Το απόγευμα της εορτής του Αγίου Φιλίππου, στις 14 Νοεμβρίου, αναχωρούσαν από τα χωριά τους, Αγία Βαρβάρα, Σόλο, Περιστέρα, Μεσορρούγι, Χαλκιάνικα της Ανατολικής Αιγιάλειας οι Κλουκινοχωρίτες μαστόροι, λαϊκοί κτίστες της Αχαΐας, για να περιοδεύσουν σε πόλεις και χωριά του Μωριά κτίζοντας σπίτια, εκκλησίες, δημόσια κτίρια, σχολεία κ.α. με την σπάνια δική τους τέχνη και αρχιτεκτονική που προσαρμοζόταν στον περιβάλλοντα χώρο και χρησιμοποιούσε σαν βασικό υλικό την πέτρα.

Μετά από 4μηνη περίπου περιοδεία στις πόλεις και κυρίως τα χωριά της Πελοποννήσου, το μπουλούκι των Βαρβαριτών χτιστών γύριζε στον τόπο του για να γιορτάσουν τα μέλη του οι «μαρμαροχτιστάδες», το Πάσχα με τις οικογένειές τους.

Του Φάνη Ζουρόπουλου*

Με πολλούς κινδύνους από ληστές, οι κτιστάδες των χωριών του άλλοτε Δήμου Νωνάκριδος «ηναγκάζοντο να αναζητούν πόρους δρώντες και εργαζόμενοι μακρά των εστιών των», όπως γράφει ο ιστορικός Αθανάσιος Φωτόπουλος. Τα μπουλούκια των Βαρβαριτών μαστόρων και χτιστών πάντως, προτιμούσαν τα πεδινά του Μωριά όπου «κύλαγε πολύς ασημάκης» (χρήμα), όπως έλεγαν στη συνθηματική τους γλώσσα. Γιατί στα πεδινά η παραγωγή ήταν πλούσια και η αμοιβή όπως και η ζωή καλύτερη. Αυτό αποκαλύπτει το δημώδες άσμα:

«- Που πάτε μαστορόπουλα,

που πάτε μαστοράδες;

- Πάμε κατά την Αχαγιά

που βγαίνουνε παράδες.

Τον Αύγουστο στην Αχαγιά,

μαστοροπαίδι να ‘σαι,

να τρως, να πίνεις,

Να κερνάς και να καλοκοιμάσαι…»

Από πότε οι Κλουκινοχωρίτες άρχισαν να ασκούν το επάγγελμα του χτίστη δεν είναι εξακριβωμένο, όπως επίσης είναι άγνωστο αν έμαθαν την τέχνη τους από ξένους χτίστες ή ήσαν αυτοδίδακτοι.

Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξη τους και την δράση τους αρχίζουν στο τέλος του 18ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1798, όπου αναφέρεται ο «μαστρο-Αθανάσιος Αγιοβαρβαρίτης» και το 1815 ο «μαστρο-Γιώργης Σολιώτης» από τα Καζά Καλαβρύτων.

Όπως γράφει ο Χρήστος Κωνσταντινόπουλος στην εργασία του «οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, οι Βαρβαρίτες κτίστες, ως ενεργό τμήμα του Ελληνικού λαού ήταν επόμενο να πάρουν μέρος και στην επανάσταση του 1821 αν και δυστυχώς η έρευνα δεν έχει ασχοληθεί ως τώρα συστηματικά με τη συμβολή των χτιστών στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, μολονότι το μαχόμενο έθνος τους χρησιμοποίησε επανειλημμένα στην εκτέλεση στρατιωτικών έργων» όπως γράφει.

Για την οικοδομική δραστηριότητα των Βαρβαριτών έγραψε και ο Άγγλος συνταγματάρχης W.M. Leake που περιηγήθηκε στο Μωριά το 1830 και έχει εκδώσει το βιβλίο «Tzavelis in the morea».

Επίσης στο «Αρχείο Λόντου» που είχε στην κατοχή του ο Αιγιώτης λόγιος Νύσσης Μεσσηνέζης, υπάρχει επιστολή του Σωτήρη Θεοχάρη ( Θεοχαρόπουλου) προς τον Ανδρέα Λόντο (11/10/1820) όπου γίνεται λόγος για «κάποιους καλούς μαστόρους από τα Χαλκιάνικα»…

Επίσης στοιχεία υπάρχουν και στα «Γενικά Αρχεία του Κράτους», όπου διάφοροι μαστόροι ζητούν να λυθούν διάφορα ζητήματα τους. Τα ονόματα των μαστόρων είναι: Ζαφείρης Σολιώτης, Γεωργάκης Μπλασταράς, Παναγιώτης Καπερόνης, Δημητράκης Ταρσινός, Μήτρος Σεφέρης, Παναγιώτης Σουλιώτης, Γεωργάκης Μαθές και Κων/νος Κλουτζινιώτης.

Τέλος αρκετά στοιχεία για τους Βαρβαρίτες ή Κλουκινοχωρίτες χτίστες αντλούν οι ερευνητές από τα Δημοτικά τραγούδια και διάφορες επιγραφές με ονόματα μαστόρων που υπάρχουν σε σπίτια, εκκλησίες και άλλα κτίρια. Τέτοια ονόματα υπάρχουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Σόλο (1806), στον Ι. Ναό του Τιμίου Σταυρού στον Πύργο της Ακράτας (1863) και σε πολλά σπίτια στα χωριά Βελλά (1880) και Αράχοβα Αιγιαλείας (1860).

Πριν από τους Βαρβαρίτες οι μαρτυρίες λένε, ότι στην Αιγιάλεια, εργάζοντο Ηπειρώτες και Μακεδόνες, που έκτισαν τις εκκλησίες στο Δεσινό Καλαβρύτων και στον Κλείτορα, του οποίους «εκπόρθησαν» οι Κλουκινοχωρίτες μόλις εμφανίστηκαν και αφού πρώτα έκτισαν το κάστρο της Τριπολιτσάς.

Σημαντικά πράγματα για την τέχνη τους γράφει ο Πατρινός πολιτικός μηχανικός Βασίλης Χριστόπουλος στην ενδιαφέρουσα μελέτη του «ΑΧΑΪΑ, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική» από όπου αντιγράφουμε :

«…Το παραδοσιακό σπίτι χτίζεται σκαλιστικά από πέτρα. Πέτρα που λαξεύεται με επιμέλεια για τα αγκωνάρια, τα κεφαλάρια, τα πρέκια, τους λαμπάδες και πέτρα που δε λαξεύεται για την τοιχοποιία. Πέτρινες επίσης σχιστόπλακες καλύπτουν τη στέγη. Τοίχους από πλακοειδείς λίθους κατά το «αραδωτό» σύστημα, όπως συνηθίζεται στην Ήπειρο δεν συναντούμε σχεδόν καθόλου. Το συνδετικό κονίαμα είναι λάσπη ενισχυμένη με ασβέστη.

Η πέτρα βρίσκεται σε αφθονία κοντά στον οικισμό και έχει πάντα το χρώμα του τοπίου. Λευκή, γκρίζα, μαύρη, καφετιά, με ιριδισμούς και αποχρώσεις. Από μακριά δύσκολα ξεχωρίζει κανείς το χτίσιμο από το φυσικό περιβάλλον του. Έτσι επιτυγχάνεται η τέλεια προσαρμογή. η αυστηρή γεωμετρία του όγκου και η σκληράδα της πέτρας, όμοια με τη σκληράδα του τοπίου, ακόμη και αν το τοπίο πρασινίζει γύρω, αποτελούν την ομορφιά του παραδοσιακού οικισμού…».

Ενώ, όμως τα έργα των Λαγκαδινών και των Ηπειρωτών μαστόρων «… Δύσκολα ξεχωρίζουν μεταξύ τους, των Βαρβαριτών, ιδιαίτερα τα λαϊκά σπίτια (όχι τα πλουσιόσπιτα) φαίνονται από τη πρώτη ματιά, έτσι που μπορούμε να μιλάμε για τη δική τους τεχνική και το δικό τους ύφος…». Όπως γράφει ο Πατρινός μελετητής, ο οποίος στη συνέχεια της μελέτης του, ως ειδικός, μας δίδει αξιόλογες τεχνικής φύσεως πληροφορίες.

«… Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της τεχνικής τους είναι η συχνή χρήση του ξύλου και με τρόπο εμφανή. Το χρησιμοποιούν πρώτα-πρώτα σε πολλαπλές ενισχυτικές οριζόντιες ζώνες που προστατεύουν αντισεισμικά το κτίριο.

Οι ζώνες αυτές, πολλές φορές κάθε ένα μέτρο αγκαλιάζουν περιμετρικά το κτίριο δίνοντάς τους άλλη αίσθηση. Για κάθε ζώνη χρησιμοποιούν τρία ξύλα, ένα στη μέση και τα άλλα δύο εξωτερικά. Για να συνεργάζονται σε μια ενιαία ζώνη, συνδέονται εγκάρσια με ξύλινους συνδετήρες με κεφαλή που προβάλλει από την τοιχοποιία, τα λεγόμενα χατίλια.

Στα κουφώματα επίσης κυριαρχεί, χρήση του ξύλου. Τα πρέκια είναι από ξυλοδοκούς που αποτελούνται από δύο και τρία ξύλα επάλληλα καθώς επίσης και οι λαμπάδες αποτελούνται από κατακόρυφα ξύλα που ενισχύουν και το τελείωμα της λιθοδομής.

Στα παράθυρα ακόμη τοποθετούν προστατευτικά κιγκλιδώματα με κατακόρυφα ξύλα και οριζόντια κουπαστή, όλα καλοπελεκημένα με ξυλογλυπτική διάθεση.

Τα φουρούσια τέλος των εξωστών στα νεώτερα σπίτια είναι χωρίς αντηρίδες, από μονοκόμματα δοκάρια με τελειώματα ξυλογλυπτικά. Η χρήση του ξύλου, σαν ενισχυτικού στοιχείου της οικοδομής αντικαθιστά, κατά κάποιον τρόπο, από άποψη αντοχής , το άρτιο τελείωμα της τοιχοποιίας στους λαμπάδες και στις γωνίες με τέλεια λαξευμένους λίθους. Έτσι, συνολικά η κατασκευή βγαίνει οικονομικότερη, αλλά δε δείχνει τόσο περιποιημένη και φροντισμένη όσο των Ηπειρωτών και των Λαγκαδινών…

…Οι Βαρβαρίτες, κατ’ εξοχήν λαϊκοί μαστόροι, προσάρμοζαν την τέχνη τους στις οικονομικές δυνατότητες των ανθρώπων…».

* Ο Φάνης Ζουρόπουλος είναι εκτελεστικός Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Τ. Πρόεδρος της Ένωσης Επαρχιακού Τύπου.