Στο εξής, καμμία προοπτική ανάπτυξης δεν θα γίνει πράξη αν στην ψηφιακή εποχή δεν ανατραπούν όλα στην απαράδεκτη δημόσια διοίκηση.
Μεταρρύθμιση, αναδιάρθρωση, εκσυγχρονισμός, αναμόρφωση. Ουσιαστικά σύνθετα, βαρύγδουπα, ηχηρά και πτερόεντα, πολλά και τίποτα υποσχόμενα εν τη αοριστία τους. Τα ακούμε όλο και πιο συχνά με αναφορά κυρίως στην Δημόσια Διοίκηση, τον βαρέως πάσχοντα της σύγχρονης ελληνικής κωμικοτραγωδίας, και δευτερευόντως να αναφέρονται στην Παιδεία, το έτερον δράμα του ελληνικού Γολγοθά.
Του Θεοδόση Μπουντουράκη*
Από την άλλη, συνεχώς έρχονται στο φως στοιχεία και δείκτες που αναδεικνύουν τα προβλήματα του επιχειρείν στην χώρα μας, καθώς και συγκρίσεις με γειτονικές χώρες στον εν λόγω τομέα. Γειτονικές χώρες τις οποίες άλλοτε λοιδορούσαμε και σήμερα βλέπουμε να μάς ξεπερνάνε, σε όλους τους δείκτες προσέλκυσης επενδύσεων και επιχειρηματικότητας.
Από τις πρόσφατες σχετικές εκθέσεις διεθνών οργανισμών που δημοσιεύθηκαν ως προς την φιλικότητα προς τις επενδύσεις και το επιχειρείν, βλέπουμε την Ελλάδα να κατρακυλάει στην 67η θέση, πίσω ακόμη και από την Αλβανία που βρίσκεται στην 65η θέση, βάσει της εκθέσεως της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Μετά δε την αιματηρή μετανάστευση του ανθρώπινου δυναμικού που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και που έχει λάβει διαστάσεις υπαρξιακού προβλήματος για την Ελλάδα, έχουμε τώρα και την αθρόα μετανάστευση επιχειρήσεων προς Βουλγαρία και Κύπρο.
Οι χώρες αυτές εφαρμόζουν αισθητά χαμηλότερη φορολογία προς τις επιχειρήσεις και κυρίως παρέχουν επαρκή και φθηνή χρηματοδότηση σε σχέση με την Ελλάδα, η οποία εξακολουθεί να γονατίζει υπό το άγος των capital controls.
Αυτό το αίσχος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, που παραπέμπουν σε τριτοκοσμική χώρα, έχουν γίνει πλέον μέρος της ζωής μας και δυστυχώς τούς έχουμε αποδεχθεί και ενσωματώσει στην καθημερινότητά μας.
Όμως μία εταιρία η οποία αδυνατεί να εξασφαλίσει τραπεζικό δανεισμό στην Ελλάδα –αλλά, και αν ακόμη το μπορέσει, θα πληρώσει επιτόκιο 6%-8%– είναι πιθανό στην Βουλγαρία να βρει χρηματοδότηση με ευχέρεια και επιτόκιο 3%-4%. Πέραν αυτού, οι φόροι στην Βουλγαρία είναι 10%, ενώ στην Ελλάδα ανέρχονται στο 52% μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές.
Προφανώς γενεσιουργός αιτία αυτών των δυσμενών συγκρίσεων εις βάρος της χώρας μας είναι η ελληνική Δημόσια Διοίκηση –την οποίαν όλες οι κυβερνήσεις φιλοδοξούν να μεταρρυθμίσουν αλλά καμμια τους δεν το καταφέρνει.
Οι μεν προηγούμενες κυβερνήσεις επειδή δεν μπορούσαν, η δε σημερινή επειδή ούτε το μπορεί αλλά ούτε και το θέλει, αφού χρησιμοποιεί την Δημόσια Διοίκηση σαν δεξαμενή αλίευσης ψήφων, θωπεύει δε και ενισχύει την συντεχνιακή νοοτροπία που την χαρακτηρίζει, καθώς και την στρεβλή και εργατοπατερική πολιτική των συνδικαλιστών που την ελέγχουν και την κατατρύχουν. Γνωστά πράγματα και χιλιοειπωμένα, που δεν παύουν όμως να αποτελούν την καρδιά του προβλήματος.
Ακούω και διαβάζω συχνά ότι την μόνη θεραπεία για τα εσκεμμένα χάλια της Δημόσιας Διοίκησης θα αποτελούσε ένα μεταρρυθμιστικό σοκ. Καλοπροαίρετες και ρομαντικές απόψεις, καλές για τηλεοπτικά παράθυρα και άρθρα στις κυριακάτικες εφημερίδες, πλην όμως στην πράξη αιθεροβάμονες και δυσχερέστατα εφαρμόσιμες. Ένα είναι βέβαιο. Ότι ο όποιος ριζικός εκσυγχρονισμός της είναι ένα βαρύτατο εθνικό έργο με ορίζοντα τουλάχιστον πενταετίας, για να μην πω δεκαετίας.
Έχει η χώρα μας τέτοια χρονικά περιθώρια και δυνατότητες σχεδιασμού, υλοποίησης και επιμονής σε έναν στόχο που κατά πολύ ξεπερνάει τις εφήμερες και ευκαιριακές επιδιώξεις των κομμάτων και την επιπολαιότητα ή τον οχαδερφικό ατομικισμό των περισσοτέρων ψηφοφόρων;
Για να μεταρρυθμίσουμε την Δημόσια Διοίκηση πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποφασίσουμε ποια θέλουμε να είναι η αποστολή της. Θέλουμε μία Δημόσια Διοίκηση που θα καθορίζει και θα εμπλέκεται στα πάντα;
Που θα θέτει εξοντωτικές προδιαγραφές και θα απαιτεί φορτηγά με δικαιολογητικά και αποδεικτικά, είτε πρόκειται να ανοίξει κανείς ένα κουρείο στην γειτονιά του είτε πρόκειται να κάνει μία διεθνούς βεληνεκούς επένδυση όπως αυτές του Ελληνικού ή του Κόστα Ναβαρίνο –η οποία, ενδεικτικά, χρειάστηκε 20 χρόνια για να ολοκληρωθεί, αφού η διαδικασία των σχετικών άδειών και εγκρίσεων κράτησε 15 χρόνια.
Ή θέλουμε μία Δημόσια Διοίκηση με καλοπροαίρετη και όχι δουλοκτητική διάθεση προς τον πολίτη, που θα σχεδιάζει, θα θέτει τις προδιαγραφές για την δημόσια δραστηριότητα των πολιτών και θα επιβλέπει την τήρηση των κανόνων, χωρίς να κάνει την ζωή των πολιτών κόλαση;
Αφού προσδιορίσουμε τους στόχους της Δημόσιας Διοίκησης, το επόμενο βήμα είναι να σχεδιάσουμε το οργανόγραμμα που θα εξυπηρετεί τους επιθυμητούς στόχους. Ένα τέτοιο οργανόγραμμα θα καθορίζει πόσα και ποια Υπουργεία χρειάζονται και με ποιες ακριβώς αρμοδιότητες.
Επίσης θα προβλέπει την εσωτερική δομή και οργάνωση του κάθε Υπουργείου με επακριβή καθορισμό του αντικειμένου εργασίας των Διευθύνσεων των Τμημάτων και των διευθυντικών στελεχών.
Δανείζομαι αυτήν την μεθοδολογία από την Επιστήμη της Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, η οποία περιγράφει την δομή και λειτουργία των μεγάλων ιδιωτικών εταιριών.
Αφού λοιπόν καταρτισθεί το επιθυμητό οργανόγραμμα, έρχεται η φάση της στελέχωσης των επί μέρους τμημάτων βάσει των προκαθορισμένων προδιαγραφών εργασίας, των γνωστών και ως job descriptions. Αυτή η φάση υλοποίησης του οργανογράμματος της Δημόσιας Διοίκησης εμπεριέχει αναγκαστικά και την αξιολόγηση του υπάρχοντος ανθρωπίνου δυναμικού.
Μέχρι σήμερα, οι όποιες δειλές και ατελείς προσπάθειες μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού κόλλησαν σε αυτήν την περίφημη αξιολόγηση, η οποία αποτελεί το απόλυτο casus belli για τους συνδικαλιστές και λοιπούς παράγοντες των Δημοσίων Υπαλλήλων. Αλλά χωρίς αξιολόγηση και τις απαραίτητες μετακινήσεις υπαλλήλων, καμμια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Και βεβαίως τίθεται και το ερώτημα, που ίσως είναι και το σημαντικότερο, ποιος θα είναι ο φορέας που θα επιτελέσει αυτό το τόσο φιλόδοξο έργο.
Είναι προφανές ότι μόνον μία μεγάλη και διεθνής εταιρία Συμβούλων και Οργάνωσης, με ανάλογες εμπειρίες και περγαμηνές, θα μπορούσε να αναλάβει ένα τέτοιο κολοσσιαίο εγχείρημα και με ορίζοντα τουλάχιστον πέντε χρόνων.
Πόσοι μπορούν να ελπίζουν ότι, με δεδομένο τον συντηρητισμό και την αντίσταση στις αλλαγές που διατρέχουν την σημερινή ελληνική κοινωνία της κρίσης, μία τέτοια σεισμική τομή θα ήταν εφικτή;
Μάλλον θα ζήσουμε για το υπόλοιπο του βίου μας με την δεδομένη ελληνική Δημόσια Διοίκηση και κάθε τόσο θα παρακολουθούμε τις διεθνείς αξιολογήσεις να επιβεβαιώνουν την μοίρα μας.
*Οικονομολόγος