Ένα θεμελιώδες ερώτημα είναι: ο δημόσιος τομέας υπάρχει για να εξυπηρετεί τους δημοσίους υπαλλήλους ή οι δημόσιοι υπάλληλοι υπάρχουν για να παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό; Ενώ η γρήγορη απάντηση θα ήταν ‘’προφανώς, το δεύτερο’’, η εμπειρία δείχνει ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό ισχύει το πρώτο.

Μεγαλύτερες συντάξεις σε χαμηλότερα ηλικιακά όρια, αποσύνδεση των αμοιβών από την απόδοση, περισσότερη εργασιακή ασφάλεια, προσλήψεις και προαγωγές με αναξιοκρατικό τρόπο, όλα συμβάλλουν ώστε ο τυπικός δημόσιος υπάλληλος να βρίσκεται σε καθεστώς πολύ ευνοϊκότερο από αυτό του μέσου πολίτη, τον οποίο τάχθηκε να εξυπηρετεί.

Του Κώστα Χριστίδη*

Στην κατάσταση αυτή συνέβαλε αποφασιστικά ο ασύδοτος, κομματικοποιημένος συνδικαλισμός.

Η ρίζα του κακού ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ ανήγαγε τον συνδικαλισμό σε ένα από τα τρία, κατ’ αυτόν ισότιμα, ‘’βάθρα της δημοκρατίας’’, μαζί με το κοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση.

Τα πάσης φύσεως προνόμια που αλόγιστα θεσπίσθηκαν τότε υπέρ των διαφόρων ‘’εργατοπατέρων’’ οδήγησαν σε ουσιαστική συνδιοίκηση επιχειρήσεις του δημοσίου και, ενίοτε, και του ιδιωτικού τομέα, σε κατάχρηση απεργιακών κινητοποιήσεων και σε σταδιακή συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης.

Οι επικεφαλής των μεγάλων συνδικάτων όχι μόνο μπορούσαν να επιβάλουν τους όρους τους στις διαπραγματεύσεις, αλλά συχνά να επιλέγουν και με ποιους θα διαπραγματευθούν από την άλλη πλευρά του τραπεζιού, ενίοτε δε να μεταβαίνουν οι ίδιοι ως διαπραγματευτές στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, καταλαμβάνοντας πολιτικά αξιώματα και υπουργικούς θώκους.

Βεβαίως, η συνδικαλιστική ασυδοσία δεν δημιούργησε διατηρήσιμα οφέλη για τους μισθωτούς.

Όταν το μέγεθος και οι δυσλειτουργίες του υπερτροφικού κράτους συνέθλιψαν τον ιδιωτικό τομέα, οι απεργίες, οι εκβιαστικές πράξεις και οι απειλές δεν στάθηκαν ικανές να αποτρέψουν την ανεργία και την φτωχοποίηση.

Η κοινωνία, όμως, ακόμη και σήμερα, βρίσκεται συχνά όμηρος στα χέρια συνδικάτων και κατεστημένων που, πάνω από όλα, αγωνίζονται για να διατηρήσουν τον ‘’δημόσιο χαρακτήρα’’, δηλ. την μονοπωλιακή ισχύ των επιχειρήσεων και υπηρεσιών όπου απασχολούνται.

Πρόσφατο τυπικό παράδειγμα οι 21 υπάλληλοι της ΣΤΑΣΥ, οι οποίοι αρνούμενοι να μεταφερθούν σε θέσεις εκδοτηρίων προκάλεσαν αιφνιδιαστικά πρωτοφανή αναστάτωση στη συγκοινωνιακή λειτουργία της πρωτεύουσας.

Η κατάσταση αυτή, προφανώς, δεν μπορεί να συνεχισθεί άλλο.

Την στιγμή που αλλάζει το καθεστώς ασυλίας υπουργών και βουλευτών, δεν είναι αποδεκτό να τυγχάνουν ασυλίας όσοι, εν ονόματι του συνδικαλισμού, προκαλούν σε άλλους – φυσικά ή νομικά πρόσωπα – παρανόμως ζημία ή βλάβη, αλλά πρέπει να υπέχουν τις ίδιες αστικές και ποινικές ευθύνες που προβλέπει για όλους η ισχύουσα νομοθεσία.

Οι απεργίες να αποφασίζονται με πλειοψηφία 50%+1 των εγγεγραμμένων μελών κάθε σωματείου ή συνδικάτου ενώ, ταυτοχρόνως, να περιορισθεί το εύρος των θεμάτων για κήρυξη απεργιών στον δημόσιο τομέα.

Συμμετοχή σε παράνομη απεργία να επιφέρει απόλυση χωρίς αποζημίωση.

Να επιτρέπεται η ανταπεργία (lock–out) από πλευράς εργοδοτών. Οι συνδικαλιστές πρέπει να εργάζονται και να ασκούν τις συνδικαλιστικές τους δραστηριότητες εκτός ωραρίου, να μην μετέχουν στα υπηρεσιακά πειθαρχικά συμβούλια, η δε χρηματοδότηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων να παρέχεται αποκλειστικά από τα μέλη τους σε προαιρετική βάση.

Η αλλαγή της συνδικαλιστικής νομοθεσίας προς τις κατευθύνσεις αυτές, χωρίς να αρκεί από μόνη της, είναι αναγκαία για να αποκατασταθεί η εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου τομέα αλλά και της οικονομίας γενικότερα.