Όλα δείχνουν ότι το επικοινωνιακό παιχνίδι στο επίπεδο των μεταρρυθμίσεων έχει χαθεί.

Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν εύκολα συνήθειες και συμπεριφορές. Αυτός είναι και ο λόγος που, όταν μία κυβέρνηση ή ένας οργανισμός πρόκειται να προχωρήσουν σε σοβαρές αλλαγές, χρειάζεται να έχει προηγηθεί μία σοβαρή και σε βάθος πνευματική και ψυχολογική προετοιμασία.

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Ιδιαίτερα δε σε χώρες όπως η Ελλάδα, που χαρακτηρίζονται από απέχθεια προς μεταρρυθμίσεις και συμπεριφορικές αλλαγές.

Οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι δικές μας. Προκύπτουν από συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές εμπειρίες σε χώρες που σήμερα βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της ευημερίας και της ανάπτυξης.

Από την άποψη λοιπόν αυτή, τα όσα σημαντικά ειπώθηκαν στο τελευταίο συνέδριο της Ελληνο-Αμερικανικής Ενώσεως και του Hellenic American University θα μπορούσαν να αποτελέσουν το εφαλτήριο για έναν γενικότερο προβληματισμό στο θέμα των μεταρρυθμίσεων.

Έτσι, τα όσα –πολύ σωστά, κατά την γνώμη μας– τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) κ. Γιάννης Στουρνάρας εγκαινιάζοντας το Συνέδριο «Αναζητώντας την Μεταρρύθμιση στην νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα», δεν απετέλεσαν κάτι το καινούργιο.

Το ότι η χώρα έχει ανάγκη από ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, μεγάλη εξωστρέφεια, υψηλή παραγωγικότητα και προώθηση της καινοτομίας είναι θέματα γνωστά, τα οποία λίγοι συνειδητοποιούν και πιθανότατα ακόμη λιγότεροι καταλαβαίνουν.

Άρα, στο επίπεδο αυτό υπάρχει πρόβλημα και μάλιστα ίσως αυτό να είναι πολύ σοβαρότερο από την ανάγκη να γίνουν στην χώρα βαθειές θεσμικές και άλλες μεταρρυθμίσεις, ικανές να αλλάξουν την παραγωγική της βάση αλλά και τις ευρύτατα επικρατούσες αντιλήψεις για την οικονομία και τις λειτουργίες της.

Στην συζήτηση που ακολούθησε την τριαντάλεπτη ομιλία του, ο διοικητής της ΤτΕ, απαντώντας σε ερωτήματα-παρατηρήσεις του υπογράφοντος αλλά και του κοινού που συμμετείχε στο Συνέδριο, έφερε στο προσκήνιο δύο εξόχως σοβαρά θέματα.

Πρώτον, αυτό του χαοτικού ελλείμματος πληροφόρησης που υπάρχει ως προς την σκοπιμότητα της πραγματοποίησης μεταρρυθμίσεων και, δεύτερον, τις επιπτώσεις που έχει το έλλειμμα αυτό στην διαμόρφωση και τις αντιλήψεις της κοινής γνώμης.

Ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα έλλειμμα πληροφόρησης με ξεκάθαρες πολιτικές προεκτάσεις, το οικονομικό κόστος του οποίου είναι σε τελική ανάλυση πολύ μεγάλο.

Απαντώντας έτσι σε σχετικό ερώτημά μας, ο κ. Γιάννης Στουρνάρας αναγνώρισε χωρίς περιστροφές ότι η ελλειμματική πληροφόρηση όχι μόνον είναι πρόβλημα, αλλά και σοβαρό λάθος.

«Είναι γεγονός», υπογράμμισε, «ότι σε κρίσιμες φάσεις για την οικονομία και την απαραίτητη μεταρρύθμισή της, δεν δώσαμε την προσοχή και το βάρος που έπρεπε στην άπλετη και σε βάθος ενημέρωση του κοινού. Με αποτέλεσμα το τελευταίο να είναι ευάλωτο στην δημαγωγία και τον λαϊκισμό».

