Οι 35.000 χάρτινες λίρες που δαπανήθηκαν από το δημόσιο ταμείο για την εξασφάλιση των γλυπτών, προσέφεραν πεδίο αντιπαράθεσης λαμπρό μεταξύ των αντικρουόμενων παρατάξεων. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αξιολογούσαν ως ανάξια του αντιτίμου τα αποκτηθέντα δείγματα της κλασσικής αρχαιότητος! Σατιρικές εφημερίδες στηλίτευαν και διακωμωδούσαν τον Έλγιν. Η εφημερίδα «Morning Cronicle» είχε σκίτσο του με το δίστιχο «Λεπτά ζητούμε δια ψωμί και πέτρες μας πετάτε».
Ύστερα από κάμποσες ζωηρές συζητήσεις, κατά τις οποίες ο Έλγιν κατηγορήθηκε ότι καταχράσθηκε τη διπλωματική του θέση προκειμένου να εμπλουτίσει τη συλλογή του, στο βρετανικό κοινοβούλιο συστήθηκε 18μελή επιτροπή με καθήκον τη διερεύνηση της υπόθεσης και τη σύνταξη σχετικής έκθεσης.
Στις 25 Μαρτίου του 1816 η επιτροπή αποφάνθηκε υπέρ του Έλγιν και επικύρωσε την αγορά των γλυπτών αντί του ποσού των 35.000 λιρών. Ο προεδρεύων βουλευτής Χένρυ Μπανκς παραδέχθηκε ότι ο τιτλούχος συμπατριώτης του εκμεταλλεύτηκε την πρεσβευτική του ιδιότητα για την απόκτηση της συλλογής, πλην όμως δεν δέχθηκε ότι αυτή ήταν προϊόν λαφυραγωγίας. Ο βουλευτής της αντιπολίτευσης Χιου Χάμερσλι κατήγγειλε με σθένος ως «άτιμη» τη συμφωνία με τον Έλγιν, σημειώνοντας χαρακτηριστικά «δεν έπρεπε η Βουλή να ερωτευθεί τα κόρας του αετώματος λησμονούσα ετέραν δέσποιναν, την Δικαιοσύνην. Ο Έλγιν έπρεπε να σεβασθή το υψηλόν αξίωμα, με το οποίον τον είχον περιβάλει».
Ο λάβρος λόγος του Χάμερσλι κατέληγε με την πρόταση που θα υπέβαλε κάθε δίκαιος και ευσυνείδητος κριτής ενός εγκλήματος ενορχηστρωμένου από κυβερνητικό αξιωματούχο σε βάρος ενός λαού υπόδουλου, ανήμπορου να αντιδράσει.
«Η συλλογή ώφειλε να αγορασθή και να φυλαχθεί στο Βρεταννικόν Μουσείον με κάθε ασφάλειαν, δια ν΄ αποδοθή εκεί από όπου απρεπώς ελήφθη, όταν εζητείτο από την παρούσαν ή οιανδήποτε στο μέλλον κυβέρνησιν της πόλεως των Αθηνών, χωρίς καμμία άλλην διατύπωσιν ή διαπραγμάτευσιν»…!
Η βρετανική Βουλή απέρριψε όμως την πρόταση, καταδικάζοντας τον αρχαιοελληνικό πλούτο σε αέναη ομηρεία, μακριά από την εστία του, και τις ελληνικές κυβερνήσεις των επομένων αιώνων σε επίμονα, αγωνιώδη αιτήματα ενός δίκαιου επαναπατρισμού.