Ο ενδεχόμενος ρόλος της Ελλάδας ως σταθμού στον «Δρόμο της Μετάξης» μπορεί να αποτελέσει κορυφαία ευκαιρία και για την πορεία του ελληνικού κράτους.

Η ευρασιαστική ήπειρος διαθέτει δύο μεγάλες δημογραφικές εστίες, την Δύση (Ευρώπη) και την Ανατολή (Ινδία, Κίνα, κλπ.).

Του Γιώργου Πρεβελάκη*

Οι ανταλλαγές ανάμεσά τους, εμπορικές και άλλες, διέρχονται από ένα μεγάλο σταυροδρόμι το οποίο συγκροτείται γεωγραφικά από τα Βαλκάνια και την Μικρά Ασία. Αυτή η θέση εξηγεί την ακμή της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τμήμα από το σταυροδρόμι αυτό –τα εδάφη που σήμερα συγκροτούν την Βόρεια Ελλάδα– διαθέτει ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα: ελέγχει τους δρόμους οι οποίοι συνδέουν την Ανατολική Μεσόγειο με την Κεντρική Ευρώπη.

Η θέση της Θεσσαλονίκης, άρθρωση ανάμεσα στους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου με τον χερσαίο δρόμο των κοιλάδων του Αξιού και του Μοράβα, είναι, μετά την Κωνσταντινούπολη, η σημαντικότερη στην περιοχή.

Από τον 19ο αιώνα και εξής, καθώς ως συνέπεια της βιομηχανικής επανάστασης η Δύση αναπτύχθηκε πολύ ταχύτερα από την Ανατολή, η μεταφορά του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας προς δυσμάς κατέστησε το σταυροδρόμι αυτό λιγότερο σημαντικό (χάρτης από την μελέτη McKinsey and Company: “Urban world: Cities and the rise of the consuming class”).

Οι εθνικισμοί και ο Ψυχρός Πόλεμος το διέσπασαν σε χωριστά εδάφη, ύψωσαν αδιαπέραστα σύνορα, αχρήστευσαν την λειτουργία του. Έτσι η Θεσσαλονίκη, μία από τις περισσότερο πλούσιες και δυναμικές πόλεις της Μεσογείου, κατήντησε μία ασήμαντη επαρχιακή πόλη, στην σκιά της έως τον 19ο αιώνα ανύπαρκτης οικονομικά Αθήνας.

Οι συνθήκες αυτές αλλάζουν άρδην. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την ενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις κατέστησαν το βαλκανικό σταυροδρόμι εκ νέου λειτουργικό –τουλάχιστον δυνάμει.

Η βασική εξέλιξη αφορά την αναμετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας, όπως εικονογραφείται από την χάρτη της McKinsey and Company. Η ραγδαία ανάπτυξη της Κίνας εξηγεί τον τεκτονικό αυτόν μετασχηματισμό.

Δημιουργούνται έτσι οι συνθήκες για να αναγεννηθεί ο οικονομικός ρόλος της περιοχής στην οποία εντάσσεται η Βόρεια Ελλάδα. Η δυνατότητα όμως αυτή δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη της Βόρειας Ελλάδας.

Το νέο μεταφορικό δυναμικό της περιοχής, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές ευρωπαϊκές και διεθνείς ισορροπίες, διαμορφώνουν το σκηνικό για ένα νέο «μέγα παίγνιον» (big game). Θα διαδραματιστεί στο εγγύς μέλλον. Στο «παίγνιον» αυτό εμπλέκονται όλες οι μεγάλες δυνάμεις: Ευρώπη, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα.

Δρόμος της Μετάξης

Η αξιοποίηση του νέου εμπορικού δυναμικού μεταξύ Δύσης και Ανατολής προϋποθέτει μεταφορικές δομές. Η Κίνα έχει εγκαινιάσει ένα φιλόδοξο επενδυτικό σχέδιο, τον Δρόμο της Μετάξης. Στην δέσμη αυτή από θαλασσίους και χερσαίους δρόμους, ο κύριος άξονας διέρχεται από την διευρυμένη πλέον διώρυγα του Σουέζ.

Τα εμπορεύματα μπορούν κατόπιν να κατευθυνθούν στο Ρότερνταμ ή να επιδιώξουν να διεισδύσουν στην καρδιά της Ευρώπης μέσω Ιταλίας (Βενετία, Ανκόνα), Γαλλίας (Μασσαλία) ή δια του Δούναβη, αφού διασχίσουν πρώτα τα τουρκικά Στενά.

Όλες όμως αυτές οι διαδρομές παρουσιάζουν προβλήματα: μεγάλο μήκος της διαδρομής μέσω Γιβραλτάρ για την πρόσβαση στο Ρότερνταμ, συμφόρηση και περιβαλλοντικά προβλήματα στα Στενά και στην διάβαση των Άλπεων, απόκεντρη θέση της Μασσαλίας…

Αναμφιβόλως, η πλέον ευνοϊκή διαδρομή είναι μέσω των κοιλάδων του Αξιού και του Μοράβα. Συνδέει την Θεσσαλονίκη με το Βελιγράδι (επομένως με τον Δούναβη), χωρίς να παρεμβάλλονται γεωγραφικά εμπόδια. Η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται έτσι και πάλι σε μεγάλο γεωοικονομικό διακύβευμα. Όμως, η διαδρομή αυτή πάσχει από έλλειψη υποδομών και από την πολιτική πολυδιάσπαση.

Οι Κινέζοι κατανόησαν πρώτοι το δυναμικό της. Ο λιμένας του Πειραιά πρέπει να θεωρηθεί ως φυσική προέκταση του άξονα Θεσσαλονίκη-Βελιγράδι. Το κινεζικό σχέδιο για την δημιουργία πλωτού δρόμου μεταξύ των δύο αυτών πόλεων αποδεικνύει την κινεζική στρατηγική πρωτοπορία. Έναντι των κινεζικών πρωτοβουλιών, η Ευρώπη καθυστερεί. Οι δυνάμεις που συνδέονται με το λιμάνι του Ρότερνταμ δεν είναι αμελητέες.

Ενδέχεται να επηρεάζουν τις αποφάσεις ως προς την ευρωπαϊκή μεταφορική πολιτική, ώστε να καθυστερήσουν οι βαλκανικοί άξονες. Από την πλευρά τους, οι Ιταλοί κινητοποιούνται με την ελπίδα να ελκύσουν μεγάλο τμήμα των ροών.

Το πρώτο μεγάλο διακύβευμα αφορά, επομένως, τον αγώνα δρόμου για να δημιουργηθούν οι αναγκαίες λιμενικές, οδικές, σιδηροδρομικές και ενδεχομένως πλωτές υποδομές. Υπεισέρχονται όχι μόνον οικονομικοί, αλλά και γεωπολιτικοί παράγοντες.

Κέρδη για όλους

Εφόσον η Βόρεια Ελλάδα επιτύχει να προσελκύσει τις αναγκαίες επενδύσεις, τίθεται ένα δεύτερο ερώτημα: κατά πόσον και σε ποιον βαθμό η εξέλιξη αυτή θα ωφελήσει την Ελλάδα στο σύνολό της και, ειδικότερα, την Βόρεια Ελλάδα. Η χρήση του ελληνικού εδάφους δεν συνεπάγεται ότι τα οφέλη από τις ροές θα μονοπωληθούν από την ελληνική οικονομία. Είναι ήδη φανερό ότι μεγάλες παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις διαγωνίζονται για να καταλάβουν ισχυρή θέση στις επενδύσεις, με στόχο να συμμετάσχουν στην διανομή των κερδών.

Αν η Ελλάδα δεν διαπραγματευθεί αποτελεσματικά, ενδέχεται να αποτελέσει έναν παθητικό ιμάντα μεταφοράς και να υποστεί τις περιβαλλοντικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις, χωρίς σημαντικά οφέλη.

Το πώς θα χρησιμοποιηθούν τα κέρδη έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία από το μέγεθος του ελληνικού μεριδίου. Η κατανομή των ωφελημάτων μεταξύ του κεντρικού κράτους και της περιφερειακής οικονομίας είναι πολύ σημαντική. Μπορεί να καθορίσει αν οι νέες εξελίξεις θα αποβούν ευλογία ή κατάρα.

Πελατειακό κράτος

Ο μεγάλος κίνδυνος είναι η ευκαιρία αυτή να αναλωθεί στην προσθήκη ακόμη μίας μορφής προσόδου η οποία θα απορροφηθεί και πάλι από το πελατειακό σύστημα. Ήδη από τον 19ο αιώνα οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις στρέφονται προς την έξωθεν πρόσοδο για να εμπεδώνουν την εξουσία τους στο εσωτερικό.

Η περίοδος 1981-2010, με τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και τον εύκολο δανεισμό, επιδείνωσε το πρόβλημα. Η ανάλυση για τον αρνητικό ρόλο της προσόδου στις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες (the natural resource curse) αφορά εν μέρει και την χώρα μας.

Ο ενδεχόμενος ρόλος της Ελλάδας ως σταθμού στον Δρόμο της Μετάξης, καθώς και το συναφές θέμα της κομβικής της θέσης στα δίκτυα της ενέργειας, εγείρουν εύλογες ανησυχίες. Αυτές οι νέες πηγές προσόδου μπορούν να παρεμποδίσουν την προσπάθεια να στραφεί η ελληνική οικονομία προς γνήσια παραγωγικές κατευθύνσεις και να περιοριστούν τα φαινόμενα διαφθοράς και λαϊκισμού.

Υπάρχει, άραγε, θετικό σενάριο; Η προοπτική να αξιοποιηθεί η αναβαθμισμένη θέση της Βόρειας Ελλάδας σε μία προοπτική περιφερειακής και διακρατικής ανάπτυξης εκφράζει την αισιόδοξη προοπτική.

Αν οι ροές μέσα από το έδαφός της αντιμετωπιστούν ως ευκαιρία για την ανάπτυξη βιομηχανικών δραστηριοτήτων, αν η ευκολία στην διασύνδεση με τις αγορές της Δύσης και της Ανατολής λειτουργήσουν ως κίνητρο για την εξαγωγή γεωργικών και βιομηχανικών προϊόντων, αν τέλος η συνεργασία με τους βορείους γείτονες για τις μεταφορικές υποδομές επεκταθεί και στον ευρύτερο οικονομικό τομέα –τότε, οι μεγάλες γεωοικονομικές αλλαγές μπορούν να αποδειχθούν θετικές.

Η πρόκληση

Τί θα κρίνει αν θα ακολουθηθεί η μία ή η άλλη οδός; Το ζήτημα αυτό εντάσσεται στο ευρύτερο ελληνικό πολιτικό ζήτημα.

Στην ανάγκη να ξεπεραστούν δομές και συνήθειες οι οποίες διαμορφώθηκαν σε άλλες εποχές και ανταποκρίνονταν σε άλλες ανάγκες και συνθήκες. Αν οι χειρισμοί αφεθούν στην συγκεντρωτική και προσοδοθηρική αθηναϊκή λογική, και αυτή η εξέλιξη θα προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των χαμένων ευκαιριών.

Οι οικονομικοί, πολιτικοί και πνευματικοί παράγοντες της Βόρειας Ελλάδας χρειάζεται, επομένως, να αυτονομηθούν από την αθηναϊκή κηδεμονία και να διεκδικήσουν αποφασιστικό ρόλο στις αποφάσεις οι οποίες αφορούν κατ’ εξοχήν την περιοχή τους. Η αλλαγή στον γεωγραφικό ρόλο της Θεσσαλονίκης πρέπει να μεταφραστεί μέσα από την ανάδυση μίας νέας περιφερειακής ελίτ, προέκταση και συνέχεια της δυναμικής κοινωνίας που ζούσε και δημιουργούσε στην δεύτερη σε σημασία πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο ελληνικός φοβικός εθνικισμός αντιμετώπισε την Βόρεια Ελλάδα, ιδιαίτερα την Θεσσαλονίκη, με μεγάλη ανησυχία. Με δεδομένες τις εθνικιστικές εντάσεις στα Βαλκάνια και την εύθραυστη δημογραφική δομή της Βόρειας Ελλάδας μετά τις ανταλλαγές των πληθυσμών, η ανησυχία αυτή δεν ήταν αδικαιολόγητη. Όμως, η εμμονή στην συγκεντρωτική λογική, με τις συνεπαγόμενες οικονομικές παραμορφώσεις και βαθειές δυσαρέσκειες, αποτελεί σήμερα μεγαλύτερο κίνδυνο για την εθνική συνοχή από τα παλαιά προβλήματα.

Το περιφερειακό γεωπολιτικό περιβάλλον της Βόρειας Ελλάδας μετασχηματίζεται με μεγάλη ταχύτητα. Τα Βαλκάνια εξακολουθούν να διατηρούν εστίες ασταθείας, ενώ η Τουρκία συγκλονίζεται από κρίσεις εσωτερικής και εξωτερικής γεωπολιτικής.

Σε αυτό το αβέβαιο, ρευστό και ασταθές πλαίσιο, ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπιστούν οι νέες ευκαιρίες για την Βόρεια Ελλάδα ενδέχεται να αποβεί καθοριστικός για την πορεία του ελληνικού κράτους.

*Καθηγητής Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, συγγραφέας του βιβλίου «Ποιοι Είμαστε» (εκδόσεις Κέρκυρα)