Αναφερόμενος επίσης στο θέμα αυτό, ο κ. Γιάννης Στουρνάρας μνημόνευσε το βιβλίο του Τίμοθυ Σνάϊντερ «Απέναντι στην τυραννία –20 μαθήματα από τον 20ο αιώνα» (εκδόσεις Παπαδόπουλος), στο οποίο ο συγγραφέας εξηγεί σε ποιον βαθμό στην σημερινή ψηφιακή εποχή μας η μη ενημέρωση έχει οδυνηρές συνέπειες για την δημοκρατία και τις ανοικτές κοινωνίες. Τονίζει επίσης γιατί, από την ελλιπή ενημέρωση πλήττονται οι νέοι, πολλοί από τους οποίους αρνούνται να ενηλικιωθούν.

«Οι έφηβοι», επισημαίνει ο Τ. Σνάϊντερ, «έχουν μία φυσική τάση να αμφισβητούν την εξουσία και από αυτό αντλούν ευχαρίστηση κα ένα είδος δύναμης.

Μέρος της ενηλικίωσης είναι να αποφασίσεις τί θα πιστεύεις, όμως πολλοί στην Δύση αρνούνται να κάνουν την μετάβαση.

Ο δεύτερος λόγος είναι η σύγχυση που έχει προκαλέσει το Διαδίκτυο. Καθώς ο δυτικός πολιτισμός έχει βασιστεί στην αρχή πως ο γραπτός λόγος είναι πιο έγκυρος από τον προφορικό, έρχεται το Διαδίκτυο και ο,τιδήποτε γραπτό πολλαπλασιάζεται αμέτρητες φορές. Και σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για ανοησίες. Η αλλαγή συνέβη μέσα σε λιγότερο από μία γενιά και δεν είχαμε χρόνο να προσαρμοστούμε, οπότε δυσκολεύεται κανείς να διαχωρίσει ανάμεσα στην εφημερίδα και στο Διαδίκτυο».

Ο συγγραφέας επισημαίνει επίσης στο βιβλίο του ότι, στην σημερινή ψηφιακή εποχή, η κατασκευή και διασπορά ψευδών ειδήσεων είναι πλέον σημαντική επαγγελματική ενασχόληση, πίσω από την οποία υπάρχουν συγκεκριμένα οργανωμένα συμφέροντα αλλά και κράτη, όπως η Ρωσία για παράδειγμα, που στόχον έχουν να προκαλούν όπου μπορούν πολιτικές ζημιές.

«Στο σημερινό περιβάλλον των Μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) είναι απολύτως εφικτό να προκύψει μία εναλλακτική πραγματικότητα, κατασκευασμένη από τα ΜΜΕ.

Αυτό που γνωρίζουμε από τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι ότι οι άνθρωποι στην Ρωσία πραγματικά πίστεψαν πως η χώρα τους δεν εισέβαλε σε μία άλλη χώρα. Το ίδιο συνέβη και με την κατάρριψη του μαλαισιανού αεροσκάφους.

Ενώ έχει αποδειχτεί ότι Ρώσοι το κατέρριψαν, οι πολίτες δεν το πιστεύουν. Επίσης, από πίσω υπάρχουν έξυπνοι επαγγελματίες και μια ολόκληρη φιλοσοφία. Στην Δύση ήμασταν πολύ αυτάρεσκοι και κάπως τεμπέληδες, υποθέτοντας ότι δεν θα μπορούσε κανείς να μάς εξαπατήσει. Αλλά εξαπατηθήκαμε –και αυτό είχε συνέπειες, μεταξύ των οποίων και το εκλογικό αποτέλεσμα στην Αμερική», τονίζει ο Τίμοθυ Σνάϊντερ.

Φέρνει έτσι στο προσκήνιο ένα εξαιρετικά σοβαρό επικοινωνιακό πρόβλημα, που είναι αυτό της οργανωμένης πλέον ψευδολογίας και εξαπάτησης.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων γίνεται εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, καθ’ όσον οι εχθροί τους έχουν στην διάθεσή τους ισχυρά μέσα επιρροής του κοινού και χλευασμού της νοημοσύνης του.

Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, μεταρρυθμίσεις χωρίς ισχυρή επικοινωνιακή στήριξη είναι μία μάλλον χαμένη υπόθεση και όποιος θέλει ας το καταλάβει.