Καταλυτική για την επιτυχία της εξόδου της χώρας από το πρόγραμμα προσαρμογής θα είναι η ικανότητά της να απορροφήσει πλήρως τα κοινοτικά κονδύλια.

Ναι μεν η Ελλάδα υποφέρει από έλλειψη ρευστότητας και επενδύσεων, πλην όμως η απορροφητικότητά της σε κοινοτικά δωρεάν κεφάλαια είναι πολύ χαμηλή.

Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Αυτό είναι μία ισχυρή απόδειξη ότι η χώρα έχει σοβαρές λειτουργικές αδυναμίες, τις οποίες όμως δεν θέλει να καταπολεμήσει και άρα να θεραπεύσει.

Η ολέθρια παρουσία της εγχώριας γραφειοκρατίας στην οικονομική δυσπραγία της χώρας είναι κατάδηλη, καθώς και η σοβαρή συμμετοχή της στην παρούσα κρίση. Μία κρίση που θα επιδεινωθεί αν η Ελλάδα δεν αποτινάξει τα γραφειοκρατικά δεσμά που την πνίγουν.

Στο πλαίσιο αυτής της αποπνικτικής κατάστασης, όπως επισημαίνεται σε ειδική μελέτη για την αξιοποίηση των διαρθρωτικών πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), και την οποία υπογράφουν οι κυρίες Μελίνα Βασαρδάνη και Δήμητρα Δημητροπούλου της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της ΤτΕ, σήμερα η χρηματοδότηση της ΕΕ είναι πιο κρίσιμη από ποτέ για την Ελλάδα.

Διότι, η παρατεταμένη και βαθειά κρίση των τελευταίων χρόνων, η εντατική δημοσιονομική προσαρμογή και το αρνητικό επιχειρηματικό και επενδυτικό κλίμα ως απόρροια της κρίσης, δυσχέραναν τις δυνατότητες εθνικής χρηματοδότησης και ανέστειλαν την διαδικασία οικονομικής σύγκλισης τόσο σε επίπεδο περιφέρειας όσο και μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.

Ενδεικτικά, σε μία δεκαετία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας, σε όρους αγοραστικής δύναμης, μειώθηκε, από μέγιστο ποσοστό 95,6% του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ-28 το 2006, σε μόλις 67,6% το 2016 –το χαμηλότερο εικοσαετίας.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα (προσωρινά) ταμειακά στοιχεία, οι ετήσιες απολήψεις της Ελλάδος από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ ανήλθαν σε 1.252 εκατ. ευρώ το 2017 (εκ των οποίων τα 1.130 εκατ. ευρώ προέρχονταν από το ΕΣΠΑ 2014-2020), αισθητά μειωμένες σε σχέση τόσο με τα προηγούμενα έτη της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου ΕΣΠΑ 2014-2020, όσο και με το αντίστοιχο τέταρτο έτος των δύο προηγούμενων προγραμματικών περιόδων ΕΣΠΑ 2007-2013 και Γ’ ΚΠΣ 2000-2006.

Ο υποτονικός ρυθμός απολήψεων συνεχίστηκε το α’ τρίμηνο τού 2018, με τις εισροές των διαρθρωτικών πόρων να ανέρχονται σε μόλις 317 εκατ. ευρώ.

Όπως αναφέρει η μελέτη της ΤτΕ, η σχετικά χαμηλή ετήσια ροή ευρωπαϊκών πόρων το 2017 μπορεί να ερμηνευθεί από παράγοντες που ενίσχυσαν τις απολήψεις τα προηγούμενα τρία έτη 2014-2016 και δεν υφίστανται πλέον, καθώς και από παράγοντες που αφορούν πιο άμεσα την πορεία υλοποίησης των έργων το 2017.

Την περίοδο 2014-2016 οι αυξημένες εισροές διαρθρωτικών πόρων σχετίζονταν κυρίως με την πλήρη απορρόφηση των υπολειπόμενων κονδυλίων του ΕΣΠΑ 20907-2013 σύμφωνα με τον κανόνα ν+3 (ο κανόνας ν+2 ή ν+3 επιτρέπει την απορρόφηση υπολειπόμενων κονδυλίων μετά την λήξη της εκάστοτε προγραμματικής περιόδου).

Αυτή υποβοηθήθηκε από το έκτακτο μέτρο της ΕΕ για αύξηση της κοινοτικής συγχρηματοδότησης στο 100% με αναδρομική ισχύ, καθώς και από την απόφαση για πρόωρη εκταμίευση του τελικού υπολοίπου 5% των πληρωμών, το οποίο αλλιώς θα καταβαλλόταν κατά το κλείσιμο των επιχειρησιακών προγραμμάτων τον Μάρτιο 2017.

Επίσης, αντανακλούν την παροχή από την ΕΕ προς την Ελλάδα πρόσθετης προχρηματοδότησης ύψους 3,5% του ποσού της ενίσχυσης από τα τρία Διαρθρωτικά Ταμεία και το ΕΤΘΑ (Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας) ετησίως για το 2015 και το 2016, η οποία ήταν ισοδύναμη με επιπλέον 500 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως.

Σημειώνεται ότι, με την πρόσθετη προχρηματοδότηση που έλαβε κατά παρέκκλιση η Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνώρισε τις συνέπειες που είχε η βαθειά και παρατεταμένη ύφεση στην ρευστότητα και την διαθεσιμότητα δημόσιων πόρων για παραγωγικές επενδύσεις.

Όπως διαπιστώνει η μελέτη της ΤτΕ, η σχεδόν πλήρης αξιοποίηση της πρόσθετης προχρηματοδότησης πράγματι συνέβαλε σημαντικά στην παροχή ρευστότητας προς την οικονομία τα έτη 2015-2016 και στην ομαλή εκκίνηση των προγραμμάτων της νέας περιόδου.

Εντούτοις, η σχετική έλλειψη νέων και ώριμων έργων, καθώς και σε μικρότερο βαθμό η επιστροφή εντός τού 2017 των ετήσιων προκαταβολών τού 2016 που δεν χρησιμοποιήθηκαν, περιόρισαν τον ρυθμό απολήψεων το 2017.

Θα πρέπει λοιπόν να γίνει μία σοβαρή προσπάθεια επιτάχυνσης της απορροφητικότητας των πόρων των διαφόρων Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, τα οποία, με μία υπεύθυνη δημόσια διοίκηση, θα μπορούσαν να αποτελέσουν επενδυτικό και αναπτυξιακό εφαλτήριο.