Για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος της νίκης του Κυριάκου Μητσοτάκη στη χθεσινή εκλογική αναμέτρηση θα πρέπει να πάει πίσω τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 η ΝΔ γνωρίζει μια από τις χειρότερες ήττες της ιστορίας της: μοιάζει να έχει βγάλει τα μάτια της μόνης της.

Το καλοκαίρι του 2015 ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει κάνει το «όχι» του δημοψηφίσματος «ναι» (και μάλιστα σε όλα), έχει χάσει τους μισούς σχεδόν από τους βουλευτές που ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε τον Ιανουάριο, έχει οδηγήσει την Ελλάδα ένα βήμα από τη διάλυση κι έχει ουσιαστικά κλείσει τις τράπεζες:

Του Αντώνη Καρπετόπουλου

κι όμως η ΝΔ χάνει πάνω από 200 χιλιάδες ψηφοφόρους της σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2015. Μοιάζει ένα κουρασμένο κόμμα, χωρίς νέα στελέχη και με θολό ιδεολογικό προσανατολισμό: ένα καραμανλικό κομμάτι της φλερτάρει με τον ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος ο αρχηγός της, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, μιλάει για την ανάγκη μιας κάποιας εθνικής συνεννόησης, μάλλον γιατί βλέπει ότι το κόμμα του δεν έχει ούτε όρεξη, ούτε τρόπους να κάνει αντιπολίτευση.

Απίθανη η αυτοδυναμία

Το 2015 η ΝΔ είναι σε τερλαστια σύγχυση. Ακόμα και «βαρόνοι» της ισχυρίζονται πως η ΝΔ θα ήταν προτιμότερο να βοηθήσει τον Τσίπρα στην ολοκλήρωση του νέου προγράμματος, αφού μόνο η κατά γράμμα εκτέλεση του νέου μνημονίου θα επιτρέψει στη χώρα να γλυτώσει την χρεοκοπία.

Η ΝΔ αδυνατεί να προσεγγίσει νέους ψηφοφόρους και για έκτη στη σειρά εκλογική αναμέτρηση δεν μπορεί να συγκεντρώσει ένα ποσοστό κοντά στο 30%. Το χειρότερο για την ίδια είναι ότι το Σεπτέμβρη του 2015 μοιάζει να μην έχει δίπλα της κάποια μεγάλη δεξαμενή ψηφοφόρων, που μπορεί να την βοηθήσει να μεγαλώσει το ποσοστό της.

Το ΠΑΣΟΚ, ο πρώην κυβερνητικός εταίρος, έχει συρρικνωθεί στο 6.2%. Η Χρυσή Αυγή μοιάζει να έχει αποκτήσει ρίζες – δεν είναι ιδεολογικά όμορος χώρος άλλωστε πλέον. Οσοι έχουν ψηφίσει Λεβέντη το έχουν κάνει γιατί δεν θέλουν να ψηφίσουν «τα κόμματα που βούλιαξαν την Ελλάδα».

Δεξιές παραφυάδες όπως το ΛΑΟΣ έχουν εξαφανιστεί, ενώ το Ποτάμι μοιάζει να αλληθωρίζει περισσότερο προς το ΣΥΡΙΖΑ καθώς έχει αρκετά στελέχη που προέρχονται από την Κεντροαριστερά και πανηγυρίζουν για «την στροφή του Τσίπρα προς το ρεαλισμό» χωρίς να μιλάνε επικριτικά για κωλοτούμπες.

Στο ΣΥΡΙΖΑ ξέρουν ότι θα βρουν στην κοινοβουλευτική ομάδα του Ποταμιού διάφορους που θα στηρίξουν με την ψήφο τους ακόμα και την αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων αν χρειαστεί, ενώ ο Τσίπρας γνωρίζει ότι είναι ουσιαστικό δικό του και το ποσοστό των ΑΝΕΛ, που ψηφίζουν τον Πάνο Καμμένο: το κάνουν με τη βεβαιότητα ότι θα συνεργαστεί με το ΣΥΡΙΖΑ.

Υπάρχει επίσης η έντονη βεβαιότητα ότι δύσκολα θα ξαναδούμε κόμμα εξουσίας να κερδίζει αυτοδυναμία κι αυτό κάνει ακόμα περισσότερο αμφίβολη την πιθανότητα ανάκαμψης της ΝΔ.

Ακόμα κι αν μετά από μια τετραετία μπορούσε να αυξήσει τα ποσοστά της θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρει ένα ΠΑΣΟΚ πρόθυμο να συνεργαστεί μαζί της – κι αυτό έδειχνε τότε χωρίς αντοχές. Κι αν ωστόσο το έβρισκε η συγκυβέρνηση μαζί του θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη – δεν υπήρχαν πια ούτε Σαμαράς, ούτε Βενιζέλος.

Χωρίς σοβαρή προοπτική

Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να διεκδικήσει το κόμμα, κόμμα δεν υπήρχε και δεν υπήρχε και σοβαρή προοπτική: οι πιθανότητες μιας νέας ήττας ήταν μεγάλες – ήττα θα ήταν και μια επικράτηση χωρίς αυτοδυναμία, διότι θα οδηγούσε σε νέους συμβιβασμούς. Η ΝΔ έμοιαζε έτοιμη να πάρει το δρόμο που πήρε το ΠΑΣΟΚ, κάτι μήνες αργότερα, εκλέγοντας ως αρχηγό τη Φώφη Γεννηματά: να περιχαρακωθεί δηλαδή.

Ο Μεϊμαράκης έμοιαζε ο ιδανικός άνθρωπος για να σεβαστεί κάποιες καραμανλικές αξίες, να υπερασπιστεί την διακυβέρνηση Σαμαρά και κυρίως να κρατήσει ενωμένο το κόμμα: ενωμένο και χαμηλά όμως, αφού η πολιτική του διείσδυσή σε άλλους χώρους ήταν ανύπαρκτη.

Ο Μεϊμαράκης μπορούσε να εγγυηθεί την ύπαρξη μιας ΝΔ του 30%, έτοιμη απλά να μπει μελλοντικά σε μεγάλους συναινετικούς κυβερνητικούς σχηματισμούς, αλλά πάντα με καμιά ογδονταριά βουλευτές, πολλούς από «τζάκια» – όχι τυχαία η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ ήταν όλη μαζί του, αφού έβλεπε στο πρόσωπό του τον προστάτη της. Η υποψηφιότητα Μητσοτάκη δεν στηρίχτηκε από βουλευτές στις εσωκομματικές εκλογές κι αυτό νομίζω μαρτυρά την έλλειψη εμπιστοσύνης των υπολοίπων προς το σχέδιο του.

Στη ΝΔ υπήρχε ένας διάχυτος φόβος ότι η παρουσία του θα συσπείρωνε το πάντοτε υπαρκτό αντιδεξιό τόξο, θα επέτρεπε στον Τσίπρα να παριστάνει ευκολότερα τον Ανδρέα Παπανδρέου, θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη απροθυμία στο ΠΑΣΟΚ για μελλοντικές συνεργασίες καθώς θα μεγάλωνε την πόλωση και θα δημιουργούσε ένα δίπολο «δεξιά – αντιδεξιά», με τη ΝΔ ωστόσο να εκκινεί σταθερά κάτω από το 30%. Αν η πολιτική ήταν μόνο αριθμοί ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν χαμένος από χέρι: πήρε ένα κόμμα στο 28%, είχε απέναντι του μια κυβέρνηση του 40% κι έπρεπε να βρει ψήφους χωρίς να μπορεί να κάνει στόχευση σε κάποιο συγγενή πολιτικό χώρο.

Και υπήρχε και κάτι ακόμα χειρότερο για τον ίδιο: αν παλιά τη νίκη στις εκλογές την έδινε μια μετακίνηση ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ (και το αντίθετο) τώρα αυτό έμοιαζε απίθανο, αφού ο ριζοσπαστικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ απαγόρευε αυτή τη διαδρομή.

Το 2015 έμοιαζε αδύνατο κάποιος που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίσει ΝΔ μετά από τέσσερα χρόνια. Δεν την τιμωρούσε απλά με την ψήφο του, αλλά την κατηγορούσε για τα πάντα.

Με τον τρόπο του και μόνο

Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέβασε την ΝΔ δώδεκα μονάδες σχεδόν. Χθες την ψήφισαν 450 χιλιάδες περίπου άνθρωποι περισσότεροι από αυτούς που την είχαν ψηφίσει τον Σεπτέμβρη του 2015 – ίσως είναι και πιο πολλοί.

Το σπουδαίο για τον ίδιο είναι ότι το πέτυχε αυτό χωρίς να απευθυνθεί στο παλιό σκληρό ακροατήριο της Δεξιάς, χωρίς να καταγγέλλει σκάνδαλα ώστε να συσπειρώσει αγανακτισμένους αντισυριζαίους και χωρίς να υποσχεθεί παρά ελάχιστα. Το πέτυχε μιλώντας με πολιτικούς όρους σε ένα ακροατήριο που τους είχε ξεχάσει - κι αυτό είναι το σημαντικότερο.

Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Μητσοτάκης έπεισε τον κόσμο να του δώσει την αυτοδυναμία μιλώντας για «μικρότερους φόρους», «ανάπτυξη», «ανάγκη να μειωθούν τα πλεονάσματα», «ασφάλεια» και καλοπληρωμένες δουλειές. Αν συγκρίνει κάποιος τα όσα άκουσε, με τα όσα ακούγαμε το 2015, μιλάμε για μια νέα γλώσσα. Ούτε «να τελειώνουμε με το παλιό», ούτε «να τρέμουν οι αστοί» ζήτησε.

Ακόμα και το ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών, που για πολύ κόσμο υπήρξε εθνικό τραύμα, το αντιμετώπισε τελικά με μετριοπάθεια: οι όποιες ελάχιστες ακραίες φωνές σταμάτησαν γρήγορα – αν απλά μιλούσε για προδοσίες θα λεηλατούσε τον Βελόπουλο, αλλά δεν το ήθελε.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήθελε να κερδίσει με τον τρόπο του – να υπερψηφιστεί για όσα έλεγε, χωρίς να λαϊκίζει, να καταγγέλλει, να ουρλιάζει. Κι επιβλήθηκε αρχικά στην ίδια του την παράταξη: την ξύπνησε, την οργάνωσε, την άνοιξε σε νέους ψηφοφόρους που την ψήφισαν για πρώτη φορά. Αυτοί οι «πρώτη φορά ψηφίζω δεξιά» ήταν που του έδωσαν την αυτοδυναμία.

Δεν τα θέλει

Θα τα καταφέρει; Είναι δύσκολο να το πεις. Θα έχει απέναντί του μια δυνατή και λαϊκίστική αντιπολίτευση και κυρίως έχει να σηκώσει το σταυρό των προσδοκιών του κόσμου που τον ψήφισε χωρίς να έχει μπει στο κομματικό μαντρί. Ολοι αυτοί του χτύπησαν την πλάτη και του είπαν «προχώρα». Περιμένουν να δουν τι θα κάνει χωρίς συμβόλαια τυφλής υποστήριξης. Που δεν τα θέλει νομίζω ούτε ο ίδιος…

ΠΗΓΗ: karpetshow.gr/