσλήψεις κομματικών στρατών μπλε, πράσινης ή πορτοκαλί απόχρωσης.

Επειδή όμως τα έσοδα δεν φτάνουν για να καλύψουν τα λάθη και τις κραιπάλες άλλων, ο λογαριασμός κατέληγε ξανά σε αυτόν. Περισσότεροι φόροι, προκαταβολές φόρων, αυθαίρετη παρακράτηση οφειλόμενων επιστροφών από το Δημόσιο, απειλές για αυθαίρετους φορολογικούς ελέγχους, εξοντωτικά πρόστιμα και εξ ίσου εξοντωτικές προσαυξήσεις σε οφειλές που δημιουργήθηκαν από έναν μαφιόζικο κρατικό μηχανισμό.

Δεν ήταν εύκολη η απόφαση να φύγει και μάλλον δεν θα την έπαιρνε αν μπορούσε να εκποιήσει μέρος της περιουσίας του (που εντίμως δημιούργησε), αλλά ούτε αυτή η λύση υπήρχε. Τα ακίνητα είχαν χάσει τουλάχιστον το 50% της αξίας τους, αγοραστές δεν υπήρχαν και κάποιοι λίγοι που εμφανίστηκαν διέθεταν μέχρι το 25% για την αγορά. Οποιαδήποτε κίνηση για να αναπτύξει όσο γίνεται την δουλειά του προσέκρουε στην εκβιαστική απαίτηση ενός κράτους-νταβατζή, που ζητούσε, για κάθε είδους οφειλή που ήταν σε ρύθμιση και πληρωνόταν κανονικά, την άμεση και ολοσχερή εξόφληση.

Για ποσά που ρύθμισε ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να εξοφλήσει άμεσα και πλήρως, τού ζητούσαν αυτό ακριβώς. Βλέπετε, δεν ήταν ούτε καναλάρχης, ούτε εκδότης, ούτε πρώην πολιτικός με κάποια εκατομμύρια μοιρασμένα σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμούς. Ήταν εξειδικευμένος επιστήμονας που έκανε το λάθος να είναι ελεύθερος επαγγελματίας και μάλλον έπρεπε να εξαφανιστεί.

Η μετακόμιση μίας πενταμελούς οικογένειας και η εγκατάστασή της στο εξωτερικό, εκτός από δυσκολίες έχει και σημαντικό κόστος. Εν τούτοις, ο άνθρωπός μας έφυγε γιατί κάποιοι προθυμοποιήθηκαν να τού δανείσουν το απαραίτητο ποσόν. Βλέπετε οι τράπεζες, αυτοί οι τόσο τίμιοι και καθαροί θεματοφύλακες της εθνικής οικονομίας μας, που ακολουθούν πιστά και χωρίς παρασπονδίες τους νόμους, δεν δέχτηκαν να εμβάσουν τα χρήματα για την μετακόμιση και απέρριψαν τα επίσημα παραστατικά μίας από τις πιο γνωστέ μεταφορικές. Γιατί έχουμε capital controls και μάλλον η πρότασή τους ήταν να καλυφθεί η δαπάνη με 60 ευρώ ανά ημέρα από τα ΑΤΜ.

Γνώριζα αρκετές λεπτομέρειες από όλες τις περιπτώσεις που περιέγραψα και μέσα από την συζήτηση έμαθα πολύ περισσότερες, που θα μπορούσαν να γεμίσουν ολόκληρες σελίδες. Κράτησα ορισμένα μόνον κομμάτια γιατί όλο αυτό το ζοφερό σκηνικό με θλίβει και η αναπαραγωγή του έρχεται να προστεθεί στην συσσωρευμένη απογοήτευση που έχω για όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Προφανώς, θα μπορούσα να αισθανθώ καλύτερα βλέποντας πρωινάδικα (που παρακολουθούν και οι μπάρμαν που εργάζονται ως σύμβουλοι στο Μαξίμου) ή μεσημεριανάδικα (στα οποία συμμετέχουν μέχρι και αρχηγοί κομμάτων που διεκδικούν την επόμενη πρωθυπουργία γιατί είναι καταλληλότεροι).

Ίσως μία ακόμα καλύτερη λύση να ήταν οι βραδυνές ειδήσεις (με τα φερέφωνα της δημοσιογραφίας να μού παρουσιάζουν ελληνικούς πανωλεθριάμβους).

Όλα αυτά τα (πραγματικά) περιστατικά καθρεφτίζουν μία βαθειά και σύνθετη παθογένεια που ξεπερνάει τις οποιεσδήποτε διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας.

Είναι η σκιαγράφηση μίας πραγματικότητας που μάλλον δεν θέλουμε να δούμε, αλλά στέκει εκεί, πεισματικά μπροστά μας και μάς δείχνει πώς η οικονομική δυσπραγία απέσυρε το χρήμα με το οποίο καλύπταμε σαν χρυσόσκονη τα βαθύτερα προβλήματά μας, την συμπλεγματική μας συμπεριφορά, την απέραντη έλλειψη παιδείας/καλλιέργειας και, εν τέλει, την ανικανότητά μας.

Όσο και αν κατακρίνουν κάποιοι όλους τους νεο-μετανάστες, εγώ θα επιμείνω να επαινώ και να επικροτώ την απόφασή τους, να θαυμάζω την νέα τους προσπάθεια σε ξένους τόπους και να παροτρύνω και άλλους να μιμηθούν αυτό το παράδειγμα. Αυτός ο τόπος έχει ξεπέσει στα χέρια μίας απερίγραπτης κάστας που, αν δεν τής μοιάσεις, θα πρέπει να φύγεις γιατί αλλιώς θα σε εκμηδενίσει. Και όταν υπάρχει κόπρος, ανεξάρτητα από τί είδους πρωκτό προέρχεται, έχεις δύο επιλογές: ή θα γίνεις Ηρακλής και θα την καθαρίσεις, ή θα φύγεις μακρυά από την βρώμα της. Όλα τα υπόλοιπα είναι ευχολόγια και όσοι επιμένουν μάλλον συνήθισαν την μπόχα. Ίσως και να τούς αρέσει!

Δεν είναι καινούργια φαινόμενα όλα αυτά. Είναι σύγχρονη περιπτωσιολογία που κακώς συνδέεται άλλοτε με την κρίση και άλλοτε με τα μνημόνια. Πριν από μία περιστέρα που στρογγυλοκάθησε στα κεραμίδια του ΕΜΠ, αφού πρώτα άφησε μερικές κουτσουλιές στα κάγκελα επαρχιακού ιδρύματος, υπήρχε ένας πρώην μπάρμαν και φανατικός θαυμαστής συνοδών πολυτελείας που ανέλαβε να κάνει στρατηγικές αναλύσεις. Και αν πάμε πιο πίσω, υπήρχε απόφοιτη άσχετου ΤΕΙ που χρειάστηκε μόλις 2-3 χρόνια για να μετατραπεί σε διδάκτορα της Ιατρικής.

Καθώς και κάτι απόφοιτοι πολιτικών επιστημών που τοποθετήθηκαν σε οικονομικούς οργανισμούς ως έχοντες τα «καταλληλότερα βιογραφικά». Και αν συνεχίσουμε την αναδρομή, θα φτάσουμε και στην εποχή που το ελληνικό πανεπιστήμιο απέρριψε σαν ακατάλληλο αυτόν που το ΜΙΤ έκανε καθηγητή.

Όσο θα ισχύει η αντιδιαστολή «νανόπουλος και περιστέρα», δεν θα μάς φταίει ούτε ο Σόϊμπλε, ούτε ο Σοϊπράσινος. Και αν ποτέ αποφασίσουμε να απαλλαγούμε από τέτοιες αντιδιαστολές, ούτε τότε θα φταίει ο Σόϊμπλε. Γιατί δεν θα τον έχουμε ανάγκη.

* Νεοέλληνας που αρνείται να ΜΗΝ καταλαβαίνει και να ΜΗΝ βλέπει