Οι δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν σχετικά με την Συνθήκη της Λωζάννης και τα νησιά του Αιγαίου έχουν πολλούς αποδέκτες.

Αφορούν κατ’ αρχήν την Ελλάδα, ως άμεσα απειλούμενη. Εντάσσονται, κατόπιν, στην μακροπρόθεσμη πολιτική του Τούρκου Προέδρου, η οποία αποσκοπεί στην αποκαθήλωση του κεμαλικού εποικοδομήματος.

Του Γιώργου Πρεβελάκη

Καθηγητή Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris 1)

Όμως, το θέμα δεν εστιάζεται σε αυτές τις προθέσεις. Οι δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν δεν εισάγουν επιθετική στρατηγική· είναι αμυντικές. Κύριοι αποδέκτες τους είναι οι Δυτικοί, κατά πρώτον λόγο οι Αμερικανοί· ίσως και οι Ρώσοι.

Η φιλόδοξη εξωτερική πολιτική του AKP απέτυχε πλήρως· ο εμπνευστής της, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, πλήρωσε ήδη το τίμημα των αδιεξόδων της.

Η Τουρκία, αντί να βελτιώσει την θέση της στον περίγυρό της με την «πολιτική των μηδενικών προβλημάτων», βρέθηκε περικυκλωμένη από απειλές. Καθίσταται σήμερα επικίνδυνη για την Ελλάδα, όχι λόγω ισχύος, αλλά εξ αιτίας των αντιφάσεων και της αδυναμίας της.

Με τους βαλκανικούς πολέμους ολοκληρώθηκε ο κατατεμαχισμός του ευρωπαϊκού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς μετασχηματίστηκε σε εθνικά κράτη. Η «βαλκανοποίηση» προεκτάθηκε στην ασιατική της πλευρά μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Άγγιξε το απόγειό της την περίοδο 1920-1923, δηλαδή ανάμεσα στις συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάννης. Όχι μόνον απεσπάσθησαν οι αραβόφωνες περιοχές από την Αυτοκρατορία, αλλά ακόμη και η Μικρά Ασία χωρίστηκε σε διάφορα εδάφη, από τα οποία μόνον ένα παρέμεινε υπό οθωμανικό έλεγχο. Η κατάσταση αυτή ανετράπη εν μέρει μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, με την Συνθήκη της Λωζάννης. Δημιουργήθηκε, ως διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα τύποις σύγχρονο τουρκικό έθνος-κράτος, με σαφώς καθορισμένα σύνορα.

Η μόνη εδαφική διεκδίκηση την οποία διετήρησε το κράτος αυτό, η περιοχή της Αλεξανδρέττας, ικανοποιήθηκε λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έναντι της εγκατάλειψης του εδαφικού επεκτατισμού, η Τουρκία θεώρησε ότι απέκτησε την ασφάλεια των συνόρων της. Όμως, στο συλλογικό τουρκικό υποσυνείδητο, η συνθήκη των Σεβρών δεν έπαψε να επικρέμαται ως δαμόκλειος

σπάθη.

Τι λοιπόν οδηγεί τον Τούρκο Πρόεδρο να επαναφέρει στο προσκήνιο τον εφιάλτη των Σεβρών για τον τουρκικό εθνικισμό; Αυτό το εύλογο ερώτημα έθεσαν οι κεμαλιστές αντίπαλοί του. Δεν είναι, όμως, ο Ταγίπ Ερντογάν που επαναφέρει τον εφιάλτη. Έχει επανέλθει από μόνος του, ως αποτέλεσμα των προσφάτων εξελίξεων στην Μέση Ανατολή. Οι αδεξιότητες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όπως η διένεξη με το Ισραήλ, επεδείνωσαν απλώς μια κατάσταση η οποία διαμορφώθηκε από τις ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα ατελή εθνικά κράτη τα οποία δημιουργήθηκαν από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, όπως το Ιράκ και η Συρία, «βαλκανοποιούνται».

Είναι φυσικό να φοβάται η Τουρκία μήπως ακολουθήσει την ίδια μοίρα, καθώς η αποσταθεροποίηση προχωρεί ταχύρρυθμα από την Ανατολή προς την Δύση. Δεν πρόκειται για κάποια αόριστη απειλή. Η σύσταση κουρδικού κράτους φαίνεται αναπόφευκτη. Οι Κούρδοι είναι μαχητικοί, έχουν αποκτήσει εξοπλισμό και πολεμική εμπειρία και προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες στον πόλεμο κατά του ISIS. Ποιος διαθέτει το απαιτούμενο ηθικό κύρος και το είδος της στρατιωτικής ισχύος για να τους σταματήσει;

Το διαφαινόμενο κουρδικό κράτος και, γενικότερα, η ορατή προοπτική να αναθεωρηθεί ο πολιτικός χάρτης της Μέσης Ανατολής θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας για τον τουρκικό εθνικισμό, το τεχνητό αυτό κατασκεύασμα του κεμαλισμού. Αν αφαιρεθεί το ιδεολόγημα της εδαφικής ακεραιότητας, καταρρέει και η πίστη στην βιωσιμότητα του τουρκικού έθνους. Τι περισσότερο πρέπει να συμβεί, ώστε να επιστρέψει η Τουρκία στο μέγεθος το οποίο της προσέδωσε η Συνθήκη των Σεβρών;

Μέσα από ποιες διαδικασίες εμφυλίων πολέμων θα καθορίζονταν τα νέα εσωτερικά σύνορα της Μικράς Ασίας; Ο Ταγίπ Ερντογάν ζει με το φάσμα να μείνει στην Ιστορία ως κατεδαφιστής της Τουρκίας, ένας αντι-Κεμάλ, κατά μιαν έννοια πολύ διαφορετική από ό,τι είχε οραματιστεί. Με τις δηλώσεις του, λοιπόν, δεν απειλεί να αμφισβητήσει πρώτος την Συνθήκη της Λωζάννης. Θεωρεί ότι αντιμετωπίζει την de facto αμφισβήτησή της από ξένες δυνάμεις. Προειδοποιεί, λοιπόν, ότι η ανατροπή της Συνθήκης δεν θα πραγματοποιηθεί μόνον ως προς τα ανατολικά, αλλά και ως προς τα δυτικά σύνορα της χώρας του. Προσπαθεί με τον τρόπο αυτόν να ασκήσει πίεση σε Αμερικανούς, Ευρωπαίους και Ρώσους, επισείοντας τον κίνδυνο μιας ανεξέλεγκτης αποσταθεροποίησης η οποία θα θίξει και το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφ’όσον οι διεθνείς δυνάμεις αποδεχθούν το κουρδικό κράτος συμβάλλοντας στην τουρκική κατάρρευση, ο Ταγίπ Ερντογάν προειδοποιεί ότι, χαμένοι για χαμένοι, οι Τούρκοι θα παρασύρουν στον όλεθρο και τους Δυτικούς τους γείτονες. Λίγα μπορεί να πράξει η Ελλάδα για να αποτρέψει τον κίνδυνο. Τέτοιες εξελίξεις εξαρτώνται από την διεθνή διπλωματία, στην οποία η θέση της Ελλάδας είναι υπαρκτή, αλλά όχι καθοριστική. Η φωτιά η οποία άναψε με τους δύο πολέμους του Ιράκ πλησιάζει επικίνδυνα τις εστίες μας.