Σε εξέλιξη βρίσκονται οι έρευνες για τις συνθήκες θανάτου του 54χρονου επαγγελματία δύτη και αλιέα στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς.
Ο θάνατος του 54χρονου Καλύμνιου, Γιάννη Βεζυρόπουλου, γιου του αείμνηστου βοσκού των Ιμίων, Αντώνη, έχει προκαλέσει σοκ.
Ο 54χρονος βρισκόταν για αλιεία με το αλιευτικό του σκάφος στην περιοχή του Γερογόμπου. Ο 54χρονος έκανε κατάδυση με τη βοήθεια κομπρεσέρ.
Κάποια στιγμή, ο συνάδελφός του είδε το σώμα του Γιάννη να επιπλέει χωρίς τις αισθήσεις του και αμέσως ενημέρωσε τις λιμενικές αρχές. Ο 54χρονος μεταφέρθηκε στη στεριά και στη συνέχεια με το ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο, όπου δυστυχώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Ο πατέρας του άτυχου Γιάννη ήταν ο θρυλικός βοσκός των Ιμίων, Αντώνης Βεζυρόπουλος. Ο αδελφός του αδικοχαμένου 54χρονου, Μικές Βεζυρόπουλος, τον αποχαιρέτησε με μια λιτή και συγκινητική ανάρτηση σε μια φωτογραφία με τον πατέρα του: «Καλό παράδεισο αδερφέ μου, σ’ αγαπώ πολύ».
Ο θρυλικός βοσκός των Ιμίων
Ο Αντώνης Βεζυρόπουλος έχει γράψει ιστορία με την παρουσία του στα Ίμια. Αποτελεί μια εμβληματική μορφή, που έχει βάλει τη δική της σφραγίδα σχετικά με την ελληνικότητα των δύο νησίδων.
Για περισσότερα από 20 χρόνια διατηρούσε 40 κατσίκια πάνω στις δύο νησίδες, τις οποίες επισκεπτόταν ανελλιπώς όσο καιρό του επέτρεπε η ηλικία του.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του, ο Βεζυρόπουλος είχε μιλήσει για την ενασχόλησή του με τα ζωντανά του, τα οποία είχε στα Ίμια.
«Μετέφερα για πρώτη φορά τα ζώα μου στη νησίδα το 1984. Έπαιρνα τη βάρκα μου από την Κάλυμνο και πήγαινα εκεί για να τα φροντίζω. Παράλληλα, μπορούσα να ψαρεύω. Σταμάτησα για λίγο λόγω της κρίσης του 1996. Μετά, όμως συνέχισα. Πήγαινα τουλάχιστον δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Με βοηθούσαν πότε τα αγόρια μου και πότε η γυναίκα μου. Τότε έπαιρνα σύνταξη 700 ευρώ το μήνα. Με αυτήν έπρεπε να ζήσω. Μου έδιναν και ένα μικρό ποσό από τον δήμο και έτσι μπορούσα, έστω με δυσκολίες, να βόσκω τα πρόβατά μου», έλεγε ο θρυλικός βοσκός.
Σε ηλικία 91 ετών, περιγράφοντας την τουρκική προκλητικότητα στην περιοχή έλεγε: «Με θυμάμαι να ταξιδεύω με τη βάρκα μου για τη νησίδα και να έρχονται δίπλα μου μεγάλα τουρκικά σκάφη, κάνοντας ελιγμούς. Σαν τώρα θυμάμαι τα άσπρα μεγάλα πλωτά τους. Δημιουργούσαν απόνερα, με σκοπό να με βουλιάξουν. Η βάρκα μου ήταν πολύ μικρή σε σχέση με τα δικά τους σκάφη. Έδειχναν να μην τους ενδιαφέρει αν πέσω στη θάλασσα και πνιγώ από τα κύματα. Τους έδειχνα, όμως, από την πλευρά μου ότι είχα το σθένος να συνεχίσω. Έκανα σαν να μην υπάρχουν. Συνέχιζα να ταξιδεύω προς τον προορισμό μου. Μου είχε τύχει πολλές φορές να βρίσκομαι πάνω στη βραχονησίδα και να περνούν από πάνω μου αεροσκάφη και ελικόπτερα».