Η ανάπτυξη του αύριο μόνο μέσα από το ιδιωτικό επιχειρείν μπορεί να επέλθει.

Στην άποψη αυτή, μετά από αυταπάτες, συγκρούσεις και καθυστερήσεις, φαίνεται ότι προσφάτως προσχώρησε – λεκτικά, τουλάχιστον – και ο κ. Τσίπρας, τεθείς μάλιστα επί κεφαλής taskforceμε αντικείμενο την προσέλκυση επενδύσεων.

Του Κώστα Χριστίδη*

Άλλο θέμα το ότι η όλη πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μάλλον σε απώθηση επενδύσεων οδηγεί.

Μία θεμελιώδης προϋπόθεση για την απρόσκοπτη ανάπτυξη του επιχειρείν είναι η ασφάλεια δικαίου, η σταθερότητα δηλ. του νομικού πλαισίου  και η ταχεία και ορθή επίλυση των προκυπτουσών διαφορών.

Ατυχώς η Ελλάδα έχει μία από τις χειρότερες επιδόσεις διεθνώς στον τομέα αυτόν.

Φορολογική νομοθεσία, χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, χρήσεις γης, όροι δόμησης, προστασία περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς, θέματα ανταγωνισμού και εργασιακών σχέσεων, επίλυση διαφορών αποτελούν πηγές αβεβαιότητας, καθυστερήσεων, απρόβλεπτων εξελίξεων.

Και αντί η κατάσταση να βελτιώνεται μέσω σταθερού και καλύτερης ποιότητας νομοθετικού πλαισίου, επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης με εξωδικαστικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής, εξειδίκευση των δικαστικών λειτουργών σε οικονομικά και άλλα θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις, ηλεκτρονικοποίηση διαδικασιών κλπ., αντιθέτως επιδεινώνεται σημαντικά λόγω μίας τάσεως που ειδικά κατά το τελευταίο διάστημα εξαπλώνεται δίκην χιονοστιβάδας.

Πρόκειται για την προσπάθεια ποινικοποίησης επενδυτικών και επιχειρηματικών αποφάσεων που από την φύση τους συνεπάγονται υψηλά ποσοστά κινδύνου και αβεβαιότητας.

Ο οικονομικός αναλφαβητισμός που μαστίζει το μεγαλύτερος μέρος του ελληνικού πληθυσμού ατυχώς επεκτείνεται και σε σημαίνοντα πρόσωπα της κοινωνίας, όπως βουλευτές, δασκάλους και καθηγητές, εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς.

Οι τελευταίοι συχνά αδυνατούν να κατανοήσουν την έννοια της ζημίας, την οποία συχνά ταυτίζουν με μία ιδιότυπη μορφή διαφυγόντος κέρδους, ιδίως όταν ο νόμος δεν απαιτεί την ύπαρξη οριστικά βεβαιωμένης λογιστικής ζημίας αλλά αρκείται σε ‘’απειλή’’ αυτής (όπως συμβαίνει με τον νόμο 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος,  αυτό το κατ’ εξοχήν μειωτικό του νομικού μας πολιτισμού απολίθωμα).

Η ανασφάλεια δικαίου αναδεικνύεται χαρακτηριστικά σε περιπτώσεις όπως των 36 κατηγορουμένων που δικάζονται για δεύτερη φορά για την υπόθεση της διόγκωσης της τιμής μετοχών του ΧΑΑ το 1999, καίτοι είχαν απαλλαγεί με ομόφωνη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (αρχικά οι εμπλεκόμενοι ήταν 42, εκ των οποίων 6 απεβίωσαν στο μεσολαβήσαν διάστημα).

Επίσης στην περίπτωση των έξι μελών του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων του ΤΑΙ ΠΕΔ που παραπέμπονται για απιστία περί την υπηρεσία (και πάλι με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του Ν.1608/1950) σχετική με την υπόθεση πώλησης και επαναμίσθωσης 28 ακινήτων του Δημοσίου.

Γενικότερα, η απαγγελία κατηγοριών και η καταδίκη για ποινικά αδικήματα των μελών του Δ.Σ. μίας ανώνυμης εταιρείας (δημόσιας ή ιδιωτικής) για πλείστα όσα θέματα της διαρκώς μεταβαλλόμενης νομοθεσίας μας ανατρέπει κατ’ ουσίαν τον θεσμό της ανώνυμης εταιρείας, αποθαρρύνει την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και αποτρέπει την πραγματοποίηση επενδύσεων, άνευ των οποίων εκατοντάδες χιλιάδες απλών ανθρώπων καταδικάζονται στην ανεργία και στην ανέχεια.

Νομικός – Οικονομολόγος*