Μια μεγάλη πρόκληση για τον Κ. Μπακογιαννη, θα ήταν η ελληνική πρωτεύουσα να ξαναγίνει μεγάλη πόλη της μεγαλοφυΐας, όπως πριν 2.500 χρόνια;

Σε εποχές-κλειδιά της ανθρώπινης ιστορίας, υπήρξαν περιοχές μεγαλοφυούς δημιουργίας, οι οποίες με τον τρόπο τους σημάδεψαν τόσο την ύπαρξη όσο και το γίγνεσθαι του ανθρώπου.

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Συστήνοντας τον εαυτό του ως ταξιδιώτη, ο Eric Weiner, συγγραφέας και σχολιαστής των New York Times Best seller, στο βιβλίο του «Η Γεωγραφία της Μεγαλοφυΐας (Εκδόσεις Τραυλός), φέρνει στο προσκήνιο ένα συναρπαστικό ερώτημα: Ποιο αόρατο νήμα συνδέει την Αθήνα του Πλάτωνα με την Φλωρεντία του Λεονάρντο ντα Βίντσι και τη Σίλικον Βάλεϊ του Ζουρκερμπεργκ και του Facebook; Πώς άναψε η σπίθα της μεγαλοφυΐας στα βιενέζικα καφέ του 1900, στο Χανγκτσόου της Κίνας, στον Διαφωτισμό του Εδιμβούργου, στη χαοτική Καλκούτα;

Εξειδικευμένος στην ύφανση ταξιδιωτικού ρεπορτάζ και ακαδημαϊκής έρευνας, πνευματώδης, προσηνής και πάντα πρόθυμος να μοιραστεί ένα μπουκάλι καλό κρασί, ο Eric Weiner κάνοντας το γύρο του κόσμου, πάει πίσω στο χρόνο, ανατέμνει την ιστορία και αναδεικνύει την πρωτοκαθεδρία του τόπου ως πηγή μεγαλοφυΐας.

Αναφέρεται έτσι σε χαρακτηριστικά της αρχαίας Αθήνας και τα συνδυάζει με το πνεύμα που τότε επικρατούσε στην πόλη, από όπου κατά τη γνώμη του ξεκίνησε η δυτική μεγαλοφυΐα.

Στην εντυπωσιακή περιγραφή του ωστόσο, ο Eric Weiner, παρά τις συχνές και εύστοχες αναφορές του στον Σωκράτη, δεν πάει πολύ μακρυά στη φιλοσοφική του αναζήτηση.

Υπό αυτή την έννοια, ο συγγραφέας, την τεράστια πνευματική ώθηση της Αθήνας, δεν την συνδυάζει με ένα άλλο κορυφαίο στην εποχή του φαινόμενο, που ήταν η ανάδυση του «ελληνισμού».

Αυτός ο τελευταίος, όπως γλαφυρά και αριστοτεχνικά τον περιγράφει ο καθηγητής Φιλοσοφίας του ΑΠΘ κ. παν. Τζαμαλίκος, «Είναι το γεγονός της ιστορικής και πνευματικής υπάρξεως των ελλήνων κατά ένα «τρόπο» ορισμένο εν χώρω και εν χρόνω. Χώρος είναι βεβαίως ο γνωστός ήδη ως ελλαδικός• αλλά, κατά κύριο λόγο, είναι το λεκανοπέδιο της Αττικής. Εκεί ανεπτύχθη και ολοκληρώθηκε ό,τι περιγράφουμε ως «ελληνισμό» φαινόμενο που, αν και ορισμένο χωρικά και χρονικά, εν τέλει υψώθηκε πάνω και πέρα από το χώρο που το εξέθρεψε και πάνω από το χρόνο, κατά τον οποίο συνετελέσθη.

Αυτή η γη, που περικλείεται από ήρεμα και «ανθρώπινα» βουνά – τον Υμηττό, την Πεντέλη, την Πάρνηθα – και από μια φιλόξενη θάλασσα – το Σαρωνικό – αποτελεί τον κύριο χώρο, μέσα στον οποίο ανεδύθη, ως την πλήρη ακμή του, το φαινόμενο του ελληνισμού. Χρόνος είναι ο γνωστός χρυσός αιώνας και οι ιστορικές περίοδοι που αμέσως εφάπτονται σ΄αυτόν εκατέρωθεν.

Ένα σύνολο περίπου διακοσίων ετών. Ο ελληνισμός έλαβε τη μέγιστη λάμψη του το δεύτερο μισό του πέμπτου αιώνα• τότε οι καρποί του έφθασαν στην ύψιστη ωριμότητά τους και τότε κορυφώθηκε η αίγλη του. Εν τούτοις, οι ιστορικές και πνευματικές προϋποθέσει ςπρος τούτο, υπέφωσκαν ήδη από την εποχή των Προσωκρατικών.

Μια εποχή ση διάρκεια της οποίας συντελείται, κατά τον Π.Τζαμαλίκο, μια παρθενογένεση: Ο λόγος αντιδιαστέλλει εαυτόν από το μύθο, αγωνιζόμενος το αυτό άθλημα: την ερμηνεία της φύσεως (ήτοι την ερμηνεία του κόσμου και των μεταβολών του) ακολουθώντας, ωστόσο, δικούς του δρόμους, δικούς του νόμους και δική του δυναμική.

Η βάση αυτής της δυναμικής ήταν η εξής: Αναζητείται μια «πρώτη αρχή», από την οποία απορρέουν αναγκαίως πλείστα γεγονότα και εν τέλει το σύνολο των φαινομένων της φύσεως. Τούτο σημαίνει ότι εγκαθίσταται μια σχέση αιτίου και αποτελέσματος – μια αιτιοκρατική σχέση. Έτσι ο κόσμος δεν ερμηνεύεται πλέον μυθολογικά, κατά τρόπον άτακτο και, ενίοτε, ανακόλουθο• αλλά επιβάλλεται στον κόσμο αυτόν μια τάξη, που απορρέει από τις λογικές σχέσεις αιτίου (πρωταρχής) και αποτελέσματος (φαινομένου).

Ο Έλληνας, λοιπόν, συλλαμβάνει μια λογική αρχή, της υποτάσσεται, ώστε δι΄αυτής να υποτάξει (ήτοι να ταξιθετήσει) τον κόσμο.

Για τον Θαλή ήταν το ένζωον «ύδωρ», για τον Αναξίμανδρο το «άπειρον», για τον Αναξιμένη ο «αέρας» κλπ. Αλλά ο τρόπος που εκτυλίσσεται αυτή η σκέψη, ήδη παρουσιάζει σταθερά χαρακτηριστικά: Την μη αποδοχή της μυθολογικής ερμηνείας του κόσμου, την αποδοχή μιας φυσικής «πρώτης αρχής» ως ουσίας του κόσμου, την υιοθεσία της αρχής αιτίου-αιτιατού για την εκτύλιξη της σκέψεως, και τη διαρκή, και συνετή, συμμόρφωση προς την αρχήν ατή.

Ο Έλληνας, άρα, υπόταξε το χάος, με το να δώσει μιαν έλλογη εκδοχή περί του κόσμου και των φαινομένων του – δηλαδή περί της φύσεως. Μια εκδοχή που να έχει εσωτερική τάξη και συνέπεια στη δομή της.

Ιδού λοιπόν, η «απελευθέρωση» του σκέπτεσθαι από τη μυθολογία, γεγονός κοσμοϊστορικό, που φέρνει την Αθήνα στην πρωτοπορία της ελευθερίας. Εξ αυτού και μόνον του γεγονότος κύρια άλλα έπονται